Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Μαρτίου, 2025

Πώς έθαβαν τους νεκρούς στην αρχαία Πέλλα

 




Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη 100 τάφων της νότιας πτέρυγας του νεκροταφείου της αγοράς

 

Η αγορά, που βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της αρχαίας Πέλλας, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια του αρχαίου κόσμου κατά την ελληνιστική περίοδο.

Πρόκειται για έναν αρχαιολογικό χώρο που αποτελεί φάρο φωτεινό και συμβάλλει ουσιαστικά στην εξέλιξη της επιστήμης της αρχαιολογίας και στον εμπλουτισμό της γνώσης μας για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Οι συστηματικές ανασκαφές που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έφεραν στο φως το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος και τους γειτονικούς του δρόμους, στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής ανασκαφής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το συγκρότημα της αγοράς, που κτίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν ενταγμένο στο ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο καταλαμβάνοντας μία έκταση περίπου 70.000 τ.μ. Αναπτυσσόταν γύρω από μεγάλη κεντρική πλατεία, με στοές στις τέσσερις πλευρές και ορθογώνιους χώρους πίσω τους. Στους χώρους αυτούς εντοπίστηκαν εργαστήρια και καταστήματα κεραμικής, κοροπλαστικής και μεταλλοτεχνίας, καταστήματα πώλησης αγγείων και αρωματικών ελαίων, λαδιού, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία και χώροι όπου συνέρχονταν σώματα αρχόντων, ιδίως στη βόρεια πτέρυγα. Τέλος, στη νοτιοδυτική γωνία της αγοράς ήρθε στο φως το δημόσιο αρχείο της Πέλλας.

Σε τομές που έγιναν για τη διερεύνηση των οικοδομικών φάσεων διαπιστώθηκε η ύπαρξη προγενέστερου νεκροταφείου των κλασικών χρόνων, που ήταν σε χρήση από το τέλος του 5ου έως και λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.

 

Μεγάλη πυκνότητα τάφων

 

Στο πλαίσιο των μελετών τους οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν πρόσφατα στη διερεύνηση 100 τάφων της νότιας πτέρυγας, που ήρθαν στο φως από το 1999 έως και το 2017.

Στο εξεταζόμενο τμήμα του νεκροταφείου παρατηρείται σχετικά μεγάλη πυκνότητα τάφων. Η σήμανσή τους γινόταν με τύμβους, οι οποίοι είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ολοκληρωτικά κατεστραμμένοι λόγω της μεταγενέστερης ανοικοδόμησης του κτιριακού συγκροτήματος της αγοράς. Ορισμένοι από τους τύμβους ήταν οριοθετημένοι περιμετρικά με αδρούς λίθους.

Οι περισσότεροι από τους τάφους είναι τετράπλευροι λαξευτοί στον μαλακό φυσικό βράχο, χαρακτηριστική μορφή που εμφανίζεται στην Πέλλα και αλλού από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως και τους Ελληνιστικούς χρόνους. Στο αρχικό ωοειδές ή ακανόνιστο λάξευμα ανοιγόταν τετράπλευρη ορθογώνια ή τραπεζιόσχημη ταφική θήκη μικρότερου μεγέθους, γύρω από την οποία συχνά λαξεύονταν αναβαθμοί σε μια ή και περισσότερες πλευρές. Ο σκελετός τοποθετούνταν στο όρυγμα σε ύπτια στάση, κυρίως με προσανατολισμό Α-Δ και μικρή απόκλιση ΒΑ-ΝΔ. Οι γυναίκες, όπως συνήθως συμβαίνει στα νεκροταφεία της Μακεδονίας, τοποθετούνταν -όχι όμως πάντα- με την κεφαλή προς τα ανατολικά και οι άνδρες προς τα δυτικά. Από τη μελέτη των οστών, που είναι υπό εξέλιξη, επιβεβαιώνεται ότι στο συγκεκριμένο τμήμα του νεκροταφείου οι παιδικές και γυναικείες ταφές είναι πολύ περισσότερες από τις ανδρικές.

Στο νεκροταφείο της νότιας πτέρυγας απαντούν και άλλοι τύποι τάφων, όπως κεραμοσκεπείς, καλυβίτες, εγχυτρισμοί και ενταφιασμοί σε πήλινες σαρκοφάγους. Οι καύσεις είναι πολύ σπάνιες.

 

Τα κτερίσματα

Στις αδιατάρακτες ταφές τα κτερίσματα είναι σχετικά περιορισμένα. Ωστόσο, σπανίως απαντούν και ταφές με περισσότερα κτερίσματα, όπως μία παιδική. Τα κτερίσματα τοποθετούνταν συνήθως στα πόδια, στη λεκάνη και στα χέρια. Στην κεφαλή βρίσκονται νομίσματα και ενώτια και στους ώμους πόρπες που συγκρατούσαν τα ενδύματα. Τμήματα κατακερματισμένων αγγείων και άλλα ευρήματα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές εναγισμών ή αποτελούσαν κτερίσματα προγενέστερων ταφών, ρίχνονταν συχνά στο γέμισμα των τάφων με χώμα και πέτρες. Με το νεκροταφείο μπορούν να συνδεθούν και αρκετά μεμονωμένα ευρήματα που εντοπίστηκαν στις επιχώσεις των δρόμων και των δωματίων της αγοράς.Τα αγγεία, όπως είναι αναμενόμενο, αποτελούν το συνηθέστερο εύρημα. Τα περισσότερα από αυτά ανήκουν στην κατηγορία της λεπτής κεραμικής, ιδίως της μελαμβαφούς και ερυθρόμορφης.

 

Ειδώλια ήρθαν στο φως κυρίως σε παιδικές και γυναικείες ταφές. Απαντούν περιστέρια, καθιστές και όρθιες γυναικείες μορφές, παιδικές μορφές, Σάτυροι, πετεινοί, ζώα και ελάχιστες προτομές. Πρόκειται για τύπους γνωστούς από μεγάλα κέντρα κοροπλαστικής της εποχής, όπως τη Βοιωτία, την Όλυνθο και άλλα. Τα ειδώλια ερμηνεύονται συνήθως ως παιχνίδια ή αντικείμενα με προστατευτικό-αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Αν και τα περισσότερα αποτελούν πιθανότατα προϊόντα τοπικών εργαστηρίων, δύο ειδώλια, ένθρονης γυναικείας μορφής και ανακεκλιμένου συμποσιαστή ήταν εισηγμένα, πιθανώς από την Κόρινθο.

 

Εκτός από πήλινα αγγεία, τους νεκρούς των εξεταζόμενων τάφων συνόδευαν και κοσμήματα. Ειδικότερα, βρέθηκαν αργυρά ενώτια, χάλκινα ψέλια, δαχτυλίδια, ψήφοι περιδεραίων, και αρκετές τοξωτές χάλκινες πόρπες. Σε χάλκινο δαχτυλίδι που ήρθε στο φως σε παιδική ταφή, πιθανώς αγοριού, εικονίζεται έκτυπη μορφή σκύλου που βαδίζει.

 

Στα μετάλλινα αντικείμενα των τάφων συγκαταλέγονται σιδερένιες αιχμές ακοντίων και δοράτων, σιδερένιες και χάλκινες στλεγγίδες, σιδερένιο εγχειρίδιο, χάλκινα ωτογλύφανα, κρίκοι, τμήματα χάλκινων αγγείων και άλλα.

 

Νομίσματα ήρθαν στο φως μόνο σε 26 τάφους, που αποτελούν περίπου το 26% του ευρύτερου συνόλου. Όταν βρίσκονται στο στόμα ή στα χέρια του νεκρού, συνήθως συνδέονται με τον «χαρώνειο οβολό», αν και οι συγκεκριμένες αργυρές ή χάλκινες υποδιαιρέσεις συνήθως δεν αντιστοιχούν σε οβολούς. Τα νομίσματα των εξεταζόμενων τάφων, όπως είναι αναμενόμενο, είναι κυρίως κοπές Μακεδόνων βασιλέων.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η εύρεση αστραγάλων που είχαν τοποθετηθεί στον θώρακα και στη λεκάνη των σκελετών σε αρκετές ταφές. Οι αστράγαλοι αποτελούν αντικείμενα με ποικίλες ερμηνείες, που απαντούν κυρίως σε παιδικούς και γυναικείους τάφους. Ταυτίζονται συνήθως με παιχνίδια, αλλά και με αντικείμενα με θρησκευτικό ή συμβολικό και προφυλακτικό χαρακτήρα.

 

Ο Ιωάννης Ακαμάτης

 

Δυστυχώς, ο άοκνος διευθυντής της πανεπιστημιακής ανασκαφής της αγοράς, Ιωάννης Ακαμάτης, που πρόσφατα έφυγε από κοντά μας δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη τη συγκεκριμένη μελέτη. Ωστόσο, όπως τονίζει ο γιος του και αρχαιολόγος Νίκος Ακαμάτης: «είμαι σίγουρος ότι θα είναι ευτυχής, γνωρίζοντας ότι οι συνεργάτες και μαθητές του θα συνεχίσουν το έργο του ολοκληρώνοντας τις δημοσιεύσεις της αρχιτεκτονικής, της πλαστικής, της κεραμικής, της κοροπλαστικής, των νομισμάτων και των μετάλλινων και λοιπών αντικειμένων από την αγορά, που βρίσκονται σε εξέλιξη».

 

Κυριακή Τσολάκη,ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ


21 Μαρτίου, 2025

Βρέθηκε ο τάφος του Σωσθένη της Μακεδονίας

 



Στην 37η Επιστημονική Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη παρουσιάστηκε μια άκρως ενδιαφέρουσα ανακοίνωση για την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, που όσοι την παρακολούθησαν, είτε διά ζώσης είτε διαδικτυακά, θα κατάλαβαν την ιδιαίτερη σημασία της για πολλές πτυχές της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας.

Το ανέλπιστο εύρημα, όπως επισήμανε ο ανασκαφέας Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς, αποκαλύφθηκε περίπου 3,5 χλμ. νοτιοδυτικά του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Πέλλας, εντός του περιβάλλοντος που άλλοτε κάλυπτε η λίμνη των Γιαννιτσών. Κατά την ανασκαφή προέκυψαν πέντε ορύγματα και οκτώ αβαθείς ακανόνιστοι λάκκοι. Ένα από τα ορύγματα, το μόνο ορθογώνιο, ανοίχτηκε για να δεχτεί την ταφή ενός πολεμιστή, ηλικίας 40 και πλέον ετών, ο οποίος κηδεύτηκε μαζί με τον οπλισμό του, μία σιδερένια σάρισσα, ένα σιδερένιο δόρυ, ένα σιδερένιο ακόντιο, δύο σιδερένια μαχαιρίδια, μία σιδερένια στλεγγίδα και τρία πήλινα αγγεία, μια αρυβαλλοειδή λήκυθο με ερυθρόμορφο ανθέμιο, έναν μελαμβαφή σκύφο αττικού τύπου και ένα μελαμβαφές σκυφίδιο. Ο πολεμιστής, ως είθισται, καλυπτόταν με σάβανο, κατάλοιπα του οποίου διατηρήθηκαν στην επάνω επιφάνεια της σάρισσας. Επάνω από τον τάφο και γύρω από αυτόν βρέθηκαν κατάλοιπα των εναγισμών (μεταξύ των οποίων και δύο τεμαχισμένοι σκύλοι) που ακολούθησαν της ταφής και τη σφράγισαν.



Βορειοδυτικά του τάφου του πολεμιστή, σε άμεση γειτνίαση με αυτόν, σε άλλο μεγάλο ωοειδές όρυγμα, είχαν ταφεί σε επάλληλες στρώσεις: 4 άνθρωποι (ένας ενήλικας άνδρας, μία γυναίκα 15-20 ετών, δύο νεογέννητα βρέφη) και 16 ζώα ή τμήματα ζώων (4 άλογα, 7 σκύλοι, 1 κρανίο σκύλου και 4 γνάθοι: δύο σκύλων, ενός αιγοειδούς και ενός αλόγου). Δυτικά του παραπάνω ορύγματος ήρθαν στο φως άλλες 4 ταφές ζώων, 3 ολόκληρων αλόγων και 1 σκύλου.




Η παρουσία οκτώ αλόγων, τα οποία προφανώς ήταν περισσότερα, εάν υπολογιστούν και τα μεμονωμένα οστά που συλλέχθηκαν από την ερευνημένη περιοχή, η εκτροφή των οποίων ήταν πολυδάπανη και κατεξοχήν προνόμιο της ανώτερης τάξης, εύλογα, όπως ανέφερε ο ανασκαφέας, χαρακτηρίζουν τον νεκρό, τον οποίο συνόδευαν, ως ιππέα, με σημαντική κοινωνική προβολή και έντονη παρουσία στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της Μακεδονίας. Εκτός από έμβλημα υψηλής κοινωνικής θέσης, το άλογο συνδέεται και με την εξύψωση του επιφανούς νεκρού στη σφαίρα των ηρώων. Σύμφωνα με τον κ. Παππά, από τους διοργανωτές της ταφής υιοθετήθηκε ένα σπάνιο και ασυνήθιστο τελετουργικό με σαφείς αναγωγές στο ηρωικό παρελθόν, συγκεκριμένα στην περιγραφή της ταφής του Πατρόκλου στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, όπου, εκτός από την προσφορά αλόγων και σκύλων, προσφέρονται προς τιμήν του νεκρού και αιχμάλωτοι Τρώες.


Τα ευρήματα της ανασκαφής, τόσο από το εσωτερικό των τάφων όσο και πάνω από αυτούς, τα οποία τοποθετούνται κυρίως στο πρώτο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. και δη προς το τέλος του, οδήγησαν τον ανασκαφέα στην ταύτιση του αξιωματούχου της ταφής με τον Σωσθένη, τον στρατηγό, που αν και ανακηρύχθηκε από τον στρατό βασιλιάς, υπό το βάρος των έκτακτων πολεμικών αναγκών, επειδή προφανώς είχε διακριθεί ως στρατηγός του Λυσιμάχου κατά τους πολέμους εναντίον των βαρβαρικών φύλων, εντούτοις ο ίδιος δεν αποδέχτηκε τον βασιλικό τίτλο και ζήτησε να τον αναγνωρίζουν ως στρατηγό και όχι ως βασιλιά, πράγμα το οποίο πιθανότατα τον ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση των Μακεδόνων (Ιουστίνος 24.5). Παρόλο που ο ίδιος αρνήθηκε τον βασιλικό τίτλο, από τους χρονικογράφους συγκαταλέγεται στους βασιλείς της Μακεδονίας. Στο διάστημα των δύο χρόνων που κυβέρνησε τη Μακεδονία, από το 279 π.Χ. μέχρι τον θάνατό του το 277 π.Χ., ο Σωσθένης, σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους ανίκανους βασιλείς, γόνους της δυναστείας των Αντιπατριδών (του Πτολεμαίου Κεραυνού, του αδελφού του Μελέαγρου και του Αντιπάτρου του επονομαζόμενου «Ετησία») κατάφερε να αποκρούσει τους Γαλάτες τόσο του Βόλγιου (279 π.Χ.) όσο και του Βρέννου (278 π.Χ.) και να σώσει τη Μακεδονία. Οι πηγές δεν αναφέρουν την αιτία θανάτου του. Εντούτοις, ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι πέθανε αμυνόμενος. Οι Μακεδόνες, όχι μόνο αναγνώρισαν το κύρος και την ικανότητά του, αλλά τον τίμησαν με ένα σπάνιο και ασυνήθιστο τελετουργικό με αναγωγές στο έπος. Για την ταύτιση με Γαλάτες αιχμαλώτους των τεσσάρων ατόμων που βρέθηκαν στο ίδιο όρυγμα με τα σκυλιά και τα άλογα, γεγονός που καθιστά την ταφή αποκλίνουσα, κοντά στην ταφή του Σωσθένη, ο ανασκαφέας, πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, βασίστηκε και στην ομοιότητα που παρατηρείται ανάμεσα στην ασυνήθιστη στάση της γυναίκας με αντίστοιχες στάσεις σε τάφους Γαλατών. Όσο φρικτή και υπερβολική κι αν φαίνεται η πράξη της θυσίας αιχμαλώτων, εφαρμόζεται σε χαοτικές καταστάσεις, όταν οι θεσμοί καταλύονται και οι αξίες υπονομεύονται. Είναι το δίκαιο του πολέμου.

 

 Υπό το πρίσμα αυτό, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, ερμηνεύεται καλύτερα και η παρουσία τόσων πολλών σκύλων στο τελετουργικό, η θυσία των οποίων, και δη ο αποκεφαλισμός και ο διαμελισμός ορισμένων, παραπέμπει, ως κατεξοχήν ζώο των καθαρμών, σε μια τελετουργία που αποσκοπεί στον εξαγνισμό και στην προστασία της κοινότητας από το μίασμα. Ο ρόλος τους, με τη συμβολή της Εκάτης ή της Εννοδίας, ήταν να προστατεύσουν από τη μια τους νεκρούς στη μετάβασή τους από την ζωή στον θάνατο, στη μεταθανάτια ζωή, και από την άλλη να αποτρέψουν την επιστροφή των ψυχών στον κόσμο των ζώντων, ιδιαίτερα εκείνων, όπως τα βρέφη, που δε πρόλαβαν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες και τον κοινωνικό τους ρόλο, άρα και τις προσδοκίες της κοινωνίας, γι’ αυτό και θεωρούνταν εκδικητικοί.

 

Επιπλέον, μας τόνισε ο κ. Παππάς ότι τεμαχισμό σκύλου (κομμένου στη μέση) περιλάμβανε και η τελετουργία για τον αποτροπαϊκό καθαρμό του μακεδονικού στρατού, που λάμβανε χώρα την πρώτη του μήνα Ξανθικού, πριν από την εαρινή ισημερία (τοῦ δ’ ἔαρος ἀρχομένου), στην ετήσια γιορτή Ξανθικά, στην οποία συνέρρεαν Μακεδόνες όχι μόνο από την πρωτεύουσα, αλλά και από τις γύρω πόλεις και κώμες της. Η συμβολική διάβαση του στρατεύματος μέσα από το τεμαχισμένο ζώο είχε αποτροπαϊκό χαρακτήρα, να απομακρύνει δηλαδή κάθε κακό, επιφέροντας έτσι την ενότητα και τη ετοιμότητα του στρατού για τη νέα πολεμική περίοδο. Επιπλέον, η χώρα, έπρεπε όχι μόνο να μείνει αμίαντη και άθικτη, αλλά και παραγωγική, στοιχεία που κλονίστηκαν κατά τις γαλατικές επιδρομές, κι ίσως δεν είναι τυχαίο που η γιορτή τελείτο τον μήνα Ξανθικό, μήνα κατεξοχήν της άνοιξης, της γονιμότητας, της ανθοφορίας των δένδρων, της αναγέννησης της φύσης, της καρποφορίας της γης. Και τα δύο παραπάνω στοιχεία (καθαρμός από το μίασμα και γονιμότητα) ήταν ευδιάκριτα και στην ταφή που πολεμάρχου (μέσα από την παρουσία σκύλων και τη στάση της γυναίκας αντίστοιχα). Οι συμβολισμοί επεκτείνονται ακόμα παραπέρα, εάν αναλογιστούμε αφενός ότι τόσο ο μήνας όσο και η γιορτή συνδέονται με τον Ξάνθο, προσωνυμία του Απόλλωνα, που σημαίνει τον ολοκάθαρο, αφού πρώτος αυτός, καθάρθηκε και εξαγνίστηκε για τον φόνο που διέπραξε, και αφετέρου εξαιτίας της δικής του παρέμβασης, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ο γαλατικός κίνδυνος αποτράπηκε ολοκληρωτικά. Έτσι, ο θεός δεν εξαγνίζει μόνο, αλλά επιπλέον ενσαρκώνει τον θρίαμβο της τάξης επί του χάους, τη νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι. Δεν αποκλείεται, επομένως, η γιορτή, εκτός από τον εξαγνισμό του στρατού, για τις θυσίες που διαπράχθηκαν σε περίοδο κρίσης, να είχε σκοπό να διατηρήσει στη μνήμη τη συνεισφορά των Μακεδόνων στην αποτροπή της γαλατικής απειλής, πόσω μάλλον όταν οι πόλεις της νοτίου Ελλάδας, και κυρίως οι Αιτωλοί, δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη μια τέτοια νίκη απέναντι σε έναν βάρβαρο εχθρό.

 

Καθώς οι γραπτές πηγές δεν αναφέρουν πού ακριβώς γινόταν η εν λόγω τελετουργία, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο τόπος αυτός βρισκόταν πιθανότατα έξω από την πόλη. Σύμφωνα όμως με τα νέα δεδομένα, ο κ. Παππάς πιστεύει ότι η ξεχωριστή αυτή τελετουργία λάμβανε χώρα πλησίον του παραπάνω τάφου, ο οποίος, καθώς βρισκόταν κοντά σε σταυροδρόμι και κυρίως επάνω στην οδική αρτηρία, που ένωνε τη νέα με την παλαιά πρωτεύουσα, αποτελούσε προφανώς τοπόσημο για τους Μακεδόνες, ζώσα μνήμη της αποτροπής του γαλατικού κινδύνου.

 

Καταλήγοντας, ο ομιλητής μας ανέφερε ότι πιθανότατα όλη η έκταση των ταφών καλυπτόταν από χαμηλό τύμβο, διαμέτρου περίπου 36 μ., όσο και το μήκος Α-Δ του ερευνημένου χώρου, και ύψους 2,5-3 μ., όπως συμβαίνει συνήθως σε τάφους επιφανών, ο οποίος όμως ισοπεδώθηκε κατά τις εργασίες αποξήρανσης και ισοπέδωσης της λίμνης των Γιαννιτσών στο δεύτερο τέταρτο του 20ού αι.

 

Ευελπιστούμε το ιδιαίτερο αυτό και άκρως σημαντικό εύρημα για την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας και όχι μόνον να αποκτήσει όσο το δυνατόν συντομότερα τον χώρο και την αίγλη που του αξίζει. Γιατί προφανώς και δεν τιμήθηκε τυχαία με ένα τέτοιο σπάνιο και ασυνήθιστο τελετουργικό ένας πολέμαρχος που αγωνίστηκε και πιθανόν πρόσφερε ακόμα και την ζωή του για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Άσχετα εάν επισκιάστηκε από τους Αντιγονίδες που τον ακολούθησαν, για τους δικούς τους προφανώς λόγους…

 

 Βασιλική Β. Παππά,fractalart

 

 

 

 




Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας - Archaeological Museum of Drama

 



Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας καλύπτει χρονολογικά την ανθρώπινη παρουσία στο Νομό Δράμας από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (50.000 χρόνια από σήμερα), με τα ίχνη ζωής των παλαιολιθικών κυνηγών στο σπήλαιο Πηγών του Αγγίτη, μέχρι τους νεότερους χρόνους (1913).

Ο εκθεσιακός χώρος αποτελείται από τρεις κύριες αίθουσες.

Στην πρώτη τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την παρουσία των νομάδων κυνηγών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στο σπήλαιο Πηγών του Αγγίτη, τη ζωή στους μόνιμους γεωργοκτηνοτροφικούς νεολιθικούς οικισμούς και το πέρασμα στη χαλκοκρατία στην πόλη της Δράμας και στη θέση Σιταγροί. Στην ίδια αίθουσα υπάρχουν ευρύματα από την εποχή του Σιδήρου και από τους μετέπειτα χρόνους, όπου είναι κυριαρχεί η λατρεία του θεού Διόνυσου.

Στη δεύτερη αίθουσα αρχιτεκτονικά γλυπτά, κεραμική και νομίσματα βεβαιώνουν τη συνέχεια της ζωής στη Δράμα και σε ολόκληρο το νομό κατά τους παλαιοχριστιανικούς, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους.

Στην τρίτη αίθουσα του εκθεσιακού χώρου, που είναι στεγασμένο αίθριο, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει γλυπτά οργανωμένα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά γλυπτά από τους αρχαίους χρόνους μέχρι την τουρκοκρατία. Η δεύτερη περιέχει αναθηματικά μνημεία που συνδέονται με τη λατρεία διαφόρων θεών του ελληνορωμαϊκού πάνθεου και των τοπικών θεοτήτων, με ιδιαίτερη αναφορά στο Διόνυσο. Στην τρίτη ενότητα ανήκουν επιτύμβια μνημεία ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.

 




 

The Archaeological Museum of Drama covers chronologically the human presence in the prefecture of Drama from the Middle Paleolithic Age (50,000 years from now), with traces of Palaeolithic hunters living in the cave Sources of Aggitis until modern times (1913).

 

The exhibition consists of three main halls.

 

The first archaeological findings indicate the presence of nomadic hunters of the Middle Paleolithic Age in the cave Sources of Aggitis, life to permanent farming Neolithic settlements and the passage in Bronze Age in the city of Drama and position Sitagri. In the same room there are findings from the Iron Age and from the later times, which is dominated by the cult of God Dionysus.

 

In the second room architectural sculptures, pottery and coins attest the continuity of life in Drama and in the entire area during the Early Christian, Byzantine and after Byzantine times.

 

In the third room of the exhibition, which is roofed atrium, the visitor can admire sculptures organized into three sections. The first includes architectural sculptures from ancient times to the Ottoman Empire. The second contains votive monuments associated with the cult of various gods of Greco-Roman pantheon and local deities, with particular reference to Dionysus. In the third section there are funerary monuments of Hellenistic and Roman times.

 



 


07 Μαρτίου, 2025

37η Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη



Συνέδριο για τις αρχαιολογικές εργασίες κατά το 2024 στη Μακεδονία και τη Θράκη

 

H 37η ετήσια Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη θα διεξαχθεί στις 13-14 Μαρτίου 2025 στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων (ΚΕ.Δ.Ε.Α) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αμφιθέατρο II.

 

Θα παρουσιαστεί το ετήσιο αρχαιολογικό έργο που διεξάγεται στον βορειοελλαδικό χώρο, από τον Έβρο ως την Καστοριά, μέσα από 60 ανακοινώσεις και 13 παρουσιάσεις σε πόστερ από 204 ανασκαφείς και ερευνητές της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας, των Πανεπιστημίων και των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών.

 

Η οργάνωση της 37ης Συνάντησης γίνεται σε συνεργασία των Εφορειών Αρχαιοτήτων και των Αρχαιολογικών Μουσείων της Μακεδονίας και της Θράκης με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Τομέας Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας).

 

Έναρξη Συνεδρίου: Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025, ώρα 9:00 π.μ.

 

Χώρος: Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων (ΚΕ.Δ.Ε.Α) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αμφιθέατρο II.

 

Ταυτόχρονη διαδικτυακή μετάδοση μέσω ZOOM webinar:https://authgr.zoom.us/j/96460104005?pwd=IIbEzdhm5OLNdN2TSzkhqEBCOl0Pbs.1#success

 

 Πρόγραμμα συνεδρίου εδώ

26 Σεπτεμβρίου, 2024

Amphipolis - Αμφίπολις


 


Athenian colony of strategic importance, near the fruitful Strymon vale and the Pangaion gold mines. Amphipolis was founded in 438/ 437 BC, though the region had been inhabited in the prehistoric period.

 

The numerous finds from the excavations are housed in the Archaeological Museum of Amphipolis and in the Archaeological Museum of Kavala.

 

Archaeological finds from the mouth of the Strymon estuary show the presence of man from as early as the Neolithic period on both banks of the river, and continuous habitation into the Bronze Age period. The nearest Neolithic settlement to Amphipolis was discovered on a hill adjacent to the ancient city known as Hill 133, where rich finds from its cemetery show that a considerable settlement also existed in the Early Iron Age.

 

With the foundation of the Greek cities at the mouth of the Strymon from the middle of the 7th c. BC, Greek culture started progressively to penetrate into the interior. The graves in the cemetery of the settlement on Hill 133 change their form, and the grave goods are now dominated by cultural elements of the Greek world: figurines, coins, and above all vases imported from the cities of southern Greece (Corinth, Athens) and the Ionian cities of the north Aegean. The presence of the Ionian world is also apparent in the sculptures of the late Archaic and early Classical periods found in the neighbourhood of Hill 133 and on the site of ancient Amphipolis. Local tradition survives in the metal working, especially the bronze and gold ornaments.

 

After they established themselves at Eion, at the mouth of the Strymon, in 476 BC, the Athenians made their first abortive attempt at colonising in the Amphipolis area with their short-lived settlement at the site of Ennea Hodoi, which was quickly wiped out (464BC). It remains an open question whether Ennea Hodoi is to be identified with the settlement on Hill 133, where the destruction level dates to the mid-5th century BC, or with Amphipolis itself, where in the vicinity of the north wall excavation has uncovered an establishment prior to the 5th century BC wall.

 

The foundation of Amphipolis finally in 438/ 437 BC, in the time of Pericles, by the general Hagnon was a great success for the Athenians, whose chief purpose was to ensure control of the rich Strymon hinterland and the Pangaion mines. Their success, however, was again short- lived, because at the end of the first decade of the Peloponnesian War (442 BC) Amphipolis broke away from its mother city, Athens, and remained independent until its incorporation into the kingdom of Macedonia by Philip II (357 BC).

 

Under the Macedonians Amphipolis remained a strong city within the Macedonian kingdom, with its own domestic autonomy and having considerable economic and cultural prosperity. Excavation has revealed a large part of the walls and some of the sanctuaries and public and private buildings of the city.

 

The bigger and better protected gate of the city (gate C) lies at the norhtern part of the walls. The brigde over the Strymon river was made of wooden beams.

 

After the Roman conquest of Macedonia (168 BC) Amphipolis was made the capital of Macedonia Prima, one of the four divisions into which Macedonia was divided. The Roman period was a time of prosperity within the bounds of Roman world dominion. As a station on the Via Egnatia and the capital of a rich hinterland, the city grew economically and culturally. It did indeed experience devastations and sackings, but with the support of the Roman emperors, particularly Augustus and Hadrian, it remained one of the most important urban centres in Macedonia until late antiquity. The city's prosperity is reflected in its monumental buildings with mosaic floors and mural paintings as well as the archaeological finds brought to light in the excavations.



ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ  

 Η πόλη ιδρύθηκε το 438/7 π.Χ., η περιοχή όμως είχε κατοικηθεί ήδη από την προϊστορική εποχή.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα αποδεικνύουν ήδη από την Νεολιθική εποχή την ανθρώπινη παρουσία και στις δύο όχθες του ποταμού και τη συνέχεια της ζωής ως και την εποχή του Χαλκού. Ο πλησιέστερος στην Αμφίπολη νεολιθικός οικισμός εντοπίσθηκε σε γειτονικό στην αρχαία πόλη λόφο, γνωστό ως Λόφο 133, όπου αργότερα αναπτύχθηκε σημαντικός οικισμός στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου, όπως μαρτυρούν τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου του.

 

Από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση των ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην ενδοχώρα. Οι τάφοι στο νεκροταφείο του οικισμού του Λόφου 133 αλλάζουν μορφή και στα κτερίσματά τους επικρατούν τα πολιτιστικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου, ειδώλια, νομίσματα, και προπαντός αγγεία επείσακτα από τις νοτιοελλαδικές πόλεις (Κόρινθο, Αθήνα) και από τις Ιωνικές πόλεις του Βόρειου Αιγαίου.

 

Η παρουσία του ιωνικού κόσμου είναι εμφανής και στα γλυπτά υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που βρέθηκαν στην περιοχή του Λόφου 133 αλλά και στη θέση της Αρχαίας Αμφιπόλεως. Η τοπική παράδοση επιβιώνει στη μεταλλοτεχνία και προπάντων στα χάλκινα και χρυσά νομίσματα.

 

Μετά την εγκατάστασή τους στην Ηιόνα, στις εκβολές του Στρυμόνα, το 476 π.Χ., οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν και την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα αποικισμού στην περιοχή της Αμφιπόλεως με την βραχύχρονη εγκατάστασή τους στο πόλισμα Εννέα Οδοί, που γρήγορα αφανίστηκε (464 π.Χ.). Παραμένει ακόμα ανοιχτό για την έρευνα πρόβλημα η ταύτιση των Εννέα Οδών με τον οικισμό του Λόφου 133, το στρώμα καταστροφής του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ή με την ίδια την Αμφίπολη, στην περιοχή του βόρειου τείχους της οποίας, οι ανασκαφές έχουν εντοπίσει μια προγενέστερη από το τείχος του 5ου αιώνα εγκατάσταση.

 

Στην εποχή των Μακεδόνων η Αμφίπολις αναδείχτηκε σε ισχυρή πόλη του Μακεδονικού βασιλείου με εσωτερική αυτονομία και με σημαντική οικονομική και πολιτιστική άνθιση.

 

Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεγάλο μέρος από τα τείχη και ορισμένα από τα ιερά και τα ιδιωτικά και τα δημόσια κτήρια της πόλης.

 

Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) η Αμφίπολις ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδος της Μακεδονίας.

 

Η Ρωμαϊκή Εποχή είναι για την Αμφίπολη περίοδος ακμής μέσα στο πλαίσιο της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Σταθμός της Εγνατίας Οδού και πρωτεύουσα μιας πλούσιας ενδοχώρας, η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά. Γνωρίζει βέβαια καταστροφές και λεηλασίες αλλά με την υποστήριξη και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αυγούστου και του Αδριανού, παραμένει ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Μακεδονίας ως την ύστερη αρχαιότητα. Η ακμή της πόλης αντικατοπτρίζεται στα μνημειακά κτήρια με τα ψηφιδωτά δάπεδα και τις τοιχογραφίες, αλλά και στα αρχαιολογικά ευρήματα που οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως.


27 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ:Μέτρα πυροπροστασίας στο Επταπύργιο και στην Κρύπτη του Ναού του Αγίου Δημητρίου,στη Θεσσαλονίκη

 


Το φρουριακό συγκρότημα του Επταπυργίου και η Κρύπτη του Ναού Αγίου Δημητρίου, δύο εμβληματικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, θωρακίζονται έναντι της φωτιάς. Η μελέτη πυροπροστασίας για το Επταπύργιο αφορά σε 12 κτήρια και τους υπαίθριους χώρους που βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο του φρουριακού συγκροτήματος και περιλαμβάνει τρεις επιμέρους μελέτες, σύμφωνα με τη χρήση των χώρων. Η μελέτη πυροπροστασίας της Κρύπτης του Ναού Αγίου Δημητρίου περιλαμβάνει φωτισμό ασφαλείας των εξόδων κινδύνου και των οδεύσεων διαφυγής, φορητούς πυροσβεστήρες, απλό υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης για όλους τους χώρους της Κρύπτης, σύστημα χειροκίνητης αναγγελίας πυρκαγιάς. Η μελέτη είναι εναρμονισμένη με τις εγκεκριμένες από την Πυροσβεστική Υπηρεσία αποκλίσεις στα προτεινόμενα γενικά και ειδικά μέτρα πυροπροστασίας, προληπτικά, κατασταλτικά και ενεργητικά. Υπάρχουν τρεις έξοδοι κινδύνου, οι δύο από τις οποίες οδηγούν στο εσωτερικό του Ναού και η τρίτη στον υπαίθριο χώρο του.

 

Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Η θωράκιση και η ανάδειξη των μνημείων της UNESCO βρίσκεται στην απόλυτη προτεραιότητα μας. Η λήψη μέτρων προστασίας, έναντι της πυρκαγιάς, μνημείων της Θεσσαλονίκης που αποτελούν παγκόσμια σημεία αναφοράς, πέρα από θεσμική υποχρέωση του Υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί και αυτονόητη συνθήκη. Μετά το έργο πυροπροστασίας στην Παναγία Αχειροποίητο, η υλοποίηση του οποίου είναι σε εξέλιξη, προχωρούμε στην πυροπροστασία του φρουριακού συγκροτήματος του Επταπυργίου και της Κρύπτης του Ναού Αγίου Δημητρίου. Το Επταπύργιο και το άμεσο περιβάλλον του είναι χαρακτηρισμένα ως αρχαιολογικός χώρος. Το Φρούριο, στο βόρειο άκρο της ακρόπολης της Θεσσαλονίκης, ήταν το έσχατο καταφύγιο των υπερασπιστών της πόλης σε περιόδους πολιορκίας της. Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, μείζονος σημασίας χριστιανικό προσκύνημα, αποτελεί τον πλέον προβεβλημένο και δημοφιλή προορισμό της Θεσσαλονίκης. Η Κρύπτη αποτελούσε το ανατολικό τμήμα ρωμαϊκού λουτρού, το οποίο συνδέεται με τη φυλάκιση και τη θανάτωση του Αγίου. Ο χώρος κατά την οθωμανική περίοδο καταχώθηκε και εντοπίστηκε μετά την πυρκαγιά του 1917, όταν υποχώρησε τμήμα του δαπέδου. Στόχος μας είναι να θωρακίσουμε τα εμβληματικά μνημεία της πόλης, αλλά και να δημιουργήσουμε συνθήκες ασφαλούς περιήγησης στους επισκέπτες τους».

 

Επταπύργιο

Οι παρεμβάσεις της πρώτης μελέτης αφορούν στο κτήριο των εκθέσεων και στην Εκκλησία, που αποτελούν χώρους συνάθροισης κοινού. Η δεύτερη μελέτη περιλαμβάνει τα κτήρια των αρχείων, των ευρημάτων, των συντηρητών, της διοίκησης, των γραφείων αρχαιολόγων και μηχανικών, του λογιστηρίου και της απομόνωσης, την κουζίνα και το  φυλάκιο. Η τρίτη μελέτη αφορά στους υπαίθριους χώρους εκδηλώσεων και συνάθροισης κοινού. Στόχος είναι να καθοριστούν συγκεκριμένα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας (γενικά, ειδικά προληπτικά, κατασταλτικά, ενεργητικά). Τα κτήρια εξετάστηκαν από άποψη πυροπροστασίας είτε ξεχωριστά είτε ενιαία, ανάλογα µε το εάν υφίσταται λειτουργική εξάρτηση μεταξύ αυτών. Δεδομένου του μνημειακού χαρακτήρα των εξεταζομένων κτηρίων και λόγω της παλαιότητας αυτών, ελήφθησαν αυξημένα μέτρα και μέσα ενεργητικής πυροπροστασίας, τα οποία έχουν εγκριθεί και από την Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 


Τη δεκαετία του 1890 έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία ότι το Φρούριο λειτουργούσε ως οθωμανική φυλακή. Αλλά και μετά το 1912 λειτουργούσε ως ελληνική φυλακή. Η ιστορία του Φρουρίου του Επταπυργίου υπερσκιάζεται από την ιστορία των φυλακών έως και σήμερα. Το 1989, το Φρούριο μαζί με τα οικόπεδα που το περιβάλλουν μεταβιβάστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 1996, ξεκίνησαν εκτεταμένες επεμβάσεις στο μνημείο μέχρι και το 1999. Έκτοτε πραγματοποιήθηκαν  στερεωτικές εργασίες σε επιμέρους τμήματα του μνημείου και αποκλειστικά εργασίες σωστικού χαρακτήρα. Η σημερινή χρήση των νεότερων οκτώ διώροφων κτηρίων που βρίσκονται εντός του αρχαιολογικού χώρου, εξυπηρετούσαν αρχικά τη λειτουργία των φυλακών. Τα τέσσερα από αυτά λειτουργούσαν ως θάλαμοι φυλακισμένων, ενώ τα υπόλοιπα ήταν γραφεία των κρατικών λειτουργών. Επιπλέον, υπάρχουν τα μονώροφα κτήρια της απομόνωσης, της κουζίνας, της εκκλησίας, του εξωτερικού και εσωτερικού φυλακίου. Από το 2019, στο Φρούριο φιλοξενείται το «Φεστιβάλ Επταπυργίου» σε δύο εσωτερικούς αύλειους χώρους, με καθορισμένες οδεύσεις προσέλευσης και αποχώρησης των θεατών. Για τις ανάγκες του Φεστιβάλ συναρμολογούνται ικριώματα χωρητικότητας 800 ατόμων.

 

Κρύπτη του Αγίου Δημητρίου

 

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ο εκθεσιακός χώρος της Κρύπτης του Ναού διαμορφώθηκε το 1985. Η έκθεση αποτελείται από εννέα χώρους που διατάσσονται γύρω από την κρήνη και οργανώνεται, ανά θεματική ενότητα, με βάση την υφιστάμενη διαμερισματοποίηση της Κρύπτης. Η διάταξη των επιμέρους αιθουσών προδιαγράφει την πορεία του επισκέπτη. 




Μετά την ολοκλήρωση μακροχρόνιων εργασιών αποκατάστασης του Ναού, η Κρύπτη μετατράπηκε σε χώρο έκθεσης αρχαιολογικών ευρημάτων. Η Κρύπτη έχει επιφάνεια 450 τ.μ. περίπου και είναι υπόγεια, με εξαίρεση το ανατολικό τμήμα, το οποίο εξέχει από το διαμορφωμένο έδαφος.

 

 



ΥΠΠΟ:Πιστοποιούνται δύο ακόμη μουσεία, το Αρχαιολογικό Μουσείο Αργους Ορεστικού και το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς


Με συστηματικό τρόπο εξελίσσεται από το Υπουργείο Πολιτισμού η διαδικασία Πιστοποίησης των Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων, μετά την ολοκλήρωση του σχετικού φακέλου και τη θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου Μουσείων για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού και του Βυζαντινού Μουσείου Καστοριάς. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καστοριάς στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγονται τα δύο Μουσεία, ξεκίνησε τη διαδικασία της πιστοποίησης, τον Μάιο 2022. Έκτοτε, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να ανταποκριθεί στα προαπαιτούμενα της Πιστοποίησης, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΠΟ.


Στο πλαίσιο αυτό, ξεκίνησε την ενεργειακή αναβάθμιση των μουσείων της με την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών. Επιβεβαίωσε τη λειτουργία των συστημάτων πυροπροστασίας τους, αναβάθμισε τις υποδομές φυσικής προσβασιμότητας και καταχώρισε το σύνολο των εκθεμάτων και των δύο μουσείων στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα του Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Ακόμη, μερίμνησε για την επιμόρφωση του προσωπικού τους, κάλυψε ελλείψεις στο ανθρώπινο δυναμικό, με προσλήψεις ή με αναθέσεις, αναδιοργάνωσε τις αποθήκες τους, φρόντισε, μεταξύ άλλων, για την επαναλειτουργία των ψηφιακών ερμηνευτικών μέσων και για την αναβάθμιση του εξοπλισμού προβολής των δύο μουσείων. Τέλος, προχώρησε σε εκτύπωση σύντομων οδηγών και ενημερωτικών φυλλαδίων για τη διευκόλυνση των επισκεπτών. 

 






Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Η πιστοποίηση των Δημοσίων Αρχαιολογικών Μουσείων αποτελεί διαδικασία ουσιαστικής αξιολόγησης. Αξιολογούμε τα μουσεία μας, για να τα βελτιώσουμε. Αναβαθμίζουμε κτιριακά τις εγκαταστάσεις τους και βελτιώνουμε τις προσφερόμενες υπηρεσίες προς τους επισκέπτες τους. Η διαδικασία Πιστοποίησης, η οποία εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά, πιλοτικά σε τέσσερα μουσεία της Περιφέρειας Ηπείρου επεκτείνεται ήδη με επιτυχία στα Μουσεία της Δυτικής και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων είναι  μία ολιστική προσπάθεια αναβάθμισης των μουσειακών δομών της χώρας, με στόχο την ανταποδοτικότητά τους προς τον επισκέπτη, αλλά και την ενδυνάμωσή τους ως φορέων πολιτισμού, δια βίου μάθησης και κοινωνικής συνοχής, στη βάση της νέας οργανωτικής δομής και φιλοσοφίας διαχείρισης. Στόχος μας, πάντα, παραμένει τα μουσεία μας να γίνουν ελκυστικά σε ευρύτερα και πολυποίκιλα κοινά, κυρίως νεανικά, από την Ελλάδα και το εξωτερικό».


 




Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού εγκαινιάστηκε, το 2010, και  φιλοξενεί ευρήματα από το 1100 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., τα οποία προέρχονται από την εδαφική επικράτεια της σημερινής Π. Ε. Καστοριάς, η οποία στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα της Ορεστίδας, ενός εκ των βασιλείων της Άνω Μακεδονίας. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου χρονολογικά,  διαρθρώνεται, σε 4 ενότητες, στις οποίες ξεδιπλώνονται οι πολιτικοί και πολιτιστικοί μετασχηματισμοί του κεντρικού τμήματος της Ορεστίδος, από μία ένωση συγγενικών γενών («εθνών») σε ανεξάρτητο βασίλειο, κατόπιν, σε τμήμα του μακεδονικού βασιλείου και, τέλος, σε υποτελή περιοχή στους Ρωμαίους, με πολλά και σημαντικά προνόμια. Στα εκθέματά του περιλαμβάνονται μία μοναδική φαλαγγιτική ασπίδα του παιονικού πεζικού, καθώς και το ψήφισμα των Βαττυναίων, η σημαντικότερη επιγραφή με πολιτικό περιεχόμενο από τη Δυτική Μακεδονία. Ιδιαίτερο στοιχείο της μόνιμης έκθεσης είναι το ύφος των ενημερωτικών κειμένων, που έχουν τη μορφή ερωταποκρίσεων, όπως και η σκόπιμη απουσία λεζαντών. Το Μουσείο διαθέτει εργαστήριο συντήρησης και πλήρως εξοπλισμένη αποθήκη. Το υπαίθριο αμφιθέατρο μικρής κλίμακας για θερινές εκδηλώσεις συμπληρώνει τις υποδομές του περιφερειακού αυτού μουσείου.

 



Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε το 1989. Το κέλυφός του–υπερυψωμένο ισόγειο και τμήμα ημιυπογείου- ακολουθεί την κλίση του φυσικού εδάφους και διακρίνεται για τις καθαρές γραμμές του. Ανακαινίστηκε στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και επαναλειτουργεί από το 2016. Η νέα μόνιμη έκθεση, που αναπτύσσεται σε τρείς αίθουσες, πέριξ ενός αιθρίου, αναδεικνύει τη σημασία και την ακτινοβολία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Καστοριάς, μέσα από το μοναδικό απόθεμα των εικόνων της. Εκτίθενται περισσότερες από 70 εικόνες, χρονολογημένες από τον 12ο έως τον 18ο αι., συνθέτοντας, μαζί με εκείνες που σώζονται στους ναούς της Καστοριάς, ένα σημαντικό σύνολο, εφάμιλλο σε σπουδαιότητα με αυτό του Αγίου Όρους, της Βέροιας, του Σινά και της Κύπρου. Η έκθεση του Μουσείου  εποπτικά συνδυάζεται με ψηφιακά ερμηνευτικά μέσα, ενώ διαθέτει και χώρους ανάπαυσης για τους επισκέπτες. Στο υπόγειο στεγάζονται εργαστήριο συντήρησης και αποθήκες. ​


21 Αυγούστου, 2024

Κνωσός – Knossos

 


 

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

 

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

 

Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

 

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.

 

Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

 

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική  Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 



The most important monuments of the site are:

 

The Palace of Knossos. It is the largest of the preserved Minoan palatial centres. Four wings are arranged around a central courtyard, containing the royal quarters, workshops, shrines, storerooms, repositories, the throne room and banquet halls. Dated to 2000-1350 B.C.

 

The Little Palace. It lies to the west of the main palace and has all the features of palatial architecture: scraped wall masonry, reception rooms, a pristyle hall, a double megaron with polythyra (pi er-and-door partitions) and a lustral basin-shrine. Dated to the 17th-15th centuries B.C.

 

The Royal Villa. It lies to the NE of the palace and its architectural form is distinguished by the polythyra, the pillar crypt and the double staircase, with two flights of stairs. It is strongly religious in character and might have been the residence of an aristocrat or a high priest. Dated to the 14th century B.C.

 

House of the Frescoes. It is located to the NW of the palace and is a small urban mansion with rich decoration on the walls. Dated to the 15th, 14th-12th centuries B.C.

 

Caravanserai. It lies to the south of the palace and was interpreted as a reception hall and hospice. Some of the rooms are equipped with baths and decorated with wall paintings.

 

The "Unexplored Mansion". Private building, probably of private-industrial function, to the NW of the palace. It is rectangular, with a central, four-pillared hall, corridors, storerooms and remains of a staircase. Dated to the 14th-12th centuries B.C.

 

Temple Tomb. It is located almost 600 m. to the south of the palace and was connected with the "House of the High Priest" by means of a paved street. It seems that one of the last kings of Knossos (17th-14th centuries B.C.) was buried here. Typical features of its architecture are the hypostyle, two-pillar crypt, the entrance with the courtyard, the portico and a small anteroom.

 

House of the High Priest. It lies 300 m. to the south of Caravanserai and contains a stone altar with two columns, framed by the bases of double axes.

 

The South Mansion. Private civic house, located to the south of the palace. It is a three-storeyed building with a lustral basin and a hypostyle crypt, dating from the 17th-15th centuries B.C.

 

Villa of Dionysos. Private, peristyle house of the Roman period. It is decorated with splendid mosaics by Apollinarius, depicting Dionysos. The house contains special rooms employed for the Dionysiac cult. Dated to the 2nd century A.D.


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...