Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Οκτωβρίου, 2023

Ακρόπολη Αθηνών - Acropolis of Athens

 



Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, το ''χρυσό αιώνα'' του Περικλή.

 

Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως ''κυκλώπειο'', σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.

 

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.

 

Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία. Ο βράχος της Ακρόπολης αποτελούσε το φρούριο της πόλης. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Το 1687, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή στα μνημεία σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.

 

Μετά την απελευθέρωση, τα μνημεία της Ακρόπολης τέθηκαν υπό τη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

Συντάκτης

Ιωάννα Βενιέρη, αρχαιολόγος



The greatest and finest sanctuary of ancient Athens, dedicated primarily to its patron, the goddess Athena, dominates the centre of the modern city from the rocky crag known as the Acropolis. The most celebrated myths of ancient Athens, its greatest religious festivals, earliest cults and several decisive events in the city's history are all connected to this sacred precinct. The monuments of the Acropolis stand in harmony with their natural setting. These unique masterpieces of ancient architecture combine different orders and styles of Classical art in a most innovative manner and have influenced art and culture for many centuries. The Acropolis of the fifth century BC is the most accurate reflection of the splendour, power and wealth of Athens at its greatest peak, the golden age of Perikles.

 

Pottery sherds of the Neolithic period (4000/3500-3000 BC) and, from near the Erechtheion, of the Early and Middle Bronze Age, show that the hill was inhabited from a very early period. A fortification wall was built around it in the thirteenth century BC and the citadel became the centre of a Mycenaean kingdom. This early fortification is partially preserved among the later monuments and its history can be traced fairly accurately. The Acropolis became a sacred precinct in the eighth century BC with the establishment of the cult of Athena Polias, whose temple stood at the northeast side of the hill. The sanctuary flourished under Peisistratos in the mid-sixth century BC, when the Panathinaia, the city's greatest religious festival, was established and the first monumental buildings of the Acropolis erected, among them the so-called “Old temple” and the Hekatompedos, the predecessor of the Parthenon, both dedicated to Athena. The shrine of Artemis Brauronia and the first monumental propylon also date to this period. Numerous opulent votive offerings, such as marble korai and horsemen, bronze and terracotta statuettes, were dedicated to the sanctuary. Several of these bear inscriptions that show the great importance of Athena's cult in the Archaic period. After the Athenians defeated the Persians at Marathon, in 490 BC, they began building a very large temple, the so-called Pre-Parthenon. This temple was still unfinished when the Persians invaded Attica in 480 BC, pillaged the Acropolis and set fire to its monuments. The Athenians buried the surviving sculptures and votive offerings inside natural cavities of the sacred rock, thus forming artificial terraces, and fortified the Acropolis with two new walls, the wall of Themistokles along the northern side and that of Kimon on the south. Several architectural elements of the ruined temples were incorporated in the northern wall and are still visible today.

 

In the mid-fifth century BC, when the Acropolis became the seat of the Athenian League and Athens was the greatest cultural centre of its time, Perikles initiated an ambitious building project which lasted the entire second half of the fifth century BC. Athenians and foreigners alike worked on this project, receiving a salary of one drachma a day. The most important buildings visible on the Acropolis today - that is, the Parthenon, the Propylaia, the Erechtheion and the temple of Athena Nike, were erected during this period under the supervision of the greatest architects, sculptors and artists of their time. The temples on the north side of the Acropolis housed primarily the earlier Athenian cults and those of the Olympian gods, while the southern part of the Acropolis was dedicated to the cult of Athena in her many qualities: as Polias (patron of the city), Parthenos, Pallas, Promachos (goddess of war), Ergane (goddess of manual labour) and Nike (Victory). After the end of the Peloponnesian war in 404 BC and until the first century BC no other important buildings were erected on the Acropolis. In 27 BC a small temple dedicated to Augustus and Rome was built east of the Parthenon. In Roman times, although other Greek sanctuaries were pillaged and damaged, the Acropolis retained its prestige and continued to attract the opulent votive offerings of the faithful. After the invasion of the Herulians in the third century AD, a new fortification wall was built, with two gates on the west side. One of these, the so-called Beul? Gate, named after the nineteenth century French archaeologist who investigated it, is preserved to this day.

 

In subsequent centuries the monuments of the Acropolis suffered from both natural causes and human intervention. After the establishment of Christianity and especially in the sixth century AD the temples were converted into Christian churches. The Parthenon was dedicated to Parthenos Maria (the Virgin Mary), was later re-named Panagia Athiniotissa (Virgin of Athens) and served as the city's cathedral in the eleventh century. The Erechtheion was dedicated to the Sotiras (Saviour) or the Panagia, the temple of Athena Nike became a chapel and the Propylaia an episcopal residence. The Acropolis became the fortress of the medieval city. Under Frankish occupation (1204-1456) the Propylaia were converted into a residence for the Frankish ruler and in the Ottoman period (1456-1833) into the Turkish garrison headquarters. The Venetians under F. Morozini besieged the Acropolis in 1687 and on September 26th bombarded and destroyed the Parthenon, which then served as a munitions store. Lord Elgin caused further serious damage in 1801-1802 by looting the sculptural decoration of the Parthenon, the temple of Athena Nike and the Erechtheion. The Acropolis was handed over to the Greeks in 1822, during the Greek War of Independence, and Odysseas Androutsos became its first Greek garrison commander.

 

After the liberation of Greece, the monuments of the Acropolis came under the care of the newly founded Greek state. Limited investigation took place in 1835 and 1837, while in 1885-1890 the site was systematically excavated under P. Kavvadias. In the early twentieth century N. Balanos headed the first large-scale restoration project. A Committee for the Conservation of the Monuments on the Acropolis was created in 1975 with the aim to plan and undertake large-scale conservation and restoration on the Acropolis. The project, conducted by the Service of Restoration of the Monuments of the Acropolis in collaboration with the First Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, is still in progress.

 

Author

Ioanna Venieri, archaeologist



22 Σεπτεμβρίου, 2023

Δωδώνη:Τα Μνημεία του Χώρου

 



 Ιερά Οικία

 

Η Ιερά Οικία, ο ναός του Δία, είναι ένα απλό, μικρό οικοδόμημα αλλά πολύ σημαντικό για το ιερό του Δία, καθώς περίκλειε την προφητική βελανιδιά. Πρόκειται για το κεντρικό τεράγωνο κτήριο Ε1 διαστάσεων 20,80 x 19,20 μ., το οποίο παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδομικές φάσεις και μία ή δύο τουλάχιστον προοικοδομικές. Ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., ο Ζευς της Δωδώνης δεν είχε ναό. Η λατρεία του τελούνταν στο ύπαιθρο και ο Θεός, κατά τρόπο σπάνιο, κατοικούσε (έναιε) "εν πυθμένι φηγού" (Ησίοδος), στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, που την περιστοίχιζε μια σειρά από χάλκινους τρίποδες με λέβητες. Γύρω του κατοικούσαν οι Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς του Δία, με γυμνά πόδια και κοιμώμενοι καταγής, για να έρχονται σε επαφή με τη Μητέρα Γη, απ' όπου αντλούσαν τις μυστηριακές δυνάμεις της μαντείας.

 

Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. χτίστηκε ένας απλός μικρός ναός, διαστάσεων 4 x 6,50 μ., με πρόναο και σηκό. Έτσι, στο ιερό του Δία, στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., υπήρχαν μόνον ένας μικρός ναός χωρίς κίονες και η ιερή βελανιδιά, που την περιέκλειναν κυκλικά χάλκινοι τρίποδες με λέβητες. Ο ναός δεν προοριζόταν για κατοικία του Θεού και για τη λατρεία, αλλά για στέγαση των αφιερωμάτων.



 

Κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. επήλθε κάποια σοβαρή μεταβολή στο ιερό. Ένας ευρύχωρος ισοδομικός περίβολος (13 x 11,80 μ.) με είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, που περιέκλεινε τη φηγό (την ιερή βελανιδιά) και ενώθηκε με την πρόσοψη του μικρού ναού, αντικατέστησε τον περίβολο με τους χάλκινους τρίποδες και τους λέβητες. Στη θέση των μαντικών λεβήτων τοποθετήθηκε το χαλκείον, ανάθημα των Κερκυραίων. Τη συσκευή αυτή αποτελούσαν δύο κιονίσκοι. Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε έβνα μαστίγιο με τρεις ουρές από χάλκινους αστραγάλους, ο άλλος ένα χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες, καθώς αιωρούνταν από τον άνεμο, χτυπούσαν στο λέβητα και παρήγαγαν έναν ήχο, με τη βοήθεια του οποίου οι μάντεις χρησμοδοτούσαν. Ο ήχος του λέβητα διαρκούσε πολύ, ώσπου να μετρήσει κανείς ως το τετρακόσια και όχι σπάνια ήταν αδιάκοπος, γιατί στη Δωδώνη οι άνεμοι είναι συχνοί. Για το λόγο τούτο παρέμεινε η παροιμιώδης φράση "Κερκυραίων μάστιξ", που σήμαινε το φλύαρο, όπως ο ήχος του χαλκείου. Μερικά κομμάτια από τα μαστίγια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ένα στο Μουσείο Ιωαννίνων.


 

Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπεριλάβει στο σχέδιο ανοικοδόμησης έξι ελληνικών ιερών και τη Δωδώνη, με το υπέρογκο ποσό των 1.500 ταλάντων (9.000.000 αρχαίες δραχμές). Όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε το έργο απραγματοποίητο. Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο βασιλιάς Πύρρος, που στην εύνοια του μαντείου έβλεπε ένα σπουδαίο ηθικό έρεισμα για τα πολιτικά του σχέδια. Ο παλαιός ισοδομικός περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο περίβολο με τρεις ιωνικές στοές στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Η υπαίθρια αυλή και η δρυς περιβλήθηκαν με ένα στωικό πλαίσιο με κατεύθυνση ανατολική. Η ανατολική πλευρά της αυλής έμενε ελεύθερη, χωρίς στοά, γιατί εκεί υψωνόταν η μαντική δρυς, η ιερή κατοικία του Δία και της Διώνης. Στη νότια πλευρά υπήρχε είσοδος, μεταξύ των δύο παραστάδων.

 

Στις στοές, θα φυλάσσονταν οι διάφορες συμφωνίες και τα ψηφίσματα των Ηπειρωτών, όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν αιφνίδια το ιερό (219 π.Χ.) και το πυρπόλησαν. Κατά τον Πολύβιο, οι Αιτωλοί δεν έκαψαν την Ιερά Οικία, αλλά την κατεδάφισαν, "για να μην υπάρχουν τα διάφορα σύμφωνα των Ηπειρωτών" που είχαν κατατεθεί εκεί.

 

Την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου ανταπέδωσαν οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, ύστερα από την αιφνιδιαστική κατάληψη του Θέρμου (218 π.Χ.). Από τα λάφυρα ο Φίλιππος ο Ε΄ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα ιερά. Ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε ένας μεγαλύτερος ναός, πρόστυλος ιωνικός, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη. Οι στοές ξαναχτίστηκαν. Το παλιό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τα θεμέλια του ελληνιστικού ναού. Έτσι, το οικοδόμημα απέκτησε μνημειακότητα και αυστηρή συμμετρία. Το όλο σχήμα του οικοδομήματος έμοιαζε με ένα αρχαίο ελληνικό σπίτι. Έτσι κατανοούμε για ποιό λόγο ο Πολύβιος το ονομάζει ιερά οικία. 


 Ναός της Διώνης στην Δωδώνη

 

Σημαντική θέση στο ιερό της Δωδώνης κατείχε η λατρεία της θεάς Διώνης, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητέρα της Αφροδίτης. Μαζί με τη Θέμιδα ονομάζονταν «νάιοι θέοι, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία». Ο αρχαιότερος ναός, που αφιερώθηκε στη Διώνη βρισκόταν κοντά στην Ιερή Οικία, προς τα βόρεια, στο κεντρικό τμήμα του ιερού. Κατασκευάσθηκε στο β΄ μισό του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.

 

Ο ναός είχε προσανατολισμό Α-Δ, σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και σε διαστάσεις (9,80 x 9,40 μ.) ήταν περίπου μισός από το γειτονικό ναό του Δία. Διέθετε σηκό και πρόναο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες από αμμόλιθο στην πρόσοψη, και η ανωδομή του ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίνθους. Στον ενδιάμεσο τοίχο, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται το λίθινο κατώφλι της εισόδου, που έκλεινε με δίφυλλη θύρα, πλάτους 1,20 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρούνται λείψανα ενός βάθρου, που θα χρησίμευε για το λατρευτικό άγαλμα της Διώνης, το λεγόμενο «έδος». Αυτό το σεβάσμιο «έδος» κοσμούσαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι, στέλνοντας θεωρία και πλούσια δώρα, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης.

 

Με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά το 219 π.Χ., κατασκευάσθηκε νέος ναός αφιερωμένος στη Διώνη, λίγο νοτιότερα, με αισθητή απόκλιση από το ναό του Δία. Ήταν ιωνικός πρόστυλος, τετράστυλος, με πρόναο και σηκό, συνολικών διαστάσεων 9,60 x 6,35 μ. Οι κίονές του ήταν κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο και εξωτερικά καλύπτονταν με λεπτό ασβεστοκονίαμα ή μαρμαροκονία, που έδινε στις επιφάνειες τη λευκότητα και τη λειότητα του μαρμάρου. Οι αναβαθμοί στην πρόσοψη ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο καλής ποιότητας, όμοιο με τους κίονες των παρόδων του θεάτρου. Στον τοίχο, που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό, διατηρείται το λίθινο κατώφλι με τα ίχνη της δίφυλλης θύρας, πλάτους 1,30 μ., ενώ στο βάθος του σηκού διατηρείται το βάθρο, όπου στεκόταν το άγαλμα της Διώνης.  


 

 

 Ναός της Θέμιδας στην Δωδώνη

Ο ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς του ιερού της Δωδώνης, που βρίσκονταν γύρω από την ιερή βελανιδιά του Δία, μαζί με την Ιερή Οικία και το ναό της Διώνης, ήταν αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία, κόρη του Ουρανού και της Γης. Η λατρεία της, που ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ήπειρο, φαίνεται ότι συνέχισε τη λατρεία της προϊστορικής Μεγάλης Θεάς και ιδιαίτερα στη Δωδώνη είναι ευνόητη, γιατί σχετίζεται με τη λατρεία της Γης. Η ταύτιση του ναού (κτήριο Ζ) έγινε με τη βοήθεια μιας μολύβδινης επιγραφής, που βρέθηκε στη στοά του βουλευτηρίου, και στην οποία αναφέρονται μαζί με το Δία, η Θέμις και η Διώνη ως «νάιοι θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία. Ήταν, επομένως, οι δύο θεές οι σπουδαιότερες μετά το Δία, πάρεδροι του θεού. Για τη χρονολόγηση του ναού, το μόνο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη, είναι η χρήση του μαλακού αμμόλιθου για τις παραστάδες του πρόναου, ενός υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στον αρχαίο ναό της Διώνης, στην Ιερή Οικία των χρόνων του Πύρρου και στη δωρική στοά του βουλευτηρίου. Πιθανότερα χρονολογείται στην περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (340-232 π.Χ.).

 

Ο ναός είχε προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και ήταν απλός στην κατασκευή του, με διαστάσεις 10,30 x 6,25 μ. Ήταν πρόστυλος με τέσσερις ιωνικούς κίονες, και διέθετε πρόναο και σηκό. Μπροστά από το ναό διατηρείται η θεμελίωση μεγάλου βωμού (διαστάσεων 4,20 x 3,30 μ.) και αμέσως ανατολικότερα ένα τετράγωνο βάθρο, όπου θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ανάθημα. Όπως δείχνουν τα λαξεύματα, οι ορθοστάτες περιέβαλλαν από τις τέσσερις πλευρές το βωμό, με είσοδο από το μέρος του ναού. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ήταν 2,60 x 1,80 μ. Προς τα νοτιοδυτικά του ναού υπάρχει ένα ακόμη μικρό τετράγωνο κτίσμα (κτήριο Η), το οποίο ωστόσο δεν έχει ταυτισθεί ακόμη, και παραμένει άγνωστη η σημασία του, καθώς και ο χρόνος κατασκευής του.


Ναός του Ηρακλή στην Δωδώνη 


Στο ανατολικό άκρο του ιερού του Δία στη Δωδώνη, περίπου 30 μ. δυτικά από την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, βρίσκεται ο ναός του Ηρακλή, εν μέρει κάτω από τη χριστιανική βασιλική Β. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει το γένος του με το μυθικό ήρωα, ιδιαίτερα ύστερα από το δεύτερο γάμο του με τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, που καταγόταν από τον Ηρακλή.

 

Ο ναός είναι ο μεγαλύτερος μετά το ναό του Δία, και ο μοναδικός γνωστός δωρικού ρυθμού στο ιερό. Έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και διαστάσεις 16,50 x 9,50 μ. Αποτελείται από πρόναο και σηκό, και διαθέτει τέσσερις ή έξι δωρικούς κίονες στην πρόσοψη (τετράστυλος ή εξάστυλος πρόστυλος). Μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., ανοικοδομήθηκε και τα κατεστραμμένα αρχιτεκτονικά μέλη από μαλακό αμμόλιθο (τρίγλυφα, κιονόκρανα, γείσο) εντοιχίσθηκαν στον τοίχο που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό. Ανατολικά του προνάου σώζεται ένα μεγάλο βάθρο, με διαστάσεις 5,70 x 3,20 μ., που ανήκε στο βωμό του ναού.

 

Τη σχέση του ναού με τη λατρεία του Ηρακλή βεβαιώνουν μερικά αρχαϊστικά χάλκινα ελάσματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, παραγναθίδες από κράνη, με ανάγλυφη παράσταση της φιλονεικίας του Απόλλωνα και του Ηρακλή για την κατοχή του δελφικού τρίποδα, και ιδίως μία μετόπη από ασβεστόλιθο του 3ου αι. π.Χ., με ανάγλυφη παράσταση του αγώνα του Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Στο ανάγλυφο παριστάνεται ο ήρωας να πατεί δυνατά με το δεξί γόνατο το σώμα του θηρίου, που εικονιζόταν δεξιά του, ενώ ένα πλοκάμι της Ύδρας, αριστερά του, προσπαθεί να κάψει με το δαυλό ο Ιόλαος, που βρίσκεται αριστερά του Ηρακλή (διακρίνεται ο δεξιός μηρός του). Κοντά στο δεξιό μηρό του Ηρακλή ένας καρκίνος υπαινίσσεται το έλος της Λέρνας, όπου διαδραματίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή.


Ναός της Αφροδίτης στην Δωδώνη


 Ο ναός της Αφροδίτης βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του ιερού της Δωδώνης, κοντά στο ναό της Θέμιδας. Η ταύτισή του έγινε με βάση τα πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από αυτόν και παριστάνουν μία γυναικεία μορφή να κρατεί με το δεξί της χέρι μπροστά στο στήθος περιστέρι, σύμβολο της θεάς. Με βάση ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα ευρήματα που προήλθαν από το εσωτερικό του, ο ναός μπορεί να χρονολογηθεί στον 4ο ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., η ύπαρξη, όμως, στη θέση αυτή μιας αρχαιότερης λατρείας δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η λατρεία της Αφροδίτης στη Δωδώνη επιβεβαιώνεται από επιγραφική μαρτυρία, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο καθιερώθηκε. Πιθανώς είναι παλαιότερη των χρόνων του Πύρρου, αλλά είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συγχωνεύθηκε με τη λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της δυτικής Σικελίας. Η θεότητα αυτή συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους τρωικούς μύθους, που ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στους Μολοσσούς, γιατί, σύμφωνα με τις αρχαιότερες παραδόσεις, οι Μολοσσοί κατάγονταν από την Τροία μέσω της Ανδρομάχης.



 

Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., δωρικού ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης. Είναι απλός, με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος. Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα, περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., καθώς και ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.  


Πρυτανείο Δωδώνης


  Από τα σημαντικότερα οικοδομήματα διοικητικού χαρακτήρα στο ιερό της Δωδώνης ήταν το Πρυτανείο. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα με περιστύλιο. Διαθέτει μνημειακή μορφή και εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Τοπογραφικά βρίσκεται σε κεντρική θέση στο ιερό, ανατολικά από το θέατρο και νότια από το Βουλευτήριο. Πρόκειται για το μεγάλο οικοδόμημα Ο-Ο1 (Πρυτανείο), με πρόσοψη 31,45 μ., όσο περίπου και η πρόσοψη του Βουλευτηρίου (32,35 μ.). Κατά την κατασκευή των δύο οικοδομημάτων διαλύθηκε στο σημείο αυτό ο εξωτερικός ισοδομικός περίβολος του ιερού και μετατέθηκε δυτικότερα. Στη νοτιοανατολική γωνία του οικοδομήματος Ο διακρίνεται η διακλάδωση του νέου περιβόλου, που κατευθύνεται δυτικά και ύστερα βόρεια για να ενωθεί με το οικοδόμημα Μ, μπροστά από το νοτιοανατολικό πύργο του θεάτρου. Κάτω από το δάπεδο της στοάς βρέθηκαν τα ίχνη του αρχαιότερου περιβόλου και η δυτική πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό του ιερού.

 

Η ανασκαφή του οικοδομήματος Ο δεν έχει ακόμα περατωθεί. Η κατασκευή του είναι σύγχρονη με αυτή του Βουλευτηρίου, τοποπθετείται δηλαδή χρονολογικά στις αρχές του 3ου ή στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ, κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (232-168 π.Χ.), προστέθηκε στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος Ο μία νέα πτέρυγα 33,35 μ. με 6 δωμάτια (κτίσμα Ο1), τρεις βοηθητικοί χώροι δυτικά και τρία εννεάκλινα δωμάτια διαστάσεων 5,50 χ 5,20 μ., που χρησίμευαν για την εστίαση και διαμονή των αρχόντων του Κοινού.

 

Δυτικά της περίστυλης αυλής δεσπόζει η μεγάλη αίθουσα Ο με λείψανα λίθινων εδωλίων σε όλο το πλάτος της αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν δύο φάσεις μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Τα αρχαιότερα εδώλια του 3ου αι. π.Χ. ήταν πιθανώς ξύλινα.

 

Ο ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι τμήμα της αρχαιότερης δυτικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου του 4ου αι. π.Χ., που διατηρήθηκε κατά την κατασκευή του πρώτου ελληνιστικού οικοδομήματος, αφού ανοίχθηκε είσοδος στην αίθουσα των εδωλίων. Μπροστά από την είσοδο βρέθηκε η βάση βωμού και λίγο πιο αριστερά, μπροστά από την πρόσοψη της αίθουσας, αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη κυκλική βάση θόλου, διαμέτρου 2 μέτρων, η οποία θόλος θα χρησίμευε ως μαγειρείο για την παρασκευή τροφής για τη σίτιση των αρχόντων που συνέρχονταν στην αίθουσα του συνεδρίου.

 

Στην ανατολική πλευρά η νέα προσθήκη είχε διαμορφωθεί σε ιωνική στοά, με μια σειρά βάθρων στην πρόσοψη, που εκτείνεται σχεδόν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του ιερού. Το οικοδόμημα Ο-Ο1 καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε ασφαλώς από τους Ρωμαίους, διότι σε όλη την έκταση της βόρειας πτέρυγας Ο1 βρέθηκε στο δάπεδο στρώμα φωτιάς από την πυρπόληση του έτους 167 π.Χ.

 

Αλλά, ενώ η βόρεια πτέρυγα Ο1 δεν ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή αυτή, στο κύριο οικοδόμημα Ο διαπιστώνονται δύο φάσεις ανακατασκευής των τοίχων με μικρά λιθάρια και ασβέστη. Το οικοδόμημα θα έπαψε να λειτουργεί στο β΄ μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βόρεια του Ο1 διατηρούνται σε υψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν λείψανα ρωμαϊκών χρόνων από την πλακόστρωτη ιερά οδό, που οδηγούσε προς την ιερά οικία, και ένα λίθινο ρείθρο που αποχέτευε τα νερά έξω από το χώρο του ιερού.

 

Η γειτνίαση του οικοδομήματος Ο-Ο1 με το Βουλευτήριο, η αίθουσα των συνέδρων, ο τύπος του κτηρίου, που ακολουθεί τον τύπο του σπιτιού με περίστυλη αυλή, μας οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι πρυτάνεις ή σύνεδροι. Σε μία χρηστήρια μολύβδινη επιγραφή του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., οι διαιτοί (κριτές) ρωτούν το Νάιο Δία και τη Διώνη αν πρέπει να διαθέσουν για το πρυτανείο τα χρήματα που έλαβαν από την πόλη. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης. Η παράλειψη όμως του ονόματος είναι ευνόητη, εφόσον πρόκειται για τη Δωδώνη.


 Βουλευτήριο Δωδώνης 

 

Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό-πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων. Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.

 

Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230-220 π.Χ.).

 



Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε. Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών. Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία.

 

Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου. Άλλες δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα λιθάρια. Με την αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου. Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168/148 ως το τέλος του 1ου π.Χ. αι.).

 

Στον 4ο αι. μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός. 


 Αρχαίο στάδιο Δωδώνης

 

Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες.

 

Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα. Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22 σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές. Από τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό.

 

Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.  


Ακρόπολη Δωδώνης 

 

Εκτός από τα μνημεία που βρίσκονταν μέσα στην περίβολο του ιερού του Διός και εκτείνονταν στους πρόποδες του λόφου, αναπτύσσεται στην κορυφή του η ακρόπολη του οικισμού της Δωδώνης. Η κορυφή του λόφου, ύψους 23 μ. περίπου, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4 αι. π.Χ. Η νότια πλευρά παρουσιάζει σε μεγάλη έκταση επισκευές. Η περίμετρός του, 750 μέτρα περίπου, περιέκλεινε εμβαδόν 3,4 εκτάρια, που, σύμφωνα με την οικιστική πυκνότητα της Αρχαίας Ηπείρου, θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμό περίπου 1000 κατοίκων. Ασφαλώς όμως ο πληθυσμός της Δωδώνης ήταν μεγαλύτερος και θα κατοικούσε στη γύρω περιοχή, στις υπώρειες του Τόμαρου και ιδίως της ανατολικής βουνοσειράς, όπως δείχνουν μερικά αρχαία λείψανα κτηρίου, 1 χλμ. ανατολικά του ιερού. Επομένως, το τείχος χρησίμευε πιο πολύ ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη.

 

Κατά διαστήματα το τείχος ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά που ήταν πιο βατές. Τρεις πύργοι υπήρχαν και στη νότια πλευρά. Οι δύο προστάτευαν τη νοτιοδυτική μεγάλη πύλη, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, και ο τρίτος τη μικρή πυλίδα στο μέσο του νότιου τείχους.

 

Στο κατώφλι της νοτιοδυτικής πύλης σώζονται οι ορθογώνιες ορειχάλκινες θήκες, όπου περιστρέφονταν οι ορειχάλκινοι επίσης ολμίσκοι μαζί με τους άξονες της πύλης. Ένας τέτοιος ολμίσκος βρέθηκε επιτόπου και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ιωαννίνων.

 

Η ανατολική πύλη του τείχους, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Έχει πλάτος 3,50 μ., αλλά το άνοιγμα περιορίζεται με τις δύο παραστάδες της θύρας σε 2,50 μ. Στη βάση των παραστάδων διατηρούνται, δεξιά και αριστερά, δύο ορθογώνιοι τόρμοι για τις μεταλλικές θήκες και τους δύο ολμίσκους που περιστρέφονταν μαζί με τους άξονες της πύλης, όπως στο νοτιοδυτικό πυλώνα του κάστρου. Η πύλη ασφαλιζόταν εσωτερικά με μια ισχυρή δοκό, όπως δείχνει ένα βαθύ ορθογώνιο αυλάκι που εισχωρούσε στο νότιο πύργο. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδροστεγές κονίαμα.

 

Η χρονολόγηση του τείχους στον 4ο αι. π.Χ. προκύπτει από το γεγονός ότι ο κάτω ισοδομικός περίβολος του ιερού, που περιέκλεινε τα λατρευτικά οικοδομήματα, είναι αρχαιότερος του βουλευτηρίου και του θεάτρου που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Επειδή ο ισοδομικός περίβολος του ιερού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το τείχος, προκύπτει ότι τούτο είναι σύγχρονο ή αρχαιότερο του περιβόλου και θα ανάγεται επομένως στον 4ο αι. π.Χ., και πιθανότερα στο β΄μισό του αιώνα, λόγω της εξελιγμένης μορφής των πύργων, οι οποίοι στο ισόγειο είναι κενοί και χρησίμευαν για τη διαμονή φρουράς.  

ΥΠΠΟ




09 Σεπτεμβρίου, 2023

Ήπειρος:Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

 


Mια σύντομη περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (διάρκεια 15’).  Είναι μια παραγωγή της Εφορείας Ιωαννίνων του 2011, λίγο μετά την ολοκλήρωση της ριζικής αναβάθμισης των εκθεσιακών συλλογών, του σκεπτικού και των μέσων παρουσίασης του υλικού πολιτισμού της Ηπείρου από τους απώτατους προϊστορικούς χρόνους ως τη δύση της ρωμαιοκρατίας τον 4ο αι. μ.Χ.

Φωτογραφία - μοντάζ: Παναγιώτης Τσιγκούλης

Κείμενα - σενάριο: Ελένη Βασιλείου

Έπιμέλεια - συντονισμός: Κωνσταντίνος Σουέρεφ

Μουσική: Ηπειρώτικα, Ν. Ιωαννίνων

Παραγωγή: Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων  





29 Αυγούστου, 2023

Αρχαιολογικό Μουσείο Σαμοθράκης

 



Στην κεντρική αίθουσα βρίσκονται αρχιτεκτονικές αποκαταστάσεις από τα κυριότερα κτίρια του ιερού, όπως ο θριγκός της Αυλής του Βωμού του Ιερού και του Θόλου της Αρσινόης Β΄, που την κοσμούν ταύροι και μαργαρίτες. Επίσης τμήματα της ανωδομής της Αίθουσας των Αναθημάτων και μαρμάρινη επιγραφή που απαγόρευε την είσοδο των αμύητων στο άδυτο του Ανακτόρου.

 

Στη δεύτερη αίθουσα υπάρχουν τμήματα της ανάγλυφης μαρμάρινης ζωφόρου του Πρόπυλου του Τεμένους με τις χορεύτριες, τη προτομή του μάντη Τειρεσία, καθώς και ολόσωμη αλλά ακέφαλη μορφή που μάλλον ανήκει στη Περσεφόνη, κ.α.

 Τμήμα της ανάγλυφης ζωφόρου από το Κτίριο του Τελετουργικού Χορού ( γύρω στο340 π.Χ.)

ΥΠΠΟ:Η ζωφόρος απεικονίζει νεαρά κορίτσια που χορεύουν, συνοδευόμενα από άλλα που παίζουν διάφορα μουσικά όργανα.Η ζωφόρος περιέβαλε όλο το κτίριο, το οποίο έχει συνδεθεί με χώρο τελετουργίας και αποτελεί δωρεά κάποιου πλούσιου και ισχυρού δωρητή, πιθανόν του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα, καθώς γνωρίζουμε ότι έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το Ιερό, αφού εκεί γνώρισε τη μελλοντική σύζυγό του και μητέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, κατά τη διάρκεια της μύησής τους. Το αρχαϊστικό ύφος και η κυκλική κίνηση της πομπής γύρω από το κτίριο, που συγκλίνει από αντίθετες κατευθύνσεις, παραπέμπουν σε μια μακρά παράδοση χορωδιακών χορών. 



Μπαίνοντας στην τρίτη αίθουσα ο επισκέπτης βλέπει ένα πάγκο με μαρμάρινα στηρίγματα τα οποία προέρχονται από την Ιερή Οικία.

 

Στο βάθος στέκεται συγκολλημένο ένα ακέφαλο άγαλμα της Νίκης, αφιέρωμα του Δημητρίου του Πολιορκητή μετά την νίκη του στη Κύπρο, που είχε τοποθετηθεί πάνω στη πλώρη ενός πλοίου, με ανοιχτά φτερά, σαλπίζοντας ορμητικά τη νίκη. Είναι φτιαγμένη από πάριο μάρμαρο και έχει ύψος 2,75 μ. Στις προθήκες εκτίθενται μεταλλικά αντικείμενα από τα οποία ξεχωρίζει μια περσική καρφίτσα σε μορφή λιονταριού.

 

Στην τέταρτη αίθουσα εκτίθενται ευρήματα από τις Νεκροπόλεις και ένα εκμαγείο της Νίκης της Σαμοθράκης, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Επίσης, εκεί βρίσκονται τα περισσότερα από τα πολύτιμα κοσμήματα και ασημένια νομίσματα που έδωσε η ανασκαφή των Νεκροπόλεων, τα οποία χρονολογούνται από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. μέχρι την εποχή του Αυγούστου. 



02 Ιουνίου, 2023

The golden larnax of Philip ΙΙ - Η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου Β΄

 



 The golden larnax of Philip ΙΙ

Material: Gold 24 karats

 

Weight: 8 kilos

 

Made of 24-karat gold, with a total weight of approximately 8 kilos, the larnax (ash-chest), in which the bones of the dead king Philip II had been placed, is one of the most valuable objects of the ancient world that are preserved to this day.

The golden star depicted on the lid of the larnax (ash-chest) appears on the tombs of the royal necropolis of Aigai as early as the 5th century BC, acquiring a symbolic and metaphoric value, until it became the coat of arms of the Macedonian kingdom.

  

Η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου Β΄

 

Υλικό: Χρυσός 24 καρατίων

 

Βάρος: 8 κιλά

 

Φτιαγμένη από χρυσάφι 24 καρατίων, με συνολικό βάρος που φτάνει τα 8 κιλά, η λάρνακα στην οποία είχαν τοποθετηθεί τα οστά του νεκρού βασιλιά Φιλίππου Β΄είναι ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα του αρχαίου κόσμου που έφτασαν ως εμάς.

Το χρυσό αστέρι που αναπτύσσεται στο καπάκι της λάρνακας εμφανίζεται ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. στους τάφους της βασιλικής νεκρόπολης των Αιγών, και αποκτά αξία συμβολική και μεταφορική, ώσπου να γίνει ο ήλιος-θυρεός των Μακεδόνων βασιλέων.

 

Aigai-The Royal Capital of Macedon

05 Μαΐου, 2023

Ερέχθειο - Erechtheion

 


Το Ερέχθειο, κομψό οικοδόμημα με ιδιαίτερο χαρακτήρα και αρχιτεκτονική μορφή, βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης. Οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 421-406 π.Χ., αντικαθιστώντας τον πρωιμότερο ναό, που βρισκόταν λίγο πιο νότια και ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα, το λεγόμενο ''Αρχαίο ναό''. Ο ναός αναφέρεται ως ''Ερέχθειο'' μόνο από τον Παυσανία (1.26.5) και η ονομασία αυτή σχετίζεται με το μυθικό βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέα, που λατρευόταν αρχικά στη θέση αυτή. Από άλλες πηγές το οικοδόμημα συνήθως αναφέρεται απλώς ως ''ναός'' ή ''αρχαίος ναός''.

 

Η ιδιόρρυθμη μορφή του οφείλεται εν μέρει στη διαμόρφωση του εδάφους, που είναι κατά 3 μ. ψηλότερο στο ανατολικό μέρος, αλλά και στις δύο κύριες λατρείες, που έπρεπε να στεγάσει σε δύο διαφορετικούς χώρους. Ο πρώτος ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα και καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του κτηρίου, ενώ στο δυτικό τμήμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, λατρευόταν ο Ποσειδώνας-Ερεχθέας και υπήρχαν βωμοί του Ηφαίστου και του Βούτου, αδελφού του Ερεχθέα.

 

Εδώ κατοικούσε, σύμφωνα με το μύθο, και ο οικουρός όφις, το ιερό φίδι της Αθηνάς. Παράλληλα, στον ίδιο χώρο υπήρχαν και ορισμένα ιερά σημεία, που έπρεπε να προστατευθούν από το κτήριο, όπως ο τάφος του Κέκροπα και τα ίχνη που θύμιζαν την έριδα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης.

 

Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί από πεντελικό μάρμαρο, ενώ για τη ζωφόρο του χρησιμοποιήθηκε γκρίζα ελευσινιακή πέτρα και για τα θεμέλια πειραϊκός ακτίτης. Στην πρόσοψη του ανατολικού τμήματος υψώνεται εξάστυλη ιωνική στοά, από όπου ήταν και η είσοδος, με δύο παράθυρα εκατέρωθεν. Στο εσωτερικό του ναού αυτού φυλασσόταν το ξόανο, το άγαλμα της Αθηνάς, φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, το οποίο έντυναν με τον πέπλο οι Αρρηφόροι κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων. Στο δυτικό τμήμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, η είσοδος γινόταν από ένα πρόπυλο σε σχήμα Π, στη βόρεια πλευρά, με τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη και από έναν σε κάθε πλευρά.

Στο πλακόστρωτο της στοάς που σχηματίζει το πρόπυλο υπάρχουν, σύμφωνα με την παράδοση, τα ίχνη της τρίαινας με την οποία ο Ποσειδώνας χτύπησε τη γη και έκανε να αναβλύσει η πηγή με το αλμυρό νερό.

 
 
Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινο και από κάτω, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, υπήρχε η ''Ερεχθηίς θάλασσα'', όπου κατέληγαν τα νερά της αλμυρής πηγής του Ποσειδώνα. Μία μικρή πόρτα στο δυτικό τοίχο του ναού οδηγούσε στο ιερό της Πανδρόσου, στα δυτικά του Ερεχθείου. Η δυτική πλευρά εξωτερικά είχε τέσσερις ιωνικούς κίονες επάνω σε ψηλό στυλοβάτη, οι οποίοι ενώνονταν με χαμηλό τοίχο και κιγκλιδώματα. Μία άλλη πόρτα, τέλος, στο νότιο τοίχο του ναού αυτού, οδηγούσε μέσω μίας σκάλας στην πρόσταση των Καρυάτιδων. Αυτή είναι μικρή στοά σχήματος Π, όπου τη θέση των κιόνων καταλαμβάνουν έξι αγάλματα κορών, που στηρίζουν με το κεφάλι τους την οροφή της.

 

Ονομάσθηκαν Καρυάτιδες μεταγενέστερα, επειδή σχετίσθηκαν με τις κοπέλες από τις Καρυές της Λακωνίας, που χόρευαν ένα χορό προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος. Φιλοτεχνήθηκαν από το γλύπτη Αλκαμένη ή, σύμφωνα με άλλους, από το γλύπτη Καλλίμαχο. Τα πέντε αγάλματα των Καρυάτιδων βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Ακροπόλεως και το έκτο στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί αντίγραφα από χυτό υλικό. Όλο το οικοδόμημα διακοσμούσε μία ζωφόρος, όπου πιθανόν απεικονίζονταν σκηνές σχετικές με τους μυθικούς βασιλείς της Αθήνας.

 

Τον 1ο αι. π.Χ. το μνημείο κάηκε κατά τη διάρκεια βαρβαρικών επιδρομών και υπέστη μικρές επισκευές και τροποποιήσεις. Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος, την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι και κατά την Τουρκοκρατία (1456-1833) φιλοξένησε το χαρέμι του Τούρκου φρούραρχου. Στις αρχές του 19ου αιώνα, μία από τις Καρυάτιδες και ένας κίονας αποσπάσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαρπαγής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν, ενώ λίγο αργότερα, το 1827, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, το κτήριο ανατινάχθηκε από τουρκική οβίδα. Προσπάθειες για την αποκατάσταση του μνημείου έγιναν αμέσως μετά την απελευθέρωση.

 

 Το Ερέχθειο είναι το πρώτο από τα μνημεία της Ακρόπολης, του οποίου ολοκληρώθηκε η αναστήλωση κατά τη διάρκεια των ετών 1979-1987, στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών που εκτελούνται στο χώρο της Ακρόπολης. Η αναστήλωση αυτή βραβεύθηκε από την Europa Nostra.

 

Συντάκτης

Ιωάννα Βενιέρη, αρχαιολόγος  

 


 

The elegant building known as the Erechtheion, on the north side of the sacred rock of the Acropolis, was erected in 421-406 BC as a replacement of an earlier temple dedicated to Athena Polias, the so-called ''Old temple''. The name ''Erechtheion'', mentioned only by Pausanias (1, 26, 5), derives from Erechtheus, the mythical king of Athens, who was worshipped there. Other texts refer to the building simply as ''temple'' or ''old temple''.

 

The building owes its unusual shape to the irregularity of the terrain - there is a three-metre difference in height between the eastern and western parts - and the multiple cults it was designed to accommodate. The eastern part of the building was dedicated to Athena Polias, while the western part served the cult of Poseidon-Erechtheus and held the altars of Hephaistus and Voutos, brother of Erechtheus. This is where, according to the myth, Athena's sacred snake lived. The sanctuary also contained the grave of Kekrops and the traces of the dispute between Athena and Poseidon for the possession of the city of Athens.

 

The temple was made of Pentelic marble, the frieze of Eleusinian grey stone with white relief figures attached to it and the foundations of Piraeus stone. On its east side, an Ionic portico with six columns sheltered the entrance to the east part of the building. Inside was the cult statue of Athena, made of olive wood, which the Arrhephoroi draped with the sacred peplos during the Panathenaic festival. On the north side is the entrance to the west part of the building, sheltered by a pi-shaped propylon with four Ionic columns along the fa?ade and one on either side. The stone paving of this propylon was thought to preserve the traces made by Poseidon's trident when it hit the ground and produced salt water. Under the temple's floor was, according to tradition, the ''Erechtheis Sea'' where the waters from Poseidon's salt-water spring gathered. A small door on the west side led to the sanctuary of Pandrosos, which stood west of the Erechtheion. Four Ionic columns on a high stylobate, with metal railings between them, adorned the west fa?ade.

 

Finally, another door on the south facade of the western temple opened onto the porch of the Karyatides, a pi-shaped structure with six female statues instead of columns to support the roof. Created by Alkamemes or Kallimachos, the statues were later named Karyatides after the young women from Karyes of Lakonia who danced in honour of the goddess Artemis. Five of them are in the Acropolis Museum and another in the British Museum those on the building are casts. The frieze probably depicted scenes related to the mythical kings of Athens.

 


The temple burned in the first century BC and was subsequently repaired with minor alterations. In the Early Christian period it was converted into a church dedicated to the Theometor (Mother of God). It became palace under Frankish rule and the residence of the Turkish commander's harem in the Ottoman period. In the early nineteenth century, Lord Elgin removed one of the Karyatides and a column and during the Greek War of Independence the building was bombarded and severely damaged. Restoration was undertaken immediately after the end of the war and again in 1979-1987, when the Erechtheion became the first monument of the Acropolis to be restored as part of the recent conservation and restoration project. Its restoration received the Europa Nostra award.

 

Author

Ioanna Venieri, archaeologist  

 



ΥΠΠΟΑ

Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...