Συνέντευξη στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,24.11.1977
του
Μανόλη Ανδρόνικου
Αντιμετωπίζοντας
κάποιο σύγχρονο ιστορικό γεγονός με αμηχανία και μη θέλοντας να ριψοκινδυνεύσουμε
την κρίση μας καταφεύγουμε στην τυπική έκφραση: αυτό θα το κρίνει η αδέκαστη
Ιστορία. Τι σημαίνει μια τέτοια έκφραση δεν το θεωρούμε απαραίτητο να το
διευκρινίσουμε, ωσάν να είναι κάτι αυτονόητο. Ίσως και εμείς που την
διατυπώνουμε και οι άλλοι που μας ακούν ή μας διαβάζουν να έχουμε στον νου μας
πως αυτό που ονομάζουμε Ιστορία -με κεφαλαίο το γιώτα- αποτελεί μιαν υπέρτατη,
μεταφυσική σχεδόν, έννοια που κατορθώνει να κρίνει αλάθητα και αμερόληπτα όσα
οι άνθρωποι, είτε ως άτομα είτε ως κοινωνικά σύνολα, έπραξαν σε μια περασμένη
εποχή.
Ξέρουμε
βέβαια πως ό,τι αποκαλούμε Ιστορία, ως καταγραφή και αξιολόγηση περασμένων γεγονότων,
αποτελεί και αυτή ανθρώπινο δημιούργημα, αφού άνθρωποι είναι εκείνοι που την
γράφουν και μας την παραδίδουν. Ώστε από μιαν άποψη και η Ιστορία είναι και
αυτή ένα ακόμη ανθρώπινο γεγονός, το οποίο επομένως κάποτε θα ενταχθεί με τη
σειρά του στην ανθρώπινη Ιστορία, η οποία και θα το κρίνει και θα το
αξιολογήσει. Όμως αυτό σημαίνει πως ό,τι ονομάζουμε Ιστορία δεν μπορεί να έχει
μια μεταφυσική έννοια που βρίσκεται πέραν και υπεράνω της ανθρώπινης κρίσης,
άρα υπόκειται στις αδυναμίες της και τη σχετικότητα της. Ωστόσο πιστεύουμε πως,
όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα, οι ιστορικοί και η Ιστορία την οποία
συνθέτουν γίνονται περισσότερο αντικειμενικοί και αδέκαστοι, αφού δεν υπάρχουν
πια οι παράγοντες εκείνοι που θα μπορούσαν να τους επηρεάσουν άμεσα στην κρίση
τους.
Ίσως
θυμούνται κάποιοι αναγνώστες την απορία του Αμλέτου την ώρα που παρακολουθεί τη
θεατρική παράσταση που γίνεται μέσα στο παλάτι: Τι σχέση, αναρωτιέται, μπορεί
να έχει αυτός (ο ηθοποιός που παίζει τον ρόλο) με την Εκάβη ή η Εκάβη μ’ αυτόν,
ώστε να παθαίνεται έτσι γι’ αυτήν; Τι σχέση μπορεί να έχουν οι «Τρωάδες», θα
προσθέταμε εμείς, με τον σύγχρονο κόσμο, ώστε από το 1915 και ύστερα, προπάντων
ύστερα από το 1945, να παίζονται στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, ακόμη
και στο Τόκιο και στο Λος Άντζελες; Κι ακόμα, ποια η σχέση ενός σύγχρονου Ευρωπαίου θεατή με τους «Πέρσες» του Αισχύλου, που ιστορούν ένα συγκεκριμένο
ιστορικό γεγονός της αθηναϊκής ιστορίας που έγινε πριν από 2.500 χρόνια;
Η
απάντηση δεν είναι δύσκολη: στα πρόσωπα και στα δρώμενα της τραγωδίας ο
σύγχρονος άνθρωπος προβάλλει το δικό του πρόσωπο και τα σχετίζει με τα δρώμενα
της σύγχρονης, της δικής του, ιστορικής ζωής. Έτσι μετέχει σ’ αυτά και παύει να
τα αντιμετωπίζει με το αποστασιοποιημένο και αντικειμενικό μάτι του ιστορικού
παρατηρητή. Όμως αυτό γίνεται γιατί οι τραγικοί ποιητές επιδιώκουν και
κατορθώνουν να επιτύχουν αυτή τη μέθεξη με την ποιητική και τραγική μετάπλαση
των προσώπων και της δράσης των, που μετατρέπονται σε σύμβολα που υπερβαίνουν
τα χρονικά όρια της ιστορικής στιγμής που τα δημιούργησε.
Αντίθετα,
πιστεύουμε, ο ιστορικός κατορθώνει να υπερβεί τις προσωπικές του αντιδράσεις,
την οποιαδήποτε μέθεξη, την προβολή των συγχρόνων του αντιλήψεων και με ψυχρή
και αντικειμενική κρίση, με την επιστημονική αμεροληψία και ευσυνειδησία, να
καταγράψει και να αξιολογήσει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Και, το
επαναλαμβάνω, πιστεύουμε πως όσο πιο μακριά από τα γεγονότα βρίσκεται, τόσο πιο
αντικειμενικός και αμερόληπτος είναι ή μπορεί να είναι.
Θα
μπορούσε όμως και θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν μια τέτοια αντίληψη είναι ορθή
ή μήπως αποτελεί ένα ακόμη πλάσμα που απεικόνιζα τις προθέσεις μας να
πιστέψουμε στις δυνατότητες του ορθού λογού, της επιστήμης, να υπερβούμε τις
αδυναμίες του υποκειμένου μας και να σταθούμε έτσι σ’ ένα επίπεδο όπου μπορούμε
να δούμε ό,τι αποκαλούμε αλήθεια, με την κυριολεκτική και συνάμα υπερβατική
έννοια του όρου;
Την
απάντηση στο ερώτημα μπορεί να την δώσει η παρακολούθηση της ιστορίας της
ιστοριογραφίας, αν εξετάσουμε τη στάση και την κρίση των ιστορικών από εποχή σε
εποχή για το ίδιο ιστορικό γεγονός ή ακόμη και την κρίση δύο σύγχρονων
ιστορικών για τα ίδια γεγονότα. Μια τέτοια εξέταση επιχείρησε με πολλή
επιτυχία, νομίζω, ο Martin
Bernal στον πρώτο
τόμο του βιβλίου του «Μαύρη Αθηνά» (Λονδίνο 1987), όπου παρακολουθεί τις
μεταβολές που υπάρχουν στην εκτίμηση των ιστορικών της αρχαίας Ελλάδας, και της
Ανατολικής Μεσογείου, από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας. Όχι μονάχα οι
ιστορικοί της κάθε εποχής είναι επηρεασμένοι από τις σύγχρονες τους ιστορικές
συγκυρίες, τα ιδεολογικά ρεύματα και τα πολιτικά γεγονότα, αλλά και ιστορικοί
που ζουν την ίδια εποχή, επηρεασμένοι από τις εθνικές τους προκαταλήψεις,
αντικρίζουν και κρίνουν εντελώς διαφορετικά ιστορικά γεγονότα του αρχαίου
κόσμου, που θα πίστευε κανείς πως δεν τους αφορούν σε τίποτα. Είναι
χαρακτηριστική η στάση του γάλλου ιστορικού J. Michelet απέναντι στους Φοίνικες, τους οποίους
βλέπει ως μακρινούς προγόνους των Άγγλων εμπόρων, για τους οποίους δεν τρέφει
ιδιαίτερη συμπάθεια.
Για
να περιοριστούμε στη δική μας Ιστορία, θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη
στάση των σύγχρονων ιστορικών απέναντι στον Δημοσθένη. Όλοι οι Γερμανοί
ιστορικοί, προπάντων του περασμένου αιώνα, τον καταδικάζουν, γιατί δεν κατάλαβε,
λένε, την ιστορική πραγματικότητα και πολέμησε ουτοπικά τη νέα ιστορική δύναμη
που γεννιόταν τότε και που θα δημιουργούσε τον νέο κόσμο. Αντίθετα οι Άγγλοι
και οι Γάλλοι, θρεμμένοι με την ιδέα της Δημοκρατίας έβλεπαν στον Αθηναίο
ρήτορα τον αγωνιστή των αρχών της ελευθερίας απέναντι σ’ έναν μονάρχη που τις
απειλούσε.
Είναι
λοιπόν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να φτάσουμε σε μιαν ιστορική εκτίμηση αδέκαστη,
ακόμη και στην περίπτωση των πιο απομακρυσμένων γεγονότων, ακόμη και αν δεν
φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στον ιστορικό και σ’ αυτά. Το πιο
πρόσφατο παράδειγμα, που επιβεβαίωνε την ορθότητα της άποψης αυτής, μας το
προσφέρουν δύο ιστορικά έργα που μόλις κυκλοφόρησαν. Πρόκειται για δύο ιστορίες
της Μακεδονίας, γραμμένες από έγκυρους ιστορικούς.
Η πρώτη έχει
τίτλο «In the Shadow of Olympus. The Emergence of Macedon», Princeton 1990, και
συγγραφέας της είναι ο Eugene Ν. Borza, καθηγητής στο Pensylvania State
University. Η δεύτερη έχει τίτλο “The Miracle that was Macedonia”, London 1991,
και είναι γραμμένη από τον γνωστό άγγλο ιστορικό N.G.L. Hammond, συγγραφέα του
μνημειώδους τρίτομου έργου «Α History of Macedonia”.
Ο
αναγνώστης του έργου του Ε. Borza
αιφνιδιάζεται όταν στο πρώτο κεφάλαιο, που έχει ως θέμα την ιστορία της
μακεδονικής ιστοριογραφίας, συναντά ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «Μακεδονικές
Σπουδές και το “Μακεδονικό Ζήτημα”», όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στη σύγχρονη
ιστορία της Μακεδονίας, στην Απελευθέρωση της, στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδος
και στις διεκδικήσεις των γειτόνων μας, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.'Οτι αυτό το εμβόλιμο υποκεφάλαιο δεν έχει σχέση
ούτε με την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας (που είναι το θέμα του βιβλίου),
αλλά ούτε και με την ιστορία της ιστοριογραφίας της Μακεδονίας είναι πρόδηλο
(αργότερα θα εκπλαγεί ο αναγνώστης με την πληροφορία του συγγραφέα για το
ενδιαφέρον του Κ. Καραμανλή για τις έρευνες στη Μακεδονία).
Βέβαια
ο Borza είναι
σοβαρός ιστορικός και ξέρει να τεκμηριώνει τις απόψεις του διατηρώντας μια
κριτική στάση, ώστε να πείθει τον αναγνώστη ότι επιδιώκει και φτάνει στην
ιστορική αντικειμενικότητα. Έτσι κλείνοντας το κεφάλαιο 4, που έχει τίτλο
«Ποιοι ήταν οι Μακεδόνες;», γράφει: «Είναι καλύτερα να αποφεύγουμε ως εθνικό
πρόβλημα την ερώτηση, αφού οι σύγχρονες κυρίως απηχήσεις (overtones) τείνουν να συσκοτίσουν το γεγονός
ότι δεν έχει πραγματικά πολύ μεγάλη σημασία. 'Οτι μπορεί να ήταν ή να μην ήταν
Έλληνες στο σύνολο ή σ’ ένα μέρος τους… δεν είναι καίριο για την κατανόηση της
ιστορίας τους…Η αποδοχή (από τους Μακεδόνες) κάποιων απόψεων του Ελληνισμού
για μακρό χρονικό διάστημα είναι πω σημαντικό από τη γενετική δομή είτε του
μακεδoνικού
πληθυσμού γενικά είτε της βασιλικής οικογένειας ειδικότερα».
Αυτή
η τάχα νηφάλια διατύπωση έρχεται σε αντίθεση με την επίμονη προσπάθεια του να
απορρίψει κάθε πηγή που βεβαιώνει την ελληνικότητα των Μακεδόνων ή έστω του
βασιλικού οίκου των Μακεδόνων, που απερίφραστα μαρτυρούν ο Ηρόδοτος και ο
Ησίοδος. Και όταν είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την αδιάψευστη μαρτυρία
των επιγραφών της Βεργίνας, που βεβαιώνουν πως από τα τέλη τουλάχιστον του 5ου
αιώνα οι Μακεδόνες έχουν ελληνικά ονόματα γράφει σε υποσημείωση: «Το επιχείρημα
(του Ανδρόνικου) είναι αρκετά αληθινό μέχρι το σημείο αυτό. Δεν υπολογίζει ότι
ο εξελληνισμός. των Μακεδόνων μπορεί να έγινε ενωρίτερα από την εποχή του
Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και επομένως δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να
αποδείξει ότι οι Μακεδόνες ήταν μια ελληνική φυλή».
Για
το ίδιο αυτό θέμα o
N.G.L Hammond γράφει ότι οι στήλες της Βεργίνας
αποδείχνουν αναμφίβολα την ελληνικότητα των Μακεδόνων, γιατί ο Άγγλος ιστορικός
ούτε τη μαρτυρία του Ησίοδου ότι ο μυθικός πρόγονος των Μακεδόνων, ο Μακεδών,
ήταν γιος του Δία και της Θυίας, της κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του
Έλληνα, και αδελφός του Μάγνητα, ούτε τις μαρτυρίες του Ηροδότου για το
«δωρικόν και μακεδνόν έθνος» και για την καταγωγή του βασιλικού οίκου των
Μακεδόνων από το Άργος, που επιβεβαίωσαν
οι «ελλανόδικοι» της Ολυμπίας, παραγνωρίζει. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Ν.G.L. Hammond στην «Ιστορία της Ελλάδος» που
δημοσίευσε το 1959 δεν ήταν τόσο κατηγορηματικός για το θέμα της εθνικότητας
των Μακεδόνων, μολονότι ποτέ δεν έφτανε σε συμπεράσματα σαν αυτά του Ε. Borza. Όμως η συστηματική έρευνα τόσο των
γραπτών πηγών όσο και των αρχαιολογικών ευρημάτων τον οδήγησαν στις πρόσφατες
απόψεις του.
Ως
επιστήμων και όχι ως Έλληνας, έχοντας ασχοληθεί σε ολόκληρη τη ζωή μου με την
έρευνα της κοιτίδας των Μακεδόνων, των αρχαίων Αιγών, δεν έχω καμιάν αμφιβολία
για την ορθότητα των απόψεων του Hammond. Και για να την ενισχύσω ακόμα
περισσότερο μπορώ να προσθέσω πως αυτή τη στιγμή διαθέτουμε ένα πρόσφατο εύρημα
από τη Βεργίνα.
Επιγραφή του 500 π.Χ. με το ελληνικό όνομα Πεπερίας, χαραγμένο
με ωραία ελληνικά γράμματα σε ασημένια φιάλη. Και ελπίζω πως και άλλα
επιγραφικά ευρήματα θα επιβεβαιώσουν σύντομα αυτό που τα πλούσια αρχαιολογικά
ευρήματα μας δείχνουν ως τώρα.
Το Βήμα,25.08.1991