Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Απριλίου, 2024

Η Α. Κοτταρίδη ξενάγησε το κοινό στο ανάκτορο των Αιγών από... το μουσείο της Ακρόπολης

 





Παρουσίασε κάθε στάδιο της αναστήλωσής του τα τελευταία 17 χρόνια και εξήγησε με ιστορικά στοιχεία τη σημασία του μνημείου.

 

Ένα ταξίδι στο παρελθόν με οδηγό την επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων Δρ.Αγγελική Κοτταρίδη ξεκίνησε το απόγευμα από το Μουσείο της Ακρόπολης. Η υπεύθυνη του έργου συντήρησης - αναστήλωσης του ανακτόρου των Αιγών «ξενάγησε» το κοινό στο ίδιο το έργο, παρουσιάζοντας με μεγάλη λεπτομέρεια κάθε στάδιό του τα τελευταία 17 χρόνια και εξήγησε με ιστορικά στοιχεία τη σημασία του μνημείου.

 «Το Ανάκτορο του Φιλίππου Β' στις Αιγές: Μνημείο - Τοπόσημο της Μακεδονίας» ήταν ο τίτλος της διάλεξης που έδωσε, η οποία ξεπέρασε σε διάρκεια τις δύο ώρες. «Το να μιλάμε στην καρδιά της Αθήνας για τους Μακεδόνες είναι κάτι. Ήρθε η ώρα κι αυτών επιτέλους», είπε χαρακτηριστικά η κ. Κοτταρίδη καλωσορίζοντας το κοινό που γέμισε το Αμφιθέατρο «Δημήτριος Παντερμαλής», ενώ παράλληλα η εκδήλωση που διοργάνωσε το Μουσείο Ακρόπολης και ο Σύλλογος των Φίλων του Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών, μεταδίδονταν σε πραγματικό χρόνο και διαδικτυακά.

«Από το 2007 έως το 2024 είναι 17 χρόνια και μία αιωνιότητα», είπε χαρακτηριστικά η Αγγελική Κοτταρίδη για να περιγράψει τον όγκο της δουλειάς που έγινε μέσα σ' αυτό το διάστημα, τις δυσκολίες και αντιξοότητες κάθε είδους που αντιμετώπισαν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και τα στοιχεία που προέκυπταν και κάποιες φορές ανέτρεπαν την έως τότε αρχαιολογική γνώση.

Φωτογραφίες,σχέδια και αρχεία που αφορούσαν την ιστορία της έρευνας, τις βασικές αρχές συντήρησης - αναστήλωσης του μνημείου και τους λόγους που επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες, συνόδευαν κάθε στάδιο της ομιλίας της. Χαρακτηριστική ήταν η πρώτη φωτογραφία που παρουσίασε, η οποία έδειχνε μια πράσινη έκταση, δηλαδή την περιοχή του μνημείου το 2006 και η σύγκριση την οποία έκανε με τη σημερινή εικόνα της περιοχής, μετά την παρέμβαση των αρχαιολόγων και το αναστηλωμένο πια Ανάκτορο.

Η παρουσίαση επικεντρώθηκε στα νέα στοιχεία που προέκυψαν χάρη στην εξονυχιστική έρευνα και στη συστηματική, αναλυτική τεκμηρίωση που ξεκίνησε το 2007 και ολοκληρώθηκε το 2023. Τα στοιχεία αυτά βοήθησαν στην αποκατάσταση της μορφής και στην αναστήλωση τμημάτων του μνημείου, ενώ, σε συνδυασμό με τις ιστορικές πηγές, διαφωτίζουν τις λειτουργίες του εμβληματικού κτηρίου, το οποίο αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της αρχαίας αρχιτεκτονικής, μορφοποιώντας την ιδέα της πεφωτισμένης ηγεμονίας και συνδέεται άμεσα με κορυφαία ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της Ελλάδας και του Κόσμου.

«Υπάρχουν δύο ειδών αρχαιολόγοι: Αυτοί που σκάβουν σε διάφορα μέρη, όχι όταν είναι αναγκαίο από την αρχαιολογική υπηρεσία, αλλά για να ανακαλύψουν κάτι και να προαχθούν και οι άλλοι που επιμένουν σε έναν χώρο που είναι το κομμάτι της ζωής τους για να μπορέσει αυτό να αναδειχθεί και να μείνει στην αιωνιότητα. Η Αγγελική ανήκει στη δεύτερη κατηγορία», είπε ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, Νικόλαος Σταμπολίδης, αναφερόμενος στην αρχαιολόγο που αφιέρωσε τη ζωή και το έργο της στις Αιγές.


ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ




22 Νοεμβρίου, 2023

'Ιχνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε αρχαίο ναό στο Ιράκ

 

Μαρμάρινη προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. [ΒRITISH MUSEUM]  


Μια επιγραφή γραμμένη στα αραμαϊκά και στα ελληνικά που σημαίνει «αυτός που προσφέρει τα δύο αδέλφια» και ένα νόμισμα, μια ασημένια δραχμή, είναι μια από τις ενδείξεις που κάνει τους αρχαιολόγους του Βρετανικού Μουσείου να θεωρούν ότι ίσως εντόπισαν ένα ναό στο Ιράκ που χτίστηκε κατά παραγγελία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ήταν αφιερωμένος σε ελληνικές θεότητες αλλά και στον ίδιο τον στρατηλάτη. «Βρήκαμε δώρα που συνήθως θα δίνονταν έπειτα από μια μάχη, φιγούρες στρατιωτών και ιππέων. Υπάρχει μια περίπτωση, ποτέ δεν θα ξέρουμε με σιγουριά, ότι ίσως να είχε περάσει από εδώ καθώς επέστρεφε στη Βαβυλώνα, λίγο πριν πεθάνει», δήλωσε ο αρχαιολόγος δρ Σεμπάστιαν Ρέι στην εφημερίδα Telegraph.

Ancient Iraqi civilisation worshipped Alexander the Great as a god 

Οι αρχαιολόγοι του μουσείου ανασκάπτουν την αρχαία πόλη των Σουμερίων, την Γκιρσού, και πέρυσι έφεραν στο φως τα ερείπια ενός αρχαίου ναού 4.000 ετών. Τώρα πιστεύουν, όπως δηλώνουν στη βρετανική εφημερίδα, ότι εντός του αρχαιολογικού χώρου υπήρχε ένας ελληνικός ναός από τον Μέγα Αλέξανδρο αφιερωμένος στον ίδιο και στον «αδελφό» του,τον ημίθεο Ηρακλή. Εκτός από την αρχαία επιγραφή, το νόμισμα που ανακάλυψαν φαίνεται πως κόπηκε από τους άνδρες του Έλληνα στρατηλάτη το 330 π.Χ. και αφού είχε επικρατήσει έναντι των Περσών. Το νόμισμα και τα αντικείμενα που βρήκαν θεωρείται ότι δίνονταν ως προσφορές και υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός τόπου λατρείας.

Καθημερινή 


28 Αυγούστου, 2023

Μακεδονήσι

 


 Το μακεδονήσι πάει με όλα 


 Γράφεται και «μακεδονίσι», αλλά αυτό δεν βοηθάει κανέναν να καταλάβει για ποιο φυτό πρόκειται. Στο «Περί ύλης ιατρικής» του Διοσκουρίδη απαριθμούνται όλες οι θεραπευτικές ιδιότητες του πετροσέλινου, του μαϊντανού δηλαδή, διότι περί αυτού πρόκειται, ενώ στην περιγραφή του αναφέρεται ότι «φύεται εν Μακεδονία εν αποκρήμνοις τόποις» .

 

 Ευνόητο, λοιπόν, για ποιον λόγο, ανάμεσα στα διαφορετικά ονόματά του, όπως περσέμολο, μυρωδιά, μακεδονήσι, επικρατέστερο είναι το τελευταίο. Από το πετροσέλινο, που έγινε στα λατινικά petroselinum και αργότερα petrosilium, προέκυψαν στα αγγλικά το parsley και στα γαλλικά το persil. 

Αλλά από το petroselinum macedonicum κάποιοι προτίμησαν να κρατήσουν το δεύτερο συνθετικό του ονόματος. Αυτό, ταξιδεύοντας στην Τουρκία, έγινε magdanos και τελικά maydanoz. Και έτσι πήραμε εμείς πίσω μια λέξη με ελληνική προέλευση, πλην όμως παραμορφωμένη.

 

 Ίσως το «μακεδονήσι» είναι τελικά προτιμότερο.

 

 Βήμα


Οι Έλληνες που ρίζωσαν κατά λάθος στα Σκόπια


 

Με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 έφυγαν από την Καλλίπολη της Αν. Θράκης, αλλά η νέα πατρίδα «δεν βρήκε ένα χωριό για να τους στεγάσει» και πήγανε στα Σκόπια – Μιλούν σπαστά ελληνικά, δηλώνουν με περηφάνια την καταγωγή τους, και ζητούν την ελληνική ιθαγένεια


Αποστολή: Παναγιώτης Σαββίδης

 

To Πέχτσεβο είναι μια μικρή πόλη στα Σκόπια, δίπλα στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Από τον μεθοριακό σταθμό Δοϊράνης απέχει 120 χλμ., ενώ ο πληθυσμός του αγγίζει τους 3.200 κατοίκους. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης έχει ελληνική καταγωγή αφού προέρχεται από Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία (1923).

 Η ιστορία των ομογενών αυτών, αν και σε πολλά σημεία αδιευκρίνιστη έως τις μέρες μας, παραμένει ενδιαφέρουσα. Οι πρόγονοί τους ξεκίνησαν από τα χωριά της Καλλίπολης, βρέθηκαν αρχικά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στο Πέχτσεβο της τότε νότιας Σερβίας, όπου «υπήρχαν διαθέσιμα άδεια σπίτια και χωράφια, από Τούρκους που μετανάστευσαν στην Τουρκία, καθώς και δουλειές στα κοντινά ορυχεία», όπως τους είπαν. Η φτώχεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον τούς έκανε να πάρουν τη δύσκολη απόφαση, αφήνοντας πίσω στην Ελλάδα συγγενείς και συγχωριανούς.


Τα ελληνικά τα μιλούσαν κρυφά, τους απαγορεύτηκε κάθε επαφή με συγγενείς, ενώ τους ανάγκαζαν να αλλάξουν τα επίθετά τους. Έτσι επί Σερβίας ο Στεφανίδης έγινε «Στεφάνοβιτς», επί βουλγαρικών κατοχών «Στεφάνοφ» και μετά τη δημιουργία του σημερινού κράτους επί Τίτο «Στεφανόβσκι»

 

 Κτισμένο σε ένα οροπέδιο στα 1.158 μ., με δασοσκέπαστες πλαγιές και βαρείς χειμώνες η ζωή δεν ήταν εύκολη για τους «κοντοθαλασσινούς» Θρακιώτες. Η ζωή στη νέα πατρίδα δεν ήταν εύκολη, αφού ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα, μέσα στη σλαβική πλειονότητα. Οι ντόπιοι τούς αποκαλούσαν υποτιμητικά «Γκραιτσουλιάνους» και τα πρώτα χρόνια απέφευγαν κάθε επαφή μαζί τους. Τα ελληνικά τα μιλούσαν κρυφά, τους απαγορεύτηκε κάθε επαφή με συγγενείς στην Ελλάδα, ενώ κάθε φορά που άλλαζε η διοίκηση άλλαζαν και το επίθετό τους. Έτσι επί Σερβίας ο Στεφανίδης έγινε «Στεφάνοβιτς», επί βουλγαρικών κατοχών «Στεφάνοφ» και μετά τη δημιουργία του σημερινού κράτους επί Τίτο «Στεφανόβσκι».

 

 

 

Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που έφεραν από τη χαμένη πατρίδα οι πρόγονοί τους, αποτελεί το σημαντικότερο θρησκευτικό κειμήλιο που φυλάσσουν σε ένα ιδιωτικό ξωκλήσι ως κόρη οφθαλμού.Το 2022 οι Έλληνες του Πέχτσεβο σύστησαν τον Σύλλογο Ελλήνων – Καλλίπολη – Πέχτσεβο, με στόχο την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης:

 

 

«Ιδρύσαμε τον σύλλογο για να μη χάσουμε τις ρίζες μας. Για να ξέρουμε την καταγωγή μας και πώς βρεθήκαμε εδώ πάνω», λέει στο «ΘΕΜΑ» με τα λίγα, σπαστά ελληνικά του ο πρόεδρος του συλλόγου Σταύρος Στεφανίδης, αναφέροντας ιστορίες που του έλεγαν ο παππούς και η γιαγιά του για τη χαμένη πατρίδα στην Καλλίπολη και για την άλλη, την Ελλάδα, που «δεν βρήκε ένα χωριό για να τους στεγάσει». Η Ελλάδα επισήμως αναγνωρίζει την ύπαρξη των ομογενών στο Πέχτσεβο. Την περίοδο που η σημερινή υφυπουργός Εξωτερικών κυρία Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου ήταν επικεφαλής του Ελληνικού Γραφείου Συνδέσμου στα Σκόπια (2007-2012) είχε επισκεφθεί το Πέχτσεβο και διατηρούσε επαφές με τους ομογενείς. Την ίδια περίοδο λειτουργούσε και φροντιστήριο ελληνικών. Κάτι που δεν συμβαίνει πλέον. «Παλαιότερα η πρεσβεία στα Σκόπια μάς έστελνε κάθε εβδομάδα δάσκαλο ελληνικής γλώσσας. Είναι σημαντικό για εμάς, γιατί πολλοί θέλουν να μάθουν ελληνικά», μας λέει η κυρία Φρόσω Καρακουτόβσκα, τονίζοντας ότι πρόσφατα ζητήθηκε εκ νέου η αρωγή της ελληνικής διπλωματικής Αρχής.

 


 Οι Έλληνες του Πέχτσεβο φυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που έφεραν από την Ανατολική Θράκη οι πρόγονοί τους


«Θέλουμε ελληνικές ταυτότητες»

Για τους ομογενείς στο Πέχτσεβο, το πλέον σημαντικό ζήτημα που θέτουν είναι η απόδοση ελληνικής ιθαγένειας. Θέμα που έχει σχέση με την αναγνώριση της εθνικής καταγωγής τους. «Δεν θέλουμε ταυτότητες για να πάμε στην Ευρώπη για δουλειά. Θέλουμε ταυτότητες γιατί είμαστε Έλληνες. Ο πατέρας μου ήθελε να πάρει ταυτότητα και να πεθάνει ως Έλληνας και όχι ως “Μακεδόνας”», μας λέει ο πρόεδρος του συλλόγου.Τα τελευταία χρόνια η επιθετική διπλωματία της Βουλγαρίας στα Σκόπια έχει ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν 100.000 πολίτες τη βουλγαρική ιθαγένεια. Αυτό οφείλεται κυρίως στην επιθυμία απόκτησης βουλγαρικού διαβατηρίου, προκειμένου να μπορούν να εργαστούν σε χώρες της Ευρώπης, και όχι σε κάποια «φιλοβουλγαρική» συνείδηση. Ανάμεσα σε αυτούς, βουλγαρικό διαβατήριο απέκτησαν και πολλοί ομογενείς του Πέχτσεβο. «Πολλοί από εμάς, βλέποντας πως δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον από την Ελλάδα, στράφηκαν στη Βουλγαρία για διαβατήρια. Οι περισσότεροι ξεκίνησαν μια νέα ζωή σε χώρες της Ευρώπης όχι ως Έλληνες, αλλά ως Βούλγαροι», μας λέει η κυρία Καρακουτόβσκα, εκφράζοντας παράπονο για την απουσία της Ελλάδας.

 

«Πέρασαν 100 χρόνια από τότε που ήρθαν οι γονείς μας στα χώματα αυτά. Πεθάνανε με την ελπίδα πως θα γυρίσουν μόνιμα στην Ελλάδα», λέει με τη σειρά του ο κ. Μανόλης Στεφανόβσκι (Στεφανίδης) τονίζοντας: «Δεν θέλω διαβατήριο για να πάω στην Ευρώπη. Το θέλω για να πω με καμάρι ‘‘είμαι Έλληνας’’».

 

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει αποδώσει ιθαγένεια σε πολλούς ομογενείς στα Σκόπια, κυρίως στην περιοχή του Μοναστηρίου, όπου παραμένουν σημαντικές εστίες της πάλαι ποτέ ισχυρής ελληνικής κοινότητας της πόλης.

 

 

 

 


21 Μαρτίου, 2023

Η Μακεδονία και η αδέκαστη Ιστορία

Συνέντευξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,24.11.1977

 

 

του Μανόλη Ανδρόνικου

 

 Αντιμετωπίζοντας κάποιο σύγχρονο ιστορικό γεγονός με αμηχανία και μη θέλοντας να ριψοκινδυνεύσουμε την κρίση μας καταφεύγουμε στην τυπική έκφραση: αυτό θα το κρίνει η αδέκαστη Ιστορία. Τι σημαίνει μια τέτοια έκφραση δεν το θεωρούμε απαραίτητο να το διευκρινίσου­με, ωσάν να είναι κάτι αυτονόητο. Ίσως και εμείς που την διατυπώνουμε και οι άλλοι που μας ακούν ή μας διαβάζουν να έχουμε στον νου μας πως αυτό που ονομάζουμε Ιστορία -με κεφαλαίο το γιώτα-  αποτελεί μιαν υπέρτατη, μεταφυσική σχεδόν, έννοια που κατορθώνει να κρίνει αλάθητα και αμερόληπτα όσα οι άνθρωποι, είτε ως άτομα είτε ως κοινωνικά σύνολα, έπραξαν σε μια περασμένη εποχή.

Ξέρουμε βέβαια πως ό,τι αποκαλούμε Ιστορία, ως καταγραφή και αξιολόγηση περασμένων γεγονότων, αποτελεί και αυτή ανθρώπινο δημιούργημα, αφού άνθρωποι είναι εκείνοι που την γράφουν και μας την παραδίδουν. Ώστε από μιαν άποψη και η Ιστορία είναι και αυτή ένα ακόμη ανθρώπινο γεγονός, το οποίο επομένως κάποτε θα ενταχθεί με τη σειρά του στην ανθρώπινη Ιστορία, η οποία και θα το κρίνει και θα το αξιολογήσει. Όμως αυτό σημαίνει πως ό,τι ονομάζουμε Ιστορία δεν μπορεί να έχει μια μεταφυσική έννοια που βρίσκεται πέραν και υπεράνω της ανθρώπινης κρίσης, άρα υπόκειται στις αδυναμίες της και τη σχετικότητα της. Ωστόσο πιστεύουμε πως, όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα, οι ιστορικοί και η Ιστορία την οποία συνθέτουν γίνονται περισσότερο αντικειμενικοί και αδέκαστοι, αφού δεν υπάρχουν πια οι παράγοντες εκείνοι που θα μπορούσαν να τους επηρεάσουν άμεσα στην κρίση τους.

Ίσως θυμούνται κάποιοι αναγνώστες την απορία του Αμλέτου την ώρα που παρακολουθεί τη θεατρική παράσταση που γίνεται μέσα στο παλάτι: Τι σχέση, αναρωτιέται, μπορεί να έχει αυτός (ο ηθοποιός που παίζει τον ρόλο) με την Εκάβη ή η Εκάβη μ’ αυτόν, ώστε να παθαίνεται έτσι γι’ αυτήν; Τι σχέση μπορεί να έχουν οι «Τρωάδες», θα προσθέταμε εμείς, με τον σύγχρονο κόσμο, ώστε από το 1915 και ύστερα, προπάντων ύστερα από το 1945, να παίζονται στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, ακόμη και στο Τόκιο και στο Λος Άντζελες; Κι ακόμα, ποια η σχέση ενός σύγχρονου Ευρωπαίου θεατή με τους «Πέρσες» του Αισχύλου, που ιστορούν ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός της αθηναϊκής ιστορίας που έγινε  πριν από 2.500 χρόνια;

Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: στα πρόσωπα και στα δρώμενα της τραγωδίας ο σύγχρονος άνθρωπος προβάλλει το δικό του πρόσωπο και τα σχετίζει με τα δρώμενα της σύγχρονης, της δικής του, ιστορικής ζωής. Έτσι μετέχει σ’ αυτά και παύει να τα αντιμετωπίζει με το αποστασιοποιημένο και αντικειμενικό μάτι του ιστορικού παρατηρητή. Όμως αυτό γίνεται γιατί οι τραγικοί ποιητές επιδιώκουν και κατορθώνουν να επιτύχουν αυτή τη μέθεξη με την ποιητική και τραγική μετάπλαση των προσώπων και της δράσης των, που μετατρέπονται σε σύμβολα που υπερβαίνουν τα χρονικά όρια της ιστορικής στιγμής που τα δημιούργησε.

Αντίθετα, πιστεύουμε, ο ιστορικός κατορθώνει να υπερβεί τις προσωπικές του αντιδράσεις, την οποιαδήποτε μέθεξη, την προβολή των συγχρόνων του αντιλήψεων και με ψυχρή και αντικειμενική κρίση, με την επιστημονική αμεροληψία και ευσυνειδησία, να καταγράψει και να αξιολογήσει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Και, το επαναλαμβάνω, πιστεύουμε πως όσο πιο μακριά από τα γεγονότα βρίσκεται, τόσο πιο αντικειμενικός και αμερόληπτος είναι ή μπορεί να είναι.

Θα μπορούσε όμως και θα έπρεπε να αναρωτηθού­με αν μια τέτοια αντίληψη είναι ορθή ή μήπως αποτελεί ένα ακόμη πλάσμα που απεικόνιζα τις προθέσεις μας να πιστέψουμε στις δυνατότητες του ορθού λογού, της επιστήμης, να υπερβούμε τις αδυναμίες του υποκειμένου μας και να σταθούμε έτσι σ’ ένα επίπεδο όπου μπορούμε να δούμε ό,τι αποκαλούμε αλήθεια, με την κυριολεκτική και συνάμα υπερβατική έννοια του όρου;

Την απάντηση στο ερώτημα μπορεί να την δώσει η παρακολούθηση της ιστορίας της ιστοριογραφίας, αν εξετάσουμε τη στάση και την κρίση των ιστορικών από εποχή σε εποχή για το ίδιο ιστορικό γεγονός ή ακόμη και την κρίση δύο σύγχρονων ιστορικών για τα ίδια γεγονότα. Μια τέτοια εξέταση επιχείρησε με πολλή επιτυχία, νομίζω, ο Martin Bernal στον πρώτο τόμο του βιβλίου του «Μαύρη Αθηνά» (Λονδίνο 1987), όπου παρακολουθεί τις μεταβολές που υπάρχουν στην εκτίμηση των ιστορικών της αρχαίας Ελλάδας, και της Ανατολικής Μεσογείου, από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας. Όχι μονάχα οι ιστορικοί της κάθε εποχής είναι επηρεασμένοι από τις σύγχρονες τους ιστορικές συγκυρίες, τα ιδεολογικά ρεύματα και τα πολιτικά γεγονότα, αλλά και ιστορικοί που ζουν την ίδια εποχή, επηρεασμένοι από τις εθνικές τους προκαταλήψεις, αντικρίζουν και κρίνουν εντελώς διαφορετικά ιστορικά γεγονότα του αρχαίου κόσμου, που θα πίστευε κανείς πως δεν τους αφορούν σε τίποτα. Είναι χαρακτηριστική η στάση του γάλλου ιστορικού J. Michelet απέναντι στους Φοίνικες, τους οποίους βλέπει ως μακρινούς προγόνους των Άγγλων εμπόρων, για τους οποίους δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια.

Για να περιοριστούμε στη δική μας Ιστορία, θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη στάση των σύγχρονων ιστορικών απέναντι στον Δημοσθένη. Όλοι οι Γερμανοί ιστορικοί, προπάντων του περασμένου αιώνα, τον καταδικάζουν, γιατί δεν κατάλαβε, λένε, την ιστορική πραγματικότητα και πολέμησε ουτοπικά τη νέα ιστορική δύναμη που γεννιόταν τότε και που θα δημιουργούσε τον νέο κόσμο. Αντίθετα οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, θρεμμένοι με την ιδέα της Δημοκρατίας έβλεπαν στον Αθηναίο ρήτορα τον αγωνιστή των αρχών της ελευθερίας απέναντι σ’ έναν μονάρχη που τις απειλούσε.

Είναι λοιπόν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να φτάσουμε σε μιαν ιστορική εκτίμηση αδέκαστη, ακόμη και στην περίπτωση των πιο απομακρυσμένων γεγονότων, ακόμη και αν δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στον ιστορικό και σ’ αυτά. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα, που επιβεβαίωνε την ορθότητα της άποψης αυτής, μας το προσφέρουν δύο ιστορικά έργα που μόλις κυκλοφόρησαν. Πρόκειται για δύο ιστορίες της Μακεδονίας, γραμμένες από έγκυρους ιστορικούς.

Η πρώτη έχει τίτλο «In the Shadow of Olympus. The Emergence of Macedon», Princeton 1990, και συγγραφέας της είναι ο Eugene Ν. Borza, καθηγητής στο Pensylvania State University. Η δεύτερη έχει τίτλο “The Miracle that was Macedonia”, London 1991, και είναι γραμμένη από τον γνωστό άγγλο ιστορικό N.G.L. Hammond, συγγραφέα του μνημειώδους τρίτομου έργου «Α History of Macedonia”.

Ο αναγνώστης του έργου του Ε. Borza αιφνιδιάζεται όταν στο πρώτο κεφάλαιο, που έχει ως θέμα την ιστορία της μακεδονικής ιστοριογραφίας, συναντά ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «Μακεδονικές Σπουδές και το “Μακεδονικό Ζήτημα”», όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στη σύγχρονη ιστορία της Μακεδονίας, στην Απελευθέρωση της, στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδος και στις διεκδικήσεις των γειτόνων μας, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.'Οτι  αυτό το εμβόλιμο υποκεφάλαιο δεν έχει σχέση ούτε με την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας (που είναι το θέμα του βιβλίου), αλλά ούτε και με την ιστορία της ιστοριογραφίας της Μακεδονίας είναι πρόδηλο (αργότερα θα εκπλαγεί ο αναγνώστης με την πληροφορία του συγγραφέα για το ενδιαφέρον του Κ. Καραμανλή για τις έρευνες στη Μακεδονία).

Βέβαια ο Borza είναι σοβαρός ιστορικός και ξέρει να τεκμηριώνει τις απόψεις του διατηρώντας μια κριτική στάση, ώστε να πείθει τον αναγνώστη ότι επιδιώκει και φτάνει στην ιστορική αντικειμενικότητα. Έτσι κλείνοντας το κεφάλαιο 4, που έχει τίτλο «Ποιοι ήταν οι Μακεδόνες;», γράφει: «Είναι καλύτερα να αποφεύγουμε ως εθνικό πρόβλημα την ερώτηση, αφού οι σύγχρονες κυρίως απηχήσεις (overtones) τείνουν να συσκοτίσουν το γεγονός ότι δεν έχει πραγματικά πολύ μεγάλη σημασία. 'Οτι μπορεί να ήταν ή να μην ήταν Έλληνες στο σύνολο ή σ’ ένα μέρος τους… δεν είναι καίριο για την κατανόηση της ιστορίας τους…Η αποδοχή (από τους Μακεδόνες) κάποιων απόψεων του Ελληνισμού για μακρό χρονικό διάστημα είναι πω σημαντικό από τη γενετική δομή είτε του μακεδoνικού πληθυσμού γενικά είτε της βασιλικής οικογένειας ειδικότερα».

Αυτή η τάχα νηφάλια διατύπωση έρχεται σε αντίθεση με την επίμονη προσπάθεια του να απορρίψει κάθε πηγή που βεβαιώνει την ελληνικότητα των Μακεδόνων ή έστω του βασιλικού οίκου των Μακεδόνων, που απερίφραστα μαρτυρούν ο Ηρόδοτος και ο Ησίοδος. Και όταν είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την αδιάψευστη μαρτυρία των επιγραφών της Βεργίνας, που βεβαιώνουν πως από τα τέλη τουλάχιστον του 5ου αιώνα οι Μακεδόνες έχουν ελληνικά ονόματα γράφει σε υποσημείωση: «Το επιχείρημα (του Ανδρόνικου) είναι αρκετά αληθινό μέχρι το σημείο αυτό. Δεν υπολογίζει ότι ο εξελληνισμός. των Μακεδόνων μπορεί να έγινε ενωρίτερα από την εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και επομένως δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να αποδείξει ότι οι Μακεδόνες ήταν μια ελληνική φυλή».

Για το ίδιο αυτό θέμα o N.G.L Hammond γράφει ότι οι στήλες της Βεργίνας αποδείχνουν αναμφίβολα την ελληνικότητα των Μακεδόνων, γιατί ο Άγγλος ιστορικός ούτε τη μαρτυρία του Ησίοδου ότι ο μυθικός πρόγονος των Μακεδόνων, ο Μακεδών, ήταν γιος του Δία και της Θυίας, της κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα, και αδελφός του Μάγνητα, ούτε τις μαρτυρίες του Ηροδότου για το «δωρικόν και μακεδνόν έθνος» και για την καταγωγή του βασιλικού οίκου των Μακεδόνων από το  Άργος, που επιβεβαίωσαν οι «ελλανόδικοι» της Ολυμπίας, παραγνωρίζει. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Ν.G.L. Hammond στην «Ιστορία της Ελλάδος» που δημοσίευσε το 1959 δεν ήταν τόσο κατηγορηματικός για το θέμα της εθνικότητας των Μακεδόνων, μολονότι ποτέ δεν έφτανε σε συμπεράσματα σαν αυτά του Ε. Borza. Όμως η συστηματική έρευνα τόσο των γραπτών πηγών όσο και των αρχαιολογικών ευρημάτων τον οδήγησαν στις πρόσφατες απόψεις του.

 Ως επιστήμων και όχι ως Έλληνας, έχοντας ασχοληθεί σε ολόκληρη τη ζωή μου με την έρευνα της κοιτίδας των Μακεδόνων, των αρχαίων Αιγών, δεν έχω καμιάν αμφιβολία για την ορθότητα των απόψεων του Hammond. Και για να την ενισχύσω ακόμα περισσότερο μπορώ να προσθέσω πως αυτή τη στιγμή διαθέτουμε ένα πρόσφατο εύρημα από τη Βεργίνα. 

Επιγραφή του 500 π.Χ. με το ελληνικό όνομα Πεπερίας, χαραγμένο με ωραία ελληνικά γράμματα σε ασημένια φιάλη. Και ελπίζω πως και άλλα επιγραφικά ευρήματα θα επιβεβαιώσουν σύντομα αυτό που τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήμα­τα μας δείχνουν ως τώρα.

 

Το Βήμα,25.08.1991


 

20 Μαρτίου, 2023

Η μακεδονική γη αποκαλύπτει τα μυστικά της

Ανεκαλύφθησαν μοναδικής ομορφιάς τοιχογραφίες που δίνουν μίαν ιδέαν της αρχαίας ζωγραφικής


 

Της κ. Αθηνάς Γ. Καλογεροπούλου

Ελευθερία,14 Δεκεμβρίου 1958

Η ζωγραφική των αρχαίων ένας μεγάλος τομεύς τέχνης, που τόσο θα λαχταρούσε η ψυχή μας να τον γνωρίσει, ύστερα απ’όσα στοιχεία της ξέρουμε μ’ότι έχει έρθει ως τώρα στην επιφάνεια είναι για πάντα χαμένη. Αφανίστηκαν τα μεγάλα σπίτια, οι Πινακοθήκες, τα δημόσια κτίρια από τις ατέλειωτες συμφορές , φυσικές και πολεμικές, που γνώρισε ο τόπος, κι ο χρόνος με το σίγουρο και ανελέητο βήμα του αποτέλειωσε την καταστροφή. Κι αν θαυμάζουμε  τόσο την τέχνη των κλασσικών χρόνων και αδιόρθωτοι και παθιασμένοι νοσταλγοί της ψάχνουμε τα μηδαμινότερα χνάρια για να την ξαναστήσουμε, έστω θαμπά και αχνά μπροστά μας, και να την χαρούμε, μας τρώει πάντα η λύπη πως στο πεδίο της μεγάλης ζωγραφικής , οι γνώσεις μας μόνο έμμεσα θα φωτιστούν και από πολύ μακριά θα πάρουμε μιαν αδιόρατην ιδέα ενός κλάδου τόσο σημαντικού για την ολοκληρωμένη γνωριμία της τέχνης μιας τόσο μεγάλης εποχής.

Άφθονοι μάρτυρες της το θαυμαστό πλήθος των αρχαίων αγγείων, – που πάντως δεν είναι η μεγάλη ζωγραφική. Κι όμως οι τόσο απίστευτα τέλειες γραμμές του σχεδίου στις αγγειογραφίες κι η ασύγκριτη πνευματικότητα και χάρη μερικών μορφών,- που η έρευνα έχει αποδώσει σε φημισμένους καλλιτέχνες- αυτά ίσως είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός και το σπουδαιότερο κίνητρο, για τις πιο απελπισμένες προσπάθειες να πλησιάσουμε από κοντά και να «δούμε» με τα μάτια μας το μεγαλείο, να χαρούμε την μοναδικήν απόλαυση που θα μπορούσε να χαρίσει ένα έργο ζωγραφικό, κλασσικό, σε μεγάλη κλίμακα καμωμένο, με τα χρώματα του στη θέση τους, με τα σχέδια, τη σύνθεση κι όλες γενικά τις τεχνικές λεπτομέρειες που το συνιστούν κι αποτελούν τη μοναδικότητά του, που κλείνουν την τελειότητά του.

Λίγες ξύλινες πινακίδες οι παραστάσεις σε ελάχιστα μεγάλα αγγεία μας πλησιάζουν κάπως στο πρόβλημα. Κι από κει κι ύστερα, πολύ μεταγενέστερες  τοιχογραφίες , καμωμένες σε νεότερες εποχές , που αγάπησαν ίσως το αρχαίο πνεύμα και την δημιουργία του, το μιμήθηκαν, αλλά που είχαν χάσει την πνευματικότητα την απαραίτητη, για να το πλησιάσουν και να το αποδώσουν σωστά.

Εξ’ άλλου, το έργο της τέχνης καθρεφτίζει τόσο αναντικατάστατα την εποχή του , ώστε θα ‘ ταν μάταιος κόπος  και περιττή κάθε προσπάθεια να πιάσει κανείς το όραμα της κλασσικής ζωγραφικής σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Αποδίδουν  αυτοί το περίγραμμα, την γενική γραμμή, το σχέδιο ίσως, αλλά το στοιχείο που έκανε το αρχαίο έργο να μιλάει είναι παντοτινά χαμένο. Τίποτα δεν μπορεί να το ξαναπλάσει, όταν η εποχή του έχει πια περάσει κι έχει σβήσει το πνεύμα που θέρμαινε  τον πολιτισμό της. Έτσι μόν’ ένας μακρινός αντίλαλος της μεγάλης ζωγραφικής  των αρχαίων είναι οι τοιχογραφίες  της Πομπηίας και άλλων τόπων.

Όμως, ο επιστήμονας ποτέ δεν απελπίζεται. Πάντα ζει με την προσδοκία και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιες πεποιθήσεις, τόσο ευγενικές και ανώτερες , έρχονται στιγμές που η ζωή απροσδόκητα τελείως και χωρίς καμιά προετοιμασία, τις ικανοποιεί. Αυτή , εξάλλου είναι η μεγάλη χάρη της επιστήμης. Η ανταμοιβή μιας πολύχρονης, επώδυνης πολλές φορές και ακούραστης προσπάθειας, με την ανακάλυψη του αγνώστου, αυτού που περίμενε κανείς υπομονετικά να βρει, χωρίς, όταν κάποτε ξεκίνησε, να μπορεί να το συλλάβει.

Η θαυμάσια μακεδονική γη, η πλούσια και ανεξάντλητη, εκτός από τις άπειρες ποικιλίες που έχει να παρουσιάσει στον ταξιδιώτη, όταν την επισκέπτεται για πρώτη φορά, τον κάνει άθελα του να προσέξει, σε πολλές περιοχές της μερικά παράξενα τεχνητά χωματένια λοφάκια, που οι ντόπιοι τα λένε τούμπες, και που ξεπετιούνται άξαφνα πλάι στις δημοσιές ή περ’ απ’ αυτές, δημιουργώντας την απορία σ’ όποιον δεν ξέρει, για τι ακριβώς πρόκειται. Είναι θαυμάσιες τούφες, όταν είναι φυτεμένες, που σπάζουν την μονοτονία της πεδιάδας. Τις περισσότερες φορές, κάτω τους, έχει θαφτεί ένας αξιόλογος άνθρωπος σ’ έναν τάφο ιδιόρρυθμο, που το σχήμα και η μορφή του, παρ’ όλο που έχει βρεθεί και σ’ άλλους ελληνικούς τόπους (την Καλιδώνα, την Ερέτρια κ.α.) ή χώρους της Μικράς Ασίας ή και την Αλεξάνδρεια, φαίνεται πως ξεκίνησε από την Μακεδονία και γι’ αυτό στην αρχαιολογία είναι γνωστός αυτός ο τύπος ως τάφος «μακεδονικός».

Πρόκειται για υπόγεια μνημεία που ξεκινούν από μια παράξενη αντίληψη. Ο νεκρός θάβεται σ’ ένα κτίριο, φροντισμένο από κάθε άποψη, οικοδομημένο με προσοχή, διακοσμημένο στην εντέλεια, που χανόταν όμως για τους ανθρώπους , μαζί με τον νεκρό που έφευγε από την ζωή. Θαβόταν μαζί του, κανείς πια δεν το έβλεπε, και ο τάφος «ιερό κεκμηκότων» για την αρχαία αντίληψη, αν θα πρόσφερε πια κάποιαν αισθητική απόλαυση, θα’ ταν μόνο για τον νεκρό ή τους νεκρούς που έκλεινε μέσα του. Από πάνω από αυτά τα οικοδομήματα σώριαζαν χώματα πολλά, σχηματίζοντας ένα «τύμβο», κι από εκεί προέρχεται και η σημερινή λέξη στο στόμα των ντόπιων η «τούμπα».

Οι μακεδονικοί τάφοι έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, γιατί στις λεπτομέρειες και στην διάταξη παρουσιάζουν αρκετές ιδιομορφίες. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για κτίρια τυμβόχωστα με ένα ή δύο δωμάτια ( προθάλαμο και κυρίως θάλαμο). Μέσα έχουν ένα μαρμάρινο θρόνο, μεγαλόπρεπο και  με πλούσια ζωγραφική και γλυπτική διακόσμηση. Σε μιαν άκρη του νεκρικού θαλάμου υπάρχει η «κλίνη», μαρμαρένια ή χτιστή.

Εκεί απάνω απόθεταν τους νεκρούς με τα «κτερίσματα» τους. Ο τάφος εσωτερικά έχει πλουσιότατη διακόσμηση, ζωγραφική και γλυπτική. Θαυμάσια υποδείγματα τέτοιων μεγάλων τάφων υπάρχουν στη Μακεδονία, στην περιοχή πίσω από τη Βέροια. Ο ένας τέλεια δημοσιευμένος, από τον καθηγητή και ακαδημαϊκό κ. Κ.Ρωμαίο, βρίσκεται στη Βεργίνα. Ο άλλος, εύρημα του εφόρου Μακεδονίας κ. Μακαρόνα, σκάφτηκε από τον έφορο αρχαιοτήτων κ. Φ. Πέτσα και βρίσκεται στα Λευκάδια, κοντά στη Νάουσα. Και οι δύο αυτοί τάφοι είναι μνημειώδη λαμπρά κτίρια από τα πιο αντιπροσωπευτικά του τύπου των μακεδονικών τάφων. Η πρόσοψη των κτιρίων αυτών, μοιάζει με πρόσοψη ναού, με όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες φροντισμένες. Απλώς, επειδή δεν υπήρχε τεχνική ανάγκη πρωστώου, τους κίονες του ναού έχουν αντικαταστήσει με ημικιόνια.

Ακόμη, εφ ‘ όσον ποτέ το κτίριο δεν θα ήταν ανάγκη να φανεί προς τα έξω στο φως, λείπει το κρηπίδωμα, η βάση όπου στέκεται ο αρχαίος ναός, που τόσο απαραίτητη ήταν για την εμφάνιση ενός κτιρίου.

Η στέγη σ’αυτούς τους τάφους είναι καμάρα. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που έχουν επίπεδη τη στέγη του θαλάμου ή του προθαλάμου. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αυτών των τυμβόχωστων κτιρίων ήταν ντόπιος πορόλιθος, που τον άλειφαν με επίχρισμα, σε δύο στρώσεις- τη μια με παχύτερο, και την τελευταία με λεπτότερο κονίαμα. Σ’ αυτή την επιφάνεια ζωγράφιζαν διάφορες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Στον μεγάλο τάφο στα Λευκάδια έχουν σωθεί και τοιχογραφίες, που είναι σπουδαιότατες για τη γνώση της αρχαίας ζωγραφικής, γιατί είναι πρωτότυπα παραδείγματα,μοναδικά της ζωγραφικής των αρχαίων Ελλήνων.

Μάρμαρο χρησιμοποιούσαν για την πρόσοψη του τάφου και μέσα στον θάλαμο, για τον θρόνο και την κλίνη. Επίσης, οι πόρτες, τόσο του προθαλάμου, όσο και του θαλάμου, είναι μαρμάρινες, πολύ βαριές μάλιστα. Εξαιρετικό παράδειγμα είναι οι μνημειώδεις διπλές θύρες του μακεδονικού τάφου της Βεργίνας.Σε πολλούς τάφους αυτού του τύπου έχει καταστραφεί η χωμάτινη διακόσμηση ή σε άλλους ήταν τελείως υποτυπώδης- όταν είναι μικρά κτίρια. Εκεί όμως, που υπάρχει , πραγματικά προσφέρει αφάνταστα και μας δίνει τα νήματα για να φωτιστούμε την αρχαία μεγάλη ζωγραφική.

Τη χρωματική τους διακόσμηση την διατήρησαν,-και αποκαλύφθηκε θαυμάσια στα μάτια μας,-οι δυο μεγάλοι τάφοι που αναφέραμε παραπάνω: της Βεργίνας και των Λευκαδίων. Στη θαυμάσια έκδοση του κ. Ρωμαίου μπορεί κανείς, εκτός από την γεμάτη σοφή παρατηρητικότητα και ευαισθησία, ανάλυση και τοποθέτηση του έργου, να χαρεί τους χρωματιστούς πίνακες που παραθέτει. Τον τάφο των Λευκαδίων, που είναι ο μεγαλύτερος κι ο μνημειωδέστερος- έχει διώροφη πρόσοψη πολύ περιποιημένη και το σπουδαιότερο διατήρησε τέσσαρες μεγάλες τοιχογραφίες- δεν έχει ακόμα γίνει η τελική δημοσίευση. Απλώς, ο κ.Φ.Πέτσας είχε την καλοσύνη για χάρη των αναγνωστών μας, να μας παραχωρήσει την άδεια να δημοσιεύσουμε στοιχεία και μερικά σχέδια ύστερ’ από την ομιλία που έκαμε στο 7ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιολογίας στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο εφέτος, με θέμα τους Μακεδονικούς τάφους.( Γι’ αυτή την άδεια, πολύ τον ευχαριστούμε).

Παρουσίασε, τότε, σε εικόνες πέντε νέους Μακεδονικούς τάφους που σκάφτηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή των Λευκαδίων .Αφού ανέλυσε τα κοινά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, έδωσε σε ωραιότατες χρωματικές προβολές στοιχεία από τη ζωγραφική διακόσμηση των τάφων, – κυρίως του μεγάλου των Λευκαδίων- που κίνησε εξαιρετικά το ενδιαφέρον πολλών ξένων αρχαιολόγων που μελετούν όμοιους τάφους στην Αλεξάνδρεια ή έχουν θέμα έρευνας τους τη αρχαία ζωγραφική της Πομπηίας και άλλων τόπων γιατί με την εύρεση αυτών των τοιχογραφιών κυρίως, αποκτούμε μια καλή ιδέα της μεγάλης ζωγραφικής στην ελληνιστική περίοδο, την εποχή δηλαδή που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Κάποιος παλαίμαχος στρατηγός, εξάλλου της κοσμογονικής εκείνης εκστρατείας, φαίνεται πως είχε θαφτεί στα Λευκάδια, με τα στοιχεία που μπορούν να δώσουν για τη χρονολόγηση του, επιγραφές που υπάρχουν πλάι στις 4 μορφές που αποκαλύφθηκαν στην πρόσοψη του τάφου και που δείχνουν την ταυτότητα τους. Πρόκειται για τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό, δυο από τους Κριτές του Άδη, που δέχονται τον νεκρό οδηγημένο ως αυτούς από τον «ψυχοπομπό» Ερμή.

Είναι πολλοί οι άσκαφτοι μακεδονικοί τάφοι. Είναι πλήθος ίσως όσα δεν ξέρουμε ακόμα, σ’αυτή την τόσο λίγο εξερευνημένη περιοχή της ελληνικής γης. Ποιος ξέρει, λοιπόν, τι εκπλήξεις, τι συγκινήσεις, μπορεί να δώσουν μελλοντικές έρευνες;

 

 


 


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...