Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα History. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα History. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Οκτωβρίου, 2024

Εκδηλώσεις Μνήμης 120 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά

 




Με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από τον θάνατο του Παύλου Μελά, το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ) διοργανώνει ένα πλούσιο πρόγραμμα δράσεων και εκδηλώσεων που θα διεξαχθεί την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2024 και μας προσκαλεί να αναστοχαστούμε και να επανανοηματοδοτήσουμε το πρόσωπο, τη συμβολή, το ιστορικό αλλά και το σύγχρονο αποτύπωμα του εμβληματικού Μακεδονομάχου.

 

Οι Εκδηλώσεις Μνήμης τελούν υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών του Τομέα Μακεδονίας και Θράκης.

 

Η έναρξη των επετειακών εκδηλώσεων του ΙΜΜΑ πραγματοποιείται το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024 και ώρα 18:00, με την Κεντρική Εκδήλωση Μνήμης σε συνδιοργάνωση με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ),στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του ΕΒΕΘ. Ομιλητές θα είναι οι: Κωνσταντίνoς Π. Γκιουλέκας, Υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα Μακεδονίας και Θράκης και Βασίλειος K. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του ΑΠΘ.

 

Το συνολικό πρόγραμμα δράσεων περιλαμβάνει εκτός από την κεντρική εκδήλωση, θεματικές ξεναγήσεις στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, συζήτηση Στρογγυλής Τράπεζας με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών καθηγητών και ιστορικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεατρικό Δρώμενο Δραματοποιημένης Αφήγησης στους εκθεσιακούς χώρους του νεοκλασικού κτηρίου του ΙΜΜΑ, ξενάγηση για το κοινό την Ημέρα Μνήμης του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και το νέο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα «Ο Παύλος Μελάς και η πορεία του στη Μακεδονία» για σχολικές ομάδες.

 

Κεντρική Εκδήλωση Μνήμης

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024, ώρα 18:00

Αίθουσα Εκδηλώσεων Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ)

Συνδιοργάνωση: ΕΒΕΘ

 

Ομιλητές:

Κωνσταντίνος Π. Γκιουλέκας, Υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα Μακεδονίας και Θράκης

Βασίλειος K. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων ΑΠΘ

 

Στρογγυλή Τράπεζα

 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024, ώρα 18:00

Αμφιθέατρο Κεντρικής Βιβλιοθήκης ΑΠΘ

 

Ομιλητές:

Βασίλειος K. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων ΑΠΘ

Ιωάννης Στεφανίδης, Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας ΑΠΘ

Βλάσης Βλασίδης, Καθηγητής Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας ΠΑΜΑΚ

Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, Δρ. Ιστορίας ΑΠΘ – Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΜΜΑ

 

Συντονισμός:

Δημήτριος Λυβάνιος, Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας ΑΠΘ

 

Ημέρα Μνήμης του Μακεδονικού Αγώνα

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024, 11:00 – 14:00

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα

 

Ελεύθερη είσοδος για το κοινό – Ξεναγήσεις στις 11:00/12:00/13:00

 

Θεματικές Ξεναγήσεις στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024, 11:00 – 12:00

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024, 18:00 – 19:00

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024, 18:00 – 19:00

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024, 11:00 – 12:00

 

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα «Ο Παύλος Μελάς και η πορεία του στη Μακεδονία» για σχολικές ομάδες μαθητών/-τριών Ε΄ & Στ΄ Δημοτικού – Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου

Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2024

 

Θεατρικό Δρώμενο Δραματοποιημένης Αφήγησης

Δεκέμβριος 2024

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα  


26 Σεπτεμβρίου, 2024

Amphipolis - Αμφίπολις


 


Athenian colony of strategic importance, near the fruitful Strymon vale and the Pangaion gold mines. Amphipolis was founded in 438/ 437 BC, though the region had been inhabited in the prehistoric period.

 

The numerous finds from the excavations are housed in the Archaeological Museum of Amphipolis and in the Archaeological Museum of Kavala.

 

Archaeological finds from the mouth of the Strymon estuary show the presence of man from as early as the Neolithic period on both banks of the river, and continuous habitation into the Bronze Age period. The nearest Neolithic settlement to Amphipolis was discovered on a hill adjacent to the ancient city known as Hill 133, where rich finds from its cemetery show that a considerable settlement also existed in the Early Iron Age.

 

With the foundation of the Greek cities at the mouth of the Strymon from the middle of the 7th c. BC, Greek culture started progressively to penetrate into the interior. The graves in the cemetery of the settlement on Hill 133 change their form, and the grave goods are now dominated by cultural elements of the Greek world: figurines, coins, and above all vases imported from the cities of southern Greece (Corinth, Athens) and the Ionian cities of the north Aegean. The presence of the Ionian world is also apparent in the sculptures of the late Archaic and early Classical periods found in the neighbourhood of Hill 133 and on the site of ancient Amphipolis. Local tradition survives in the metal working, especially the bronze and gold ornaments.

 

After they established themselves at Eion, at the mouth of the Strymon, in 476 BC, the Athenians made their first abortive attempt at colonising in the Amphipolis area with their short-lived settlement at the site of Ennea Hodoi, which was quickly wiped out (464BC). It remains an open question whether Ennea Hodoi is to be identified with the settlement on Hill 133, where the destruction level dates to the mid-5th century BC, or with Amphipolis itself, where in the vicinity of the north wall excavation has uncovered an establishment prior to the 5th century BC wall.

 

The foundation of Amphipolis finally in 438/ 437 BC, in the time of Pericles, by the general Hagnon was a great success for the Athenians, whose chief purpose was to ensure control of the rich Strymon hinterland and the Pangaion mines. Their success, however, was again short- lived, because at the end of the first decade of the Peloponnesian War (442 BC) Amphipolis broke away from its mother city, Athens, and remained independent until its incorporation into the kingdom of Macedonia by Philip II (357 BC).

 

Under the Macedonians Amphipolis remained a strong city within the Macedonian kingdom, with its own domestic autonomy and having considerable economic and cultural prosperity. Excavation has revealed a large part of the walls and some of the sanctuaries and public and private buildings of the city.

 

The bigger and better protected gate of the city (gate C) lies at the norhtern part of the walls. The brigde over the Strymon river was made of wooden beams.

 

After the Roman conquest of Macedonia (168 BC) Amphipolis was made the capital of Macedonia Prima, one of the four divisions into which Macedonia was divided. The Roman period was a time of prosperity within the bounds of Roman world dominion. As a station on the Via Egnatia and the capital of a rich hinterland, the city grew economically and culturally. It did indeed experience devastations and sackings, but with the support of the Roman emperors, particularly Augustus and Hadrian, it remained one of the most important urban centres in Macedonia until late antiquity. The city's prosperity is reflected in its monumental buildings with mosaic floors and mural paintings as well as the archaeological finds brought to light in the excavations.



ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ  - 

 Η πόλη ιδρύθηκε το 438/7 π.Χ., η περιοχή όμως είχε κατοικηθεί ήδη από την προϊστορική εποχή.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα αποδεικνύουν ήδη από την Νεολιθική εποχή την ανθρώπινη παρουσία και στις δύο όχθες του ποταμού και τη συνέχεια της ζωής ως και την εποχή του Χαλκού. Ο πλησιέστερος στην Αμφίπολη νεολιθικός οικισμός εντοπίσθηκε σε γειτονικό στην αρχαία πόλη λόφο, γνωστό ως Λόφο 133, όπου αργότερα αναπτύχθηκε σημαντικός οικισμός στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου, όπως μαρτυρούν τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου του.

 

Από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση των ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην ενδοχώρα. Οι τάφοι στο νεκροταφείο του οικισμού του Λόφου 133 αλλάζουν μορφή και στα κτερίσματά τους επικρατούν τα πολιτιστικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου, ειδώλια, νομίσματα, και προπαντός αγγεία επείσακτα από τις νοτιοελλαδικές πόλεις (Κόρινθο, Αθήνα) και από τις Ιωνικές πόλεις του Βόρειου Αιγαίου.

 

Η παρουσία του ιωνικού κόσμου είναι εμφανής και στα γλυπτά υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που βρέθηκαν στην περιοχή του Λόφου 133 αλλά και στη θέση της Αρχαίας Αμφιπόλεως. Η τοπική παράδοση επιβιώνει στη μεταλλοτεχνία και προπάντων στα χάλκινα και χρυσά νομίσματα.

 

Μετά την εγκατάστασή τους στην Ηιόνα, στις εκβολές του Στρυμόνα, το 476 π.Χ., οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν και την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα αποικισμού στην περιοχή της Αμφιπόλεως με την βραχύχρονη εγκατάστασή τους στο πόλισμα Εννέα Οδοί, που γρήγορα αφανίστηκε (464 π.Χ.). Παραμένει ακόμα ανοιχτό για την έρευνα πρόβλημα η ταύτιση των Εννέα Οδών με τον οικισμό του Λόφου 133, το στρώμα καταστροφής του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ή με την ίδια την Αμφίπολη, στην περιοχή του βόρειου τείχους της οποίας, οι ανασκαφές έχουν εντοπίσει μια προγενέστερη από το τείχος του 5ου αιώνα εγκατάσταση.

 

Στην εποχή των Μακεδόνων η Αμφίπολις αναδείχτηκε σε ισχυρή πόλη του Μακεδονικού βασιλείου με εσωτερική αυτονομία και με σημαντική οικονομική και πολιτιστική άνθιση.

 

Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεγάλο μέρος από τα τείχη και ορισμένα από τα ιερά και τα ιδιωτικά και τα δημόσια κτήρια της πόλης.

 

Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) η Αμφίπολις ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδος της Μακεδονίας.

 

Η Ρωμαϊκή Εποχή είναι για την Αμφίπολη περίοδος ακμής μέσα στο πλαίσιο της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Σταθμός της Εγνατίας Οδού και πρωτεύουσα μιας πλούσιας ενδοχώρας, η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά. Γνωρίζει βέβαια καταστροφές και λεηλασίες αλλά με την υποστήριξη και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αυγούστου και του Αδριανού, παραμένει ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Μακεδονίας ως την ύστερη αρχαιότητα. Η ακμή της πόλης αντικατοπτρίζεται στα μνημειακά κτήρια με τα ψηφιδωτά δάπεδα και τις τοιχογραφίες, αλλά και στα αρχαιολογικά ευρήματα που οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως.


21 Σεπτεμβρίου, 2024

Modern historians about Macedonia – Max Cary

 




“The future relations between the two peoples had been irrevocably fixed by Alexander’s Anabasis, which destined them to work together in close co-operation as joint rulers of the East, and eventually to be blended into one Nation.“



Max  Cary, A History of the Greek World from 323-146 B.C. page 10

 

 

In 197 he re-entered Thessaly and forced a battle on the field of Cynoscephalae. In this encounter the Macedonian heavy infantry proved that in a solid front-to-front charge not even the Roman legions could hold, but that, once thrown out of order or taken in flank, it became helpless. While one Macedonian Phalanx charged right home, another broke itself up by its own impetus and became an easy prey to the enemy; and the victorious division, without cavalry support on the flanks, was enfiladed and cut to pieces by the succcessful Roman wing wheeling upon it. This was the first decisive victory of  Romans over Greeks  in a set battle on a large scale; but it sufficed definitely to establish Roman ascendancy in Greece.




Max  Cary, “A History of the Greek World from 323-146 B.C.”, page 191 


A History of the Greek World from 325 to 146 B.C.

by  Cary Max ,publication date:1932




Description

A History of the Greek World from 323 to 146 B.C. (1951) looks at the period of Greek history from the Macedonian to the Roman conquests. It contains a narrative of the political history of the Hellenistic states; a description of their statecraft, war-craft and economic practice; and a summary of later Greek achievement in the fields of art, literature, science, philosophy and religion. 

Routledge 


02 Σεπτεμβρίου, 2024

Modern historians about Macedonia – J.R. Hamilton

 






That the Macedonians were of Greek stock seems certain.

 




…but Macedonian proper names, such as Ptolemaios or Philippos, are good Greek names, and the names of the Macedonian months, although differed from those of Athens or Sparta, were also Greek.

 


Alexander the Great,J.R. Hamilton(Hutchinson,London, 1973),page 23


01 Σεπτεμβρίου, 2024

Modern historians about Macedonia – Jerome Jordan Pollitt

 



The Macedonians were ethnically related to the Greeks and spoke a dialect of Greek, but their loose feudal kingdom on the northern border of the Greek world had always been regarded as culturally backward.

 



 

Art and Experience in Classical Greece,Jerome Jordan Pollitt,page 138






24 Αυγούστου, 2024

Modern historians about Macedonia – J.B Bury & Russell Meiggs

 



“The Macedonian people and their kings were of Greek stock,as their traditions and the scanty remains of their language combine to testify.”


Alexander was chosen supreme general of the Greeks for the invasion of Asia,and it was as head of Hellas,descendant and successor of Achilles...









J.B.Bury and R. Meiggs:A History of Greece. To the Death of Alexander the Great 






23 Αυγούστου, 2024

Modern historians about Macedonia – Robert Malcolm Errington

 




"That the Macedonians and their kings did in fact speak a dialect of Greek and bore Greek names may be regarded nowadays as certain."


Malcom Errington, "A History of Macedonia",page 3


“Macedonian horsemen together with those  of their Thessalian neighbours were later regarded  as the best in Greece”




Malcom Errington, "A History of Macedonia",page 7





21 Αυγούστου, 2024

Κνωσός – Knossos

 


 

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

 

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

 

Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

 

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.

 

Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

 

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική  Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 



The most important monuments of the site are:

 

The Palace of Knossos. It is the largest of the preserved Minoan palatial centres. Four wings are arranged around a central courtyard, containing the royal quarters, workshops, shrines, storerooms, repositories, the throne room and banquet halls. Dated to 2000-1350 B.C.

 

The Little Palace. It lies to the west of the main palace and has all the features of palatial architecture: scraped wall masonry, reception rooms, a pristyle hall, a double megaron with polythyra (pi er-and-door partitions) and a lustral basin-shrine. Dated to the 17th-15th centuries B.C.

 

The Royal Villa. It lies to the NE of the palace and its architectural form is distinguished by the polythyra, the pillar crypt and the double staircase, with two flights of stairs. It is strongly religious in character and might have been the residence of an aristocrat or a high priest. Dated to the 14th century B.C.

 

House of the Frescoes. It is located to the NW of the palace and is a small urban mansion with rich decoration on the walls. Dated to the 15th, 14th-12th centuries B.C.

 

Caravanserai. It lies to the south of the palace and was interpreted as a reception hall and hospice. Some of the rooms are equipped with baths and decorated with wall paintings.

 

The "Unexplored Mansion". Private building, probably of private-industrial function, to the NW of the palace. It is rectangular, with a central, four-pillared hall, corridors, storerooms and remains of a staircase. Dated to the 14th-12th centuries B.C.

 

Temple Tomb. It is located almost 600 m. to the south of the palace and was connected with the "House of the High Priest" by means of a paved street. It seems that one of the last kings of Knossos (17th-14th centuries B.C.) was buried here. Typical features of its architecture are the hypostyle, two-pillar crypt, the entrance with the courtyard, the portico and a small anteroom.

 

House of the High Priest. It lies 300 m. to the south of Caravanserai and contains a stone altar with two columns, framed by the bases of double axes.

 

The South Mansion. Private civic house, located to the south of the palace. It is a three-storeyed building with a lustral basin and a hypostyle crypt, dating from the 17th-15th centuries B.C.

 

Villa of Dionysos. Private, peristyle house of the Roman period. It is decorated with splendid mosaics by Apollinarius, depicting Dionysos. The house contains special rooms employed for the Dionysiac cult. Dated to the 2nd century A.D.


20 Αυγούστου, 2024

Modern Historians about Macedonia – Martin Sicker

 



The Greek leaders perceived the sudden resurgence of Persian power in the region as a new and significant challenge to their interests. To gain support for an activist policy, some attempted to redefine the nature of the Greek-Persian conflict from one of straightforward geopolitics to the more emotional issue of pan-Hellenism. For such proponents of a continuation of the struggle the issue was no longer merely the matter of the defense of the Greek city-states. The Persian challenge was now characterized as a conflict of principle, of Hellenic culture and civilization against Asiatic barbarism in an unrelenting struggle for survival. They advocated a crusade to be carried out by a unified Greek nation that was to include all that partook of Greek civilization. However, the traditional leadership of Athens and the other prominent city-states, exhausted by the long external and internal wars, were unable to mobilize the support necessary for an effective response to the Persian challenge. Nonetheless, the pan-Hellenic crusade was soon to be undertaken, but not by Athens. It was Macedonia that was to impose its own leadership on Greece and undertake the renewed struggle against Persia in the name of the Hellenes .



The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 99


After successfully annexing Thessaly and Thrace, Philip was widely acknowledged as the natural leader of a Hellenic alliance. The venerable Isocrates saw Philip as the man that Greece needed to deal with a chronic demographic problem that menaced its future. He argued that Greece was plagued by overpopulation, which produced large numbers of men suitable for military service who wandered about, without loyalty to any city, selling their services to anyone who could pay for them and thereby posing a constant menace to the stability of the country. What was needed, he suggested, was a new country that might be colonized by Greece’s surplus population. This new land would have to be conquered from Persia, and Philip of Macedon, who was already successfully challenging the Persians in a contest for control of the European shores of the Hellespont, was clearly the only one who might be able to annex all Anatolia to the Hellenic world. 



The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 100


 

Philip had no illusions about the stability of the Common Peace, given the turbulent history of the Greek city-states, their competitiveness, and their general reluctance to sacrifice their freedom of action even for the common good. Moreover, he was a Macedonian, from the backwater of the Greek world .

The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 100


 

A Persian offer of 300 talents was privately accepted by Demosthenes, who employed it for purposes compatible with mutual Athenian-Persian interests in thwarting Macedonian ascendancy  


The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 102








18 Αυγούστου, 2024

Πύλη Λεόντων Μυκηνών

 



Η Πύλη των Λεόντων, το υπέροχο αυτό μεγαλιθικό μνημείο, θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα μνημειώδους γλυπτικής που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών και κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. περίπου. Πήρε το όνομά της από την περίφημη ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών που κοσμούν το κουφιστικό τρίγωνο.

 

Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Παυσανία, η πύλη ήταν ορατή από την αρχαιότητα. Το 1841 την καθάρισε ο Πιττάκης για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1876 ο Σλήμαν διενήργησε συστηματική ανασκαφή. Το 1950 έγιναν μάλιστα και κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.

 

Η είσοδος της πύλης αποτελείται από δύο παραστάδες, το κατώφλι και το υπέρθυρο. Πάνω από το υπέρθυρο υπάρχει το λεγόμενο ανακουφιστικό τρίγωνο το οποίο μεταφέρει το κέντρο βάρους στα πλάγια. Το τρίγωνο αυτό καλύπτεται από τριγωνική πλάκα στην οποία παριστάνεται εραλδική σύνθεση δύο λιονταριών, τα οποία πατούν πάνω σε δύο αμφίκοιλους βωμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει κίονας Μινωικού τύπου.

 

Όσον αφορά στην ερμηνεία του παραπάνω ανάγλυφου, πολλές εκδοχές έχουν προταθεί ως σήμερα. Πιθανότατα πρόκειται για μια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου. Μπορεί ακόμα να συμβολίζει τη δύναμη του βασιλικού οίκου των Μυκηνών. Φέρνοντας στο νου μας και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό έργο αφού σε καμία από τις αρχαίες εισόδους δε βρέθηκε αντίστοιχο ανάγλυφο.

 

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Μυκηναίοι κατορθώνουν να φτιάξουν μια μνημειώδη λιτή ανάγλυφη παράσταση, η οποία εντάσσεται αρμονικά στην επιβλητική αρχιτεκτονική του χώρου. Το μνημείο αυτό με την τέλεια συμμετρία και το νατουραλιστικό του στυλ έχει στόχο να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και να συμβολίσει τη δύναμη και το γόητρο του Μυκηναϊκού ανακτόρου.

 


Ε.Παλαιολόγου,Σ.Αγγελίδου,Β.Μαυροθαλασσίτη–αρχαιολόγοι

 

 

Μυκήνες

 

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.

 

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

 

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

 

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

 

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.

 

 


17 Αυγούστου, 2024

Πλούταρχος:Περί Ἀλεξάνδρου τύχης καί ἀρετῆς,6 329Α-D

 





Καί μήν ἡ πολύ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ τήν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος εἰς ἓν τοῦτο συντείνει κεφάλαιον, ίνα μή κατά πόλεις μηδέ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλά πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καί πολίτας, εἷς δέ βίος ᾖ καί κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης. Τοῦτο Ζήνων μέν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καί πολιτείας ἀνατυπωσάμενος, Ἀλέξανδρος δέ τῷ λόγῳ τό ἔργον παρέσχεν.

 

 Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς μέν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δέ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καί τῶν μέν ὡς φίλων καί οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων πολλῶν καί φυγῶν ἐνέπλησε καί στάσεων ὑπούλων τήν ἡγεμονίαν, ἀλλά κοινός ἥκειν θεόθεν ἁρμοστής καί διαλλακτής τῶν ὅλων νομίζων, οὓς τῷ λόγῳ μή συνῆγε τοῖς ὅπλοις βιαζόμενος καί εἰς ταὐτό συνενεγκών τά πανταχόθεν, ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ μίξας τούς βίους καί τά ἤθη καί τούς γάμους καί τάς διαίτας, πατρίδα μέν τήν οἰκουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας, ἀκρόπολιν δέ καί φρουράν τό στρατόπεδον, συγγενεῖς δέ τούς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δέ τούς πονηρούς· τό δ’ Ἑλληνικόν καί βαρβαρικόν μή χλαμύδι μηδέ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδέ κάνδυι διορίζειν, ἀλλά τό μέν Ἑλληνικόν ἀρετῇ τό δέ βαρβαρικόν κακίᾳ τεκμαίρεσθαι, κοινάς δ’ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καίτραπέζας καί γάμους καί διαίτας, δι’ αἵματος καί τέκνων ἀνακεραννυμένους.



Εκείνη η πολυθαύμαστη Πολιτεία του Ζήνωνα, που ίδρυσε τη Σχολή των Στωικών, αποβλέπει σε έναν κύριο σκοπό:να μην κατοικούμε χωρισμένοι σε πόλεις ούτε σε δήμους, που έχουν ιδιαίτερους κανόνες δικαίου, αλλά να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους συνδημότες και συμπολίτες, και να υπάρχει ένας κοινός τρόπος ζωής και μία τάξη, όπως σε μια αγέλη που βόσκει και τρέφεται μαζί υπό έναν κοινό “νόμο”.

 

Αυτά έγραψε ο Ζήνων, αναπλάθοντάς τα σαν ένα όνειρο ή μια εικόνα του φιλοσόφου για την εύνομη πολιτεία.

 

Αλλά εκείνος που έκανε πράξη τη θεωρία ήταν ο Αλέξανδρος. Γιατί δεν φόρτωσε τη διακυβέρνησή του με πολλούς πολέμους και εξορίες και συνωμοτικές εξεγέρσεις, αντιμετωπίζοντας τους Έλληνες ως ηγέτης και τους βαρβάρους ως δεσπότης, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο Αριστοτέλης, και φροντίζοντας τους πρώτους ως φίλους και συγγενείς και τους δεύτερους ως ζώα ή φυτά. Αλλά, πιστεύοντας ότι είχε αποσταλεί από τον θεό ως κοινός ρυθμιστής και συμφιλιωτής όλων, εξαναγκάζοντας με τα όπλα όσους δεν έπειθε με τον λόγο και συνενώνοντας σε ενιαίο σύνολο τα πάντα, αναμειγνύοντας τους τρόπους ζωής και τα ήθη και τους γάμους και τις συνήθειες, όπως σε μια κούπα φιλίας, πρόσταξε πως πρέπει όλοι να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη, ακρόπολη και φρουρά τους το στρατόπεδο, συγγενείς τούς αγαθούς και ξένους τους τούς φαύλους.

 

Και τον Έλληνα ή τον βάρβαρο να μην τον καθορίζει η χλαμύδα ή η ασπίδα, ούτε το περσικό ξίφος ή ο μανδύας, αλλά να συμπεραίνουν ότι κάποιος είναι Έλληνας από την αρετή του και βάρβαρος από την κακία του. και να θεωρούν κοινά τα ενδύματα και τα φαγητά και τους γάμους και τις συνήθειες, καθώς θα έχουν αναμειχθεί με δεσμούς αίματος και με κοινά παιδιά.


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...