Καί μήν ἡ πολύ θαυμαζομένη
πολιτεία τοῦ τήν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος εἰς ἓν τοῦτο συντείνει
κεφάλαιον, ίνα μή κατά πόλεις μηδέ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλά πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καί πολίτας, εἷς δέ βίος ᾖ καί κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης. Τοῦτο Ζήνων μέν ἔγραψεν
ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καί πολιτείας ἀνατυπωσάμενος, Ἀλέξανδρος
δέ τῷ λόγῳ τό ἔργον παρέσχεν.
Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς
μέν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δέ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καί τῶν μέν ὡς
φίλων καί οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων
πολλῶν καί φυγῶν ἐνέπλησε καί στάσεων ὑπούλων τήν ἡγεμονίαν, ἀλλά κοινός ἥκειν
θεόθεν ἁρμοστής καί διαλλακτής τῶν ὅλων νομίζων, οὓς τῷ λόγῳ μή συνῆγε τοῖς ὅπλοις
βιαζόμενος καί εἰς ταὐτό συνενεγκών τά πανταχόθεν, ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ
μίξας τούς βίους καί τά ἤθη καί τούς γάμους καί τάς διαίτας, πατρίδα μέν τήν οἰκουμένην
προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας, ἀκρόπολιν δέ καί φρουράν τό στρατόπεδον, συγγενεῖς
δέ τούς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δέ τούς πονηρούς· τό δ’ Ἑλληνικόν καί βαρβαρικόν μή χλαμύδι μηδέ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδέ κάνδυι διορίζειν, ἀλλά τό μέν Ἑλληνικόν ἀρετῇ
τό δέ βαρβαρικόν κακίᾳ τεκμαίρεσθαι, κοινάς δ’ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καίτραπέζας καί γάμους καί διαίτας, δι’ αἵματος καί τέκνων ἀνακεραννυμένους.
Εκείνη η πολυθαύμαστη
Πολιτεία του Ζήνωνα, που ίδρυσε τη Σχολή των Στωικών, αποβλέπει σε έναν κύριο
σκοπό:να μην κατοικούμε χωρισμένοι σε πόλεις ούτε σε δήμους, που έχουν
ιδιαίτερους κανόνες δικαίου, αλλά να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους συνδημότες
και συμπολίτες, και να υπάρχει ένας κοινός τρόπος ζωής και μία τάξη, όπως σε
μια αγέλη που βόσκει και τρέφεται μαζί υπό έναν κοινό “νόμο”.
Αυτά έγραψε ο Ζήνων,
αναπλάθοντάς τα σαν ένα όνειρο ή μια εικόνα του φιλοσόφου για την εύνομη
πολιτεία.
Αλλά εκείνος που έκανε πράξη
τη θεωρία ήταν ο Αλέξανδρος. Γιατί δεν φόρτωσε τη διακυβέρνησή του με πολλούς
πολέμους και εξορίες και συνωμοτικές εξεγέρσεις, αντιμετωπίζοντας τους Έλληνες
ως ηγέτης και τους βαρβάρους ως δεσπότης, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο
Αριστοτέλης, και φροντίζοντας τους πρώτους ως φίλους και συγγενείς και τους
δεύτερους ως ζώα ή φυτά. Αλλά, πιστεύοντας ότι είχε αποσταλεί από τον θεό ως
κοινός ρυθμιστής και συμφιλιωτής όλων, εξαναγκάζοντας με τα όπλα όσους δεν
έπειθε με τον λόγο και συνενώνοντας σε ενιαίο σύνολο τα πάντα, αναμειγνύοντας
τους τρόπους ζωής και τα ήθη και τους γάμους και τις συνήθειες, όπως σε μια κούπα
φιλίας, πρόσταξε πως πρέπει όλοι να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη,
ακρόπολη και φρουρά τους το στρατόπεδο, συγγενείς τούς αγαθούς και ξένους τους
τούς φαύλους.
Και τον Έλληνα ή τον βάρβαρο
να μην τον καθορίζει η χλαμύδα ή η ασπίδα, ούτε το περσικό ξίφος ή ο μανδύας,
αλλά να συμπεραίνουν ότι κάποιος είναι Έλληνας από την αρετή του και βάρβαρος
από την κακία του. και να θεωρούν κοινά τα ενδύματα και τα φαγητά και τους
γάμους και τις συνήθειες, καθώς θα έχουν αναμειχθεί με δεσμούς αίματος και με
κοινά παιδιά.