Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Σεπτεμβρίου, 2024

Amphipolis - Αμφίπολις


 


Athenian colony of strategic importance, near the fruitful Strymon vale and the Pangaion gold mines. Amphipolis was founded in 438/ 437 BC, though the region had been inhabited in the prehistoric period.

 

The numerous finds from the excavations are housed in the Archaeological Museum of Amphipolis and in the Archaeological Museum of Kavala.

 

Archaeological finds from the mouth of the Strymon estuary show the presence of man from as early as the Neolithic period on both banks of the river, and continuous habitation into the Bronze Age period. The nearest Neolithic settlement to Amphipolis was discovered on a hill adjacent to the ancient city known as Hill 133, where rich finds from its cemetery show that a considerable settlement also existed in the Early Iron Age.

 

With the foundation of the Greek cities at the mouth of the Strymon from the middle of the 7th c. BC, Greek culture started progressively to penetrate into the interior. The graves in the cemetery of the settlement on Hill 133 change their form, and the grave goods are now dominated by cultural elements of the Greek world: figurines, coins, and above all vases imported from the cities of southern Greece (Corinth, Athens) and the Ionian cities of the north Aegean. The presence of the Ionian world is also apparent in the sculptures of the late Archaic and early Classical periods found in the neighbourhood of Hill 133 and on the site of ancient Amphipolis. Local tradition survives in the metal working, especially the bronze and gold ornaments.

 

After they established themselves at Eion, at the mouth of the Strymon, in 476 BC, the Athenians made their first abortive attempt at colonising in the Amphipolis area with their short-lived settlement at the site of Ennea Hodoi, which was quickly wiped out (464BC). It remains an open question whether Ennea Hodoi is to be identified with the settlement on Hill 133, where the destruction level dates to the mid-5th century BC, or with Amphipolis itself, where in the vicinity of the north wall excavation has uncovered an establishment prior to the 5th century BC wall.

 

The foundation of Amphipolis finally in 438/ 437 BC, in the time of Pericles, by the general Hagnon was a great success for the Athenians, whose chief purpose was to ensure control of the rich Strymon hinterland and the Pangaion mines. Their success, however, was again short- lived, because at the end of the first decade of the Peloponnesian War (442 BC) Amphipolis broke away from its mother city, Athens, and remained independent until its incorporation into the kingdom of Macedonia by Philip II (357 BC).

 

Under the Macedonians Amphipolis remained a strong city within the Macedonian kingdom, with its own domestic autonomy and having considerable economic and cultural prosperity. Excavation has revealed a large part of the walls and some of the sanctuaries and public and private buildings of the city.

 

The bigger and better protected gate of the city (gate C) lies at the norhtern part of the walls. The brigde over the Strymon river was made of wooden beams.

 

After the Roman conquest of Macedonia (168 BC) Amphipolis was made the capital of Macedonia Prima, one of the four divisions into which Macedonia was divided. The Roman period was a time of prosperity within the bounds of Roman world dominion. As a station on the Via Egnatia and the capital of a rich hinterland, the city grew economically and culturally. It did indeed experience devastations and sackings, but with the support of the Roman emperors, particularly Augustus and Hadrian, it remained one of the most important urban centres in Macedonia until late antiquity. The city's prosperity is reflected in its monumental buildings with mosaic floors and mural paintings as well as the archaeological finds brought to light in the excavations.



ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ  - 

 Η πόλη ιδρύθηκε το 438/7 π.Χ., η περιοχή όμως είχε κατοικηθεί ήδη από την προϊστορική εποχή.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα αποδεικνύουν ήδη από την Νεολιθική εποχή την ανθρώπινη παρουσία και στις δύο όχθες του ποταμού και τη συνέχεια της ζωής ως και την εποχή του Χαλκού. Ο πλησιέστερος στην Αμφίπολη νεολιθικός οικισμός εντοπίσθηκε σε γειτονικό στην αρχαία πόλη λόφο, γνωστό ως Λόφο 133, όπου αργότερα αναπτύχθηκε σημαντικός οικισμός στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου, όπως μαρτυρούν τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου του.

 

Από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση των ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην ενδοχώρα. Οι τάφοι στο νεκροταφείο του οικισμού του Λόφου 133 αλλάζουν μορφή και στα κτερίσματά τους επικρατούν τα πολιτιστικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου, ειδώλια, νομίσματα, και προπαντός αγγεία επείσακτα από τις νοτιοελλαδικές πόλεις (Κόρινθο, Αθήνα) και από τις Ιωνικές πόλεις του Βόρειου Αιγαίου.

 

Η παρουσία του ιωνικού κόσμου είναι εμφανής και στα γλυπτά υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που βρέθηκαν στην περιοχή του Λόφου 133 αλλά και στη θέση της Αρχαίας Αμφιπόλεως. Η τοπική παράδοση επιβιώνει στη μεταλλοτεχνία και προπάντων στα χάλκινα και χρυσά νομίσματα.

 

Μετά την εγκατάστασή τους στην Ηιόνα, στις εκβολές του Στρυμόνα, το 476 π.Χ., οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν και την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα αποικισμού στην περιοχή της Αμφιπόλεως με την βραχύχρονη εγκατάστασή τους στο πόλισμα Εννέα Οδοί, που γρήγορα αφανίστηκε (464 π.Χ.). Παραμένει ακόμα ανοιχτό για την έρευνα πρόβλημα η ταύτιση των Εννέα Οδών με τον οικισμό του Λόφου 133, το στρώμα καταστροφής του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ή με την ίδια την Αμφίπολη, στην περιοχή του βόρειου τείχους της οποίας, οι ανασκαφές έχουν εντοπίσει μια προγενέστερη από το τείχος του 5ου αιώνα εγκατάσταση.

 

Στην εποχή των Μακεδόνων η Αμφίπολις αναδείχτηκε σε ισχυρή πόλη του Μακεδονικού βασιλείου με εσωτερική αυτονομία και με σημαντική οικονομική και πολιτιστική άνθιση.

 

Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεγάλο μέρος από τα τείχη και ορισμένα από τα ιερά και τα ιδιωτικά και τα δημόσια κτήρια της πόλης.

 

Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) η Αμφίπολις ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδος της Μακεδονίας.

 

Η Ρωμαϊκή Εποχή είναι για την Αμφίπολη περίοδος ακμής μέσα στο πλαίσιο της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Σταθμός της Εγνατίας Οδού και πρωτεύουσα μιας πλούσιας ενδοχώρας, η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά. Γνωρίζει βέβαια καταστροφές και λεηλασίες αλλά με την υποστήριξη και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αυγούστου και του Αδριανού, παραμένει ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Μακεδονίας ως την ύστερη αρχαιότητα. Η ακμή της πόλης αντικατοπτρίζεται στα μνημειακά κτήρια με τα ψηφιδωτά δάπεδα και τις τοιχογραφίες, αλλά και στα αρχαιολογικά ευρήματα που οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως.


27 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ:Μέτρα πυροπροστασίας στο Επταπύργιο και στην Κρύπτη του Ναού του Αγίου Δημητρίου,στη Θεσσαλονίκη

 


Το φρουριακό συγκρότημα του Επταπυργίου και η Κρύπτη του Ναού Αγίου Δημητρίου, δύο εμβληματικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, θωρακίζονται έναντι της φωτιάς. Η μελέτη πυροπροστασίας για το Επταπύργιο αφορά σε 12 κτήρια και τους υπαίθριους χώρους που βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο του φρουριακού συγκροτήματος και περιλαμβάνει τρεις επιμέρους μελέτες, σύμφωνα με τη χρήση των χώρων. Η μελέτη πυροπροστασίας της Κρύπτης του Ναού Αγίου Δημητρίου περιλαμβάνει φωτισμό ασφαλείας των εξόδων κινδύνου και των οδεύσεων διαφυγής, φορητούς πυροσβεστήρες, απλό υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης για όλους τους χώρους της Κρύπτης, σύστημα χειροκίνητης αναγγελίας πυρκαγιάς. Η μελέτη είναι εναρμονισμένη με τις εγκεκριμένες από την Πυροσβεστική Υπηρεσία αποκλίσεις στα προτεινόμενα γενικά και ειδικά μέτρα πυροπροστασίας, προληπτικά, κατασταλτικά και ενεργητικά. Υπάρχουν τρεις έξοδοι κινδύνου, οι δύο από τις οποίες οδηγούν στο εσωτερικό του Ναού και η τρίτη στον υπαίθριο χώρο του.

 

Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Η θωράκιση και η ανάδειξη των μνημείων της UNESCO βρίσκεται στην απόλυτη προτεραιότητα μας. Η λήψη μέτρων προστασίας, έναντι της πυρκαγιάς, μνημείων της Θεσσαλονίκης που αποτελούν παγκόσμια σημεία αναφοράς, πέρα από θεσμική υποχρέωση του Υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί και αυτονόητη συνθήκη. Μετά το έργο πυροπροστασίας στην Παναγία Αχειροποίητο, η υλοποίηση του οποίου είναι σε εξέλιξη, προχωρούμε στην πυροπροστασία του φρουριακού συγκροτήματος του Επταπυργίου και της Κρύπτης του Ναού Αγίου Δημητρίου. Το Επταπύργιο και το άμεσο περιβάλλον του είναι χαρακτηρισμένα ως αρχαιολογικός χώρος. Το Φρούριο, στο βόρειο άκρο της ακρόπολης της Θεσσαλονίκης, ήταν το έσχατο καταφύγιο των υπερασπιστών της πόλης σε περιόδους πολιορκίας της. Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, μείζονος σημασίας χριστιανικό προσκύνημα, αποτελεί τον πλέον προβεβλημένο και δημοφιλή προορισμό της Θεσσαλονίκης. Η Κρύπτη αποτελούσε το ανατολικό τμήμα ρωμαϊκού λουτρού, το οποίο συνδέεται με τη φυλάκιση και τη θανάτωση του Αγίου. Ο χώρος κατά την οθωμανική περίοδο καταχώθηκε και εντοπίστηκε μετά την πυρκαγιά του 1917, όταν υποχώρησε τμήμα του δαπέδου. Στόχος μας είναι να θωρακίσουμε τα εμβληματικά μνημεία της πόλης, αλλά και να δημιουργήσουμε συνθήκες ασφαλούς περιήγησης στους επισκέπτες τους».

 

Επταπύργιο

Οι παρεμβάσεις της πρώτης μελέτης αφορούν στο κτήριο των εκθέσεων και στην Εκκλησία, που αποτελούν χώρους συνάθροισης κοινού. Η δεύτερη μελέτη περιλαμβάνει τα κτήρια των αρχείων, των ευρημάτων, των συντηρητών, της διοίκησης, των γραφείων αρχαιολόγων και μηχανικών, του λογιστηρίου και της απομόνωσης, την κουζίνα και το  φυλάκιο. Η τρίτη μελέτη αφορά στους υπαίθριους χώρους εκδηλώσεων και συνάθροισης κοινού. Στόχος είναι να καθοριστούν συγκεκριμένα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας (γενικά, ειδικά προληπτικά, κατασταλτικά, ενεργητικά). Τα κτήρια εξετάστηκαν από άποψη πυροπροστασίας είτε ξεχωριστά είτε ενιαία, ανάλογα µε το εάν υφίσταται λειτουργική εξάρτηση μεταξύ αυτών. Δεδομένου του μνημειακού χαρακτήρα των εξεταζομένων κτηρίων και λόγω της παλαιότητας αυτών, ελήφθησαν αυξημένα μέτρα και μέσα ενεργητικής πυροπροστασίας, τα οποία έχουν εγκριθεί και από την Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 


Τη δεκαετία του 1890 έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία ότι το Φρούριο λειτουργούσε ως οθωμανική φυλακή. Αλλά και μετά το 1912 λειτουργούσε ως ελληνική φυλακή. Η ιστορία του Φρουρίου του Επταπυργίου υπερσκιάζεται από την ιστορία των φυλακών έως και σήμερα. Το 1989, το Φρούριο μαζί με τα οικόπεδα που το περιβάλλουν μεταβιβάστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 1996, ξεκίνησαν εκτεταμένες επεμβάσεις στο μνημείο μέχρι και το 1999. Έκτοτε πραγματοποιήθηκαν  στερεωτικές εργασίες σε επιμέρους τμήματα του μνημείου και αποκλειστικά εργασίες σωστικού χαρακτήρα. Η σημερινή χρήση των νεότερων οκτώ διώροφων κτηρίων που βρίσκονται εντός του αρχαιολογικού χώρου, εξυπηρετούσαν αρχικά τη λειτουργία των φυλακών. Τα τέσσερα από αυτά λειτουργούσαν ως θάλαμοι φυλακισμένων, ενώ τα υπόλοιπα ήταν γραφεία των κρατικών λειτουργών. Επιπλέον, υπάρχουν τα μονώροφα κτήρια της απομόνωσης, της κουζίνας, της εκκλησίας, του εξωτερικού και εσωτερικού φυλακίου. Από το 2019, στο Φρούριο φιλοξενείται το «Φεστιβάλ Επταπυργίου» σε δύο εσωτερικούς αύλειους χώρους, με καθορισμένες οδεύσεις προσέλευσης και αποχώρησης των θεατών. Για τις ανάγκες του Φεστιβάλ συναρμολογούνται ικριώματα χωρητικότητας 800 ατόμων.

 

Κρύπτη του Αγίου Δημητρίου

 

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ο εκθεσιακός χώρος της Κρύπτης του Ναού διαμορφώθηκε το 1985. Η έκθεση αποτελείται από εννέα χώρους που διατάσσονται γύρω από την κρήνη και οργανώνεται, ανά θεματική ενότητα, με βάση την υφιστάμενη διαμερισματοποίηση της Κρύπτης. Η διάταξη των επιμέρους αιθουσών προδιαγράφει την πορεία του επισκέπτη. 




Μετά την ολοκλήρωση μακροχρόνιων εργασιών αποκατάστασης του Ναού, η Κρύπτη μετατράπηκε σε χώρο έκθεσης αρχαιολογικών ευρημάτων. Η Κρύπτη έχει επιφάνεια 450 τ.μ. περίπου και είναι υπόγεια, με εξαίρεση το ανατολικό τμήμα, το οποίο εξέχει από το διαμορφωμένο έδαφος.

 

 



ΥΠΠΟ:Πιστοποιούνται δύο ακόμη μουσεία, το Αρχαιολογικό Μουσείο Αργους Ορεστικού και το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς


Με συστηματικό τρόπο εξελίσσεται από το Υπουργείο Πολιτισμού η διαδικασία Πιστοποίησης των Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων, μετά την ολοκλήρωση του σχετικού φακέλου και τη θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου Μουσείων για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού και του Βυζαντινού Μουσείου Καστοριάς. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καστοριάς στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγονται τα δύο Μουσεία, ξεκίνησε τη διαδικασία της πιστοποίησης, τον Μάιο 2022. Έκτοτε, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να ανταποκριθεί στα προαπαιτούμενα της Πιστοποίησης, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΠΟ.


Στο πλαίσιο αυτό, ξεκίνησε την ενεργειακή αναβάθμιση των μουσείων της με την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών. Επιβεβαίωσε τη λειτουργία των συστημάτων πυροπροστασίας τους, αναβάθμισε τις υποδομές φυσικής προσβασιμότητας και καταχώρισε το σύνολο των εκθεμάτων και των δύο μουσείων στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα του Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Ακόμη, μερίμνησε για την επιμόρφωση του προσωπικού τους, κάλυψε ελλείψεις στο ανθρώπινο δυναμικό, με προσλήψεις ή με αναθέσεις, αναδιοργάνωσε τις αποθήκες τους, φρόντισε, μεταξύ άλλων, για την επαναλειτουργία των ψηφιακών ερμηνευτικών μέσων και για την αναβάθμιση του εξοπλισμού προβολής των δύο μουσείων. Τέλος, προχώρησε σε εκτύπωση σύντομων οδηγών και ενημερωτικών φυλλαδίων για τη διευκόλυνση των επισκεπτών. 

 






Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Η πιστοποίηση των Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων αποτελεί διαδικασία ουσιαστικής αξιολόγησης. Αξιολογούμε τα μουσεία μας, για να τα βελτιώσουμε. Αναβαθμίζουμε κτιριακά τις εγκαταστάσεις τους και βελτιώνουμε τις προσφερόμενες υπηρεσίες προς τους επισκέπτες τους. Η διαδικασία Πιστοποίησης, η οποία εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά, πιλοτικά σε τέσσερα μουσεία της Περιφέρειας Ηπείρου επεκτείνεται ήδη με επιτυχία στα Μουσεία της Δυτικής και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων είναι  μία ολιστική προσπάθεια αναβάθμισης των μουσειακών δομών της χώρας, με στόχο την ανταποδοτικότητά τους προς τον επισκέπτη, αλλά και την ενδυνάμωσή τους ως φορέων πολιτισμού, δια βίου μάθησης και κοινωνικής συνοχής, στη βάση της νέας οργανωτικής δομής και φιλοσοφίας διαχείρισης. Στόχος μας, πάντα, παραμένει τα μουσεία μας να γίνουν ελκυστικά σε ευρύτερα και πολυποίκιλα κοινά, κυρίως νεανικά, από την Ελλάδα και το εξωτερικό».


 




Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού εγκαινιάστηκε, το 2010, και  φιλοξενεί ευρήματα από το 1100 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., τα οποία προέρχονται από την εδαφική επικράτεια της σημερινής Π. Ε. Καστοριάς, η οποία στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα της Ορεστίδας, ενός εκ των βασιλείων της Άνω Μακεδονίας. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου χρονολογικά,  διαρθρώνεται, σε 4 ενότητες, στις οποίες ξεδιπλώνονται οι πολιτικοί και πολιτιστικοί μετασχηματισμοί του κεντρικού τμήματος της Ορεστίδος, από μία ένωση συγγενικών γενών («εθνών») σε ανεξάρτητο βασίλειο, κατόπιν, σε τμήμα του μακεδονικού βασιλείου και, τέλος, σε υποτελή περιοχή στους Ρωμαίους, με πολλά και σημαντικά προνόμια. Στα εκθέματά του περιλαμβάνονται μία μοναδική φαλαγγιτική ασπίδα του παιονικού πεζικού, καθώς και το ψήφισμα των Βαττυναίων, η σημαντικότερη επιγραφή με πολιτικό περιεχόμενο από τη Δυτική Μακεδονία. Ιδιαίτερο στοιχείο της μόνιμης έκθεσης είναι το ύφος των ενημερωτικών κειμένων, που έχουν τη μορφή ερωταποκρίσεων, όπως και η σκόπιμη απουσία λεζαντών. Το Μουσείο διαθέτει εργαστήριο συντήρησης και πλήρως εξοπλισμένη αποθήκη. Το υπαίθριο αμφιθέατρο μικρής κλίμακας για θερινές εκδηλώσεις συμπληρώνει τις υποδομές του περιφερειακού αυτού μουσείου.

 



Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε το 1989. Το κέλυφός του–υπερυψωμένο ισόγειο και τμήμα ημιυπογείου- ακολουθεί την κλίση του φυσικού εδάφους και διακρίνεται για τις καθαρές γραμμές του. Ανακαινίστηκε στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και επαναλειτουργεί από το 2016. Η νέα μόνιμη έκθεση, που αναπτύσσεται σε τρείς αίθουσες, πέριξ ενός αιθρίου, αναδεικνύει τη σημασία και την ακτινοβολία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Καστοριάς, μέσα από το μοναδικό απόθεμα των εικόνων της. Εκτίθενται περισσότερες από 70 εικόνες, χρονολογημένες από τον 12ο έως τον 18ο αι., συνθέτοντας, μαζί με εκείνες που σώζονται στους ναούς της Καστοριάς, ένα σημαντικό σύνολο, εφάμιλλο σε σπουδαιότητα με αυτό του Αγίου Όρους, της Βέροιας, του Σινά και της Κύπρου. Η έκθεση του Μουσείου  εποπτικά συνδυάζεται με ψηφιακά ερμηνευτικά μέσα, ενώ διαθέτει και χώρους ανάπαυσης για τους επισκέπτες. Στο υπόγειο στεγάζονται εργαστήριο συντήρησης και αποθήκες. ​


21 Αυγούστου, 2024

Κνωσός – Knossos

 


 

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

 

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

 

Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

 

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.

 

Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

 

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική  Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 



The most important monuments of the site are:

 

The Palace of Knossos. It is the largest of the preserved Minoan palatial centres. Four wings are arranged around a central courtyard, containing the royal quarters, workshops, shrines, storerooms, repositories, the throne room and banquet halls. Dated to 2000-1350 B.C.

 

The Little Palace. It lies to the west of the main palace and has all the features of palatial architecture: scraped wall masonry, reception rooms, a pristyle hall, a double megaron with polythyra (pi er-and-door partitions) and a lustral basin-shrine. Dated to the 17th-15th centuries B.C.

 

The Royal Villa. It lies to the NE of the palace and its architectural form is distinguished by the polythyra, the pillar crypt and the double staircase, with two flights of stairs. It is strongly religious in character and might have been the residence of an aristocrat or a high priest. Dated to the 14th century B.C.

 

House of the Frescoes. It is located to the NW of the palace and is a small urban mansion with rich decoration on the walls. Dated to the 15th, 14th-12th centuries B.C.

 

Caravanserai. It lies to the south of the palace and was interpreted as a reception hall and hospice. Some of the rooms are equipped with baths and decorated with wall paintings.

 

The "Unexplored Mansion". Private building, probably of private-industrial function, to the NW of the palace. It is rectangular, with a central, four-pillared hall, corridors, storerooms and remains of a staircase. Dated to the 14th-12th centuries B.C.

 

Temple Tomb. It is located almost 600 m. to the south of the palace and was connected with the "House of the High Priest" by means of a paved street. It seems that one of the last kings of Knossos (17th-14th centuries B.C.) was buried here. Typical features of its architecture are the hypostyle, two-pillar crypt, the entrance with the courtyard, the portico and a small anteroom.

 

House of the High Priest. It lies 300 m. to the south of Caravanserai and contains a stone altar with two columns, framed by the bases of double axes.

 

The South Mansion. Private civic house, located to the south of the palace. It is a three-storeyed building with a lustral basin and a hypostyle crypt, dating from the 17th-15th centuries B.C.

 

Villa of Dionysos. Private, peristyle house of the Roman period. It is decorated with splendid mosaics by Apollinarius, depicting Dionysos. The house contains special rooms employed for the Dionysiac cult. Dated to the 2nd century A.D.


20 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ:Αποκατάσταση και ανάδειξη του ιερού Αυλιδείας Αρτέμιδος, στην Εύβοια

 



Το Υπουργείο Πολιτισμού δρομολογεί τις εργασίες προστασίας, συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης του Ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδας στην Εύβοια, οι οποίες  θα επιτρέψουν να καταστεί ο αρχαιολογικός χώρος επισκέψιμος.

 

Η Αυλίδα, γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Ελλήνων, βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από την πηγή της Αρέθουσας. Οι μελέτες για την υλοποίηση του έργου εκπονήθηκαν στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, αποβλέποντας στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, επισκέψιμου, προσβάσιμου αρχαιολογικού χώρου, με την κατάλληλη ανάδειξη των μνημείων και τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών.

 




Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Οι γραπτές μαρτυρίες, για το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος, χρονολογούνται από τα ομηρικά έπη και τους Αθηναίους τραγικούς, ενώ οι αρχαίοι γεωγράφοι και περιηγητές, όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, αφιερώνουν μέρος της αφήγησής τους. Η ανάδειξη  του  αρχαιολογικού χώρου, ιστορικού τόπου  διεθνούς εμβέλειας, που μέχρι σήμερα παραμένει κλειστός, θα ενισχύσει την πολιτιστική φυσιογνωμία της περιοχής, καθώς  βρίσκεται κοντά στην είσοδο της πόλης της Χαλκίδας, στο σημείο σύνδεσης της Εύβοιας με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ, είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Ελλήνων, πριν από τον απόπλου  του για την Τροία. Ήταν η Αυλιδεία Άρτεμις που απαίτησε την θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, επειδή αυτός είχε σκοτώσει, κατά λάθος, ένα ιερό ελάφι της θεάς, προκαλώντας την οργή της, με συνέπεια η απόλυτη άπνοια  να  ακινητοποιήσει τα καράβια. Στόχος της μελέτης είναι αφενός να διαμορφωθεί προσβάσιμος, σύγχρονος και επισκέψιμος, αρχαιολογικός χώρος, με μνημεία ευανάγνωστα και με τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών και αφετέρου η προβολή της ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας του και η σύνδεσή του με την κοινωνία. Η αρχιτεκτονική μελέτη παρουσιάζει τις προτάσεις ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου με τη μετατόπιση της οδού που τον διχοτομεί, ώστε ο επισκέπτης, κατανοώντας τον χώρο, να αποκομίζει την πλήρη εικόνα του. Περιλαμβάνοντας στον σχεδιασμό της  διαμόρφωσης την δημιουργία δικτύου μονοπατιών και εναλλακτικών διαδρομών επίσκεψης, η περιήγηση θα καθίσταται φιλική για όλους, με δυνατότητα προσέγγισης όλων των σημείων ενδιαφέροντος, προσφέροντας έτσι  μία πλούσια βιωματική εμπειρία».

 



Προβλέπονται η εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, τηλεφωνίας, ύδρευσης καθώς και υπογείωσης των δικτύων στη χάραξη της παλαιάς οδού, εδαφικές διαμορφώσεις και έλεγχος απορροής ομβρίων –σημαντικό έργο για την προστασία και ανάδειξη των μνημειακών ενοτήτων. Επίσης, χωροθετούνται φυλάκιο, χώρος στάθμευσης, χώρος στάσης και αναψυχής, εγκατάσταση χώρων υγιεινής. Για τη δημιουργία φιλόξενων σκιασμένων θέσεων στάσης και αναψυχής φυτεύονται πλατιά ελαιόδενδρα.

 

Τα αρχαία κατάλοιπα χωρίζονται σε τρεις μνημειακές ενότητες. Στη μνημειακή ενότητα 1, στην οποία, σύμφωνα με τη μελέτη, επικεντρώνεται το πρόγραμμα ανάδειξης και αναστήλωσης, αντιστοιχούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού και το συγκρότημα του λουτρού. Ο ναός αποτελεί το κεντρικό μνημείο αναφοράς του αρχαιολογικού χώρου και έτσι η ανάδειξή του αποτελεί προτεραιότητα. Η μετατόπιση της οδού που διέρχεται των αρχαιοτήτων δημιουργεί το πλαίσιο για την ανάδειξη του μνημείου. Στη μνημειακή ενότητα 2, σώζονται ερείπια συγκροτήματος βοηθητικών κτηρίων του ιερού, τα οποία συντηρούνται. Η μνημειακή ενότητα 3 περιλαμβάνει υπόγεια φρεατόσχημη κατασκευή που έχει ερμηνευθεί ως η Ιερή Κρήνη του ιερού. ​



 

Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1956 - 1962, φώτισε το μύθο της Ιφιγένειας και τη λατρεία της Άρτεμης, καθώς αποκαλύφθηκε ναϊκό οικοδόμημα του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο ταυτίστηκε με το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας. Πρόκειται για επιμήκη άπτερο ναό, ο οποίος έχει υποστεί τουλάχιστον δύο μεταβολές. Αρχική είναι η φάση της κλασικής περιόδου που περιλαμβάνει το σηκό και το άδυτο. Ο πρόναος προστέθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ τα κατάλοιπα των κιόνων και των βάσεών τους στο σηκό είναι της ρωμαϊκής περιόδου. Γύρω από το ναό έχουν εντοπιστεί, επίσης, η Ιερή Κρήνη, οικήματα που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ιερού και έχουν ερμηνευθεί ως ξενώνες και εργαστήρια κεραμικής, καθώς και αρχαία οδός που οδηγούσε από το λιμάνι στον όρμο του Μικρού Βαθέος στον χώρο του ιερού. Στα ανατολικά του ιερού δεσπόζει βραχώδης λόφος με την ονομασία Νησί ή Βεσαλάς όπου σώζεται οχύρωση κυκλώπειας τοιχοποιίας πιθανότατα μυκηναϊκής περιόδου, ενώ στα βορειοδυτικά του ιερού υψώνεται το Μεγάλο Βουνό, στην κορυφή του οποίου υπάρχει οχυρωμένη ακρόπολη του 4ου αι. π.Χ. Εκεί κατέληγε το τείχος του Ανηφορίτη που, ουσιαστικά, λειτουργούσε, ως γραμμή μεθορίου, ανάμεσα στην Εύβοια και στη Βοιωτία, αποσκοπώντας  στον έλεγχο οποιασδήποτε εχθρικής κίνησης από τη Βοιωτία προς την Εύβοια και το στρατηγικής σημασίας στενό του Ευρίπου.   


18 Αυγούστου, 2024

Πύλη Λεόντων Μυκηνών

 



Η Πύλη των Λεόντων, το υπέροχο αυτό μεγαλιθικό μνημείο, θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα μνημειώδους γλυπτικής που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών και κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. περίπου. Πήρε το όνομά της από την περίφημη ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών που κοσμούν το κουφιστικό τρίγωνο.

 

Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Παυσανία, η πύλη ήταν ορατή από την αρχαιότητα. Το 1841 την καθάρισε ο Πιττάκης για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1876 ο Σλήμαν διενήργησε συστηματική ανασκαφή. Το 1950 έγιναν μάλιστα και κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.

 

Η είσοδος της πύλης αποτελείται από δύο παραστάδες, το κατώφλι και το υπέρθυρο. Πάνω από το υπέρθυρο υπάρχει το λεγόμενο ανακουφιστικό τρίγωνο το οποίο μεταφέρει το κέντρο βάρους στα πλάγια. Το τρίγωνο αυτό καλύπτεται από τριγωνική πλάκα στην οποία παριστάνεται εραλδική σύνθεση δύο λιονταριών, τα οποία πατούν πάνω σε δύο αμφίκοιλους βωμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει κίονας Μινωικού τύπου.

 

Όσον αφορά στην ερμηνεία του παραπάνω ανάγλυφου, πολλές εκδοχές έχουν προταθεί ως σήμερα. Πιθανότατα πρόκειται για μια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου. Μπορεί ακόμα να συμβολίζει τη δύναμη του βασιλικού οίκου των Μυκηνών. Φέρνοντας στο νου μας και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό έργο αφού σε καμία από τις αρχαίες εισόδους δε βρέθηκε αντίστοιχο ανάγλυφο.

 

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Μυκηναίοι κατορθώνουν να φτιάξουν μια μνημειώδη λιτή ανάγλυφη παράσταση, η οποία εντάσσεται αρμονικά στην επιβλητική αρχιτεκτονική του χώρου. Το μνημείο αυτό με την τέλεια συμμετρία και το νατουραλιστικό του στυλ έχει στόχο να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και να συμβολίσει τη δύναμη και το γόητρο του Μυκηναϊκού ανακτόρου.

 


Ε.Παλαιολόγου,Σ.Αγγελίδου,Β.Μαυροθαλασσίτη–αρχαιολόγοι

 

 

Μυκήνες

 

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.

 

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

 

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

 

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

 

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.

 

 


13 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ:Η Πανσέληνος του Αυγούστου σε Μνημεία, Μουσεία και Αρχαιολογικούς Χώρους

 



...πλήρης μὲν ἐφαίνετ᾽ ἀ σελάννα...

 

...η Σελήνη  άστραφτε ολόγεμη...​

 

Το Υπουργείο Πολιτισμού θα διοργανώσει και φέτος τις εκδηλώσεις της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου, υπό τον συντονισμό της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, προσφέροντας ελεύθερη είσοδο σε επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία, ιστορικούς τόπους και μουσεία, τη νύχτα της Πανσελήνου, την Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024.

Περισσότεροι από εκατό αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι, μουσεία και μνημεία, σε ολόκληρη τη χώρα, θα υποδεχθούν το κοινό κάτω από το φως του φεγγαριού. Εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν σε πάνω από πενήντα αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ενώ άλλοι τόσοι θα παραμείνουν ανοιχτοί για το κοινό με ελεύθερη είσοδο.

 

Η φετινή διοργάνωση, θα πλαισιωθεί από εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν από τις 9 έως και τις 25 Αυγούστου, σύμφωνα με το αναρτημένο πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει θεατρομουσικές παραστάσεις, αστροπαρατήρηση, αφηγήσεις παραμυθιών και ξεναγήσεις, τις οποίες διοργανώνουν οι Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων, πολλές εκ των οποίων σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τοπικούς συλλόγους.

 

Εκδηλώσεις στο πλαίσιο της διοργάνωσης θα πραγματοποιήσουν επίσης το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, αλλά και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.

 

Σας προσκαλούμε λοιπόν και φέτος για 24η χρονιά να απολαύσετε το φως του φεγγαριού σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία και μνημεία, την νύχτα της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου, τη νύχτα που η Σελήνη θα αστράφτει ολόγεμη!

 

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024-ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ EKΔΗΛΩΣΕΩΝ   εδώ


08 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ: Αρχαία Όλυνθος - Μοναδική εμπειρία περιήγησης στον χώρο και στον χρόνο

 


 

Μετά την ολοκλήρωση του έργου «Μετακινήσεις πληθυσμών και υλικός πολιτισμός: ψηφιακή αποτύπωση της Χαλκιδικής από την Προϊστορία έως τους Ιστορικούς Χρόνους», ενταγμένο στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα, Καινοτομία 2014-2020", η Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους ανακοινώνει την έναρξη της λειτουργίας των ψηφιακών εφαρμογών και την απόδοση στο κοινό του εκσυγχρονισμένου χώρου πληροφόρησης της αρχαίας Ολύνθου.

 

Η αρχαία Όλυνθος, η σπουδαιότερη πόλη της Χαλκιδικής του 5ου αιώνα π.Χ., το σημαντικότερο οικονομικό-στρατιωτικό κέντρο της περιοχής που καταστράφηκε το 348 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β΄, αποτελεί παράδειγμα οργανωμένης πόλης και ανεκτίμητη πηγή γνώσεων για την καθημερινή ζωή των ύστερων κλασικών χρόνων.

 



Με τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας αίθουσας πληροφόρησης μέσα στον αρχαιολογικό χώρο και την μετατροπή της σε ένα σύγχρονο Ψηφιακό Κέντρο Πληροφόρησης με την ονομασία AnODIC (Ancient Olynthos Digital Infomation Center) δημιουργήθηκε ένα ελκυστικό, διαδραστικό περιβάλλον που προσφέρει στον επισκέπτη με εύληπτο και ψυχαγωγικό τρόπο την πορεία της σημαντικής αυτής πόλης μέσα στον χώρο και στον χρόνο με κείμενα στα ελληνικά και αγγλικά, φωτογραφίες, σχέδια, αναπαραστάσεις.

 

Ο νέος χώρος προσφέρει στον επισκέπτη οθόνες αφής και επιφάνειες προβολής που παρουσιάζουν:

 


Ψηφιακό χρονολόγιο

 

Όλα τα γεγονότα σταθμοί της ιστορίας της αρχαίας Ολύνθου μέσα από ένα διαδραστικό χρονολόγιο προσκαλούν τους επισκέπτες σε ένα ψυχαγωγικό και επιμορφωτικό ταξίδι στον παρελθόν.

 

Ψηφιακή διαδραστική κάτοψη

 

Μια εικονική περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο που αποκαλύπτει την εξέλιξη της πόλης μέσα από τα κτίρια και τα αντικείμενα των κατοίκων της, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα αρχαιολογικά ευρήματα.

 

Ψηφιακή Προθήκη

 

Ο υλικός πολιτισμός της αρχαίας Ολύνθου ζωντανεύει μέσα από τρισδιάστατα μοντέλα που μπορεί ο επισκέπτης να «αγγίξει» και να μελετήσει από όλες τις πλευρές, με οδηγό τα εύληπτα κείμενα που τα συνοδεύουν.

 

Ιστορίες των ανθρώπων της έρευνας

 

Από την πρώτη επίσκεψη των πρώτων ερευνητών στην Όλυνθο μέχρι τη σύγχρονη έρευνα, οι επισκέπτες ανακαλύπτουν μέσα από φωτογραφικό υλικό και μαρτυρίες πώς μία σπουδαία πόλη έρχεται στο φως.

 

Video Installation

 

Μικρές αφηγήσεις από μεγάλες στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή της πόλης συνθέτουν μία πρωτότυπη οπτικοακουστική εγκατάσταση που προβάλλεται σε πέντε διαφορετικές επιφάνειες αξιοποιώντας κυρίως την τεχνική του animation με πρωτότυπη εικαστική προσέγγιση.

 


Μετά την ανάβαση στον λόφο, μέσα από την εφαρμογή ψηφιακού ξεναγού για κινητά τηλέφωνα Android και iOS με τίτλο «Αποικίες της Χαλκιδικής στον χώρο και στον χρόνο», ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τι κρύβεται κάτω από την πόλη, να ακούσει μια πρωτότυπη βιωματική αφήγηση σε μορφή μυθοπλασίας από ένα κορίτσι του 4ου αιώνα π.Χ., και με την έκδοση AR, να δει το παρελθόν να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του! Οι εφαρμογές είναι προσβάσιμες μέσω της ιστοσελίδας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους στον σύνδεσμο https://www.efachagor.gr/apps/ ή μέσω της σάρωσης κωδικών QR στην είσοδο και σε σημεία του αρχαιολογικού χώρου.

 


Επίσης, η εφαρμογή του ψηφιακού ξεναγού προσφέρει τη δυνατότητα εκτεταμένης περιήγησης σε επιλεγμένα σημεία επιπλέον πέντε πόλεων - αποικιών της Χαλκιδικής και συγκεκριμένα στον αρχαιολογικό χώρο των αρχαίων Σταγείρων, στη Νέα Καλλικράτεια (αρχαία Δίκαια), στην Ποτίδαια, στην Άφυτο (αρχαία Άφυτις) και στην Ιερισσό (αρχαία Άκανθος), καθώς και συμπυκνωμένη πληροφορία για ακόμη δεκαεπτά (17) θέσεις αποικιών στην περιοχή.

 

 


 

 

 


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...