Η στρατηγική σημασία του Βάλτου
Μια ακόμη καλή εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα κατά το 1906 μας
παρέχουν τα Απομνημονεύματα του Παπατζανετέα.
Ο Παπατζανετέας («Παναγιώτης»), ένας μεγάλος πατριώτης που
έδωσε την ψυχή του στον αγώνα, έδρασε κάτω από κάπως ιδιόμορφες συνθήκες στην
Κεντρική Μακεδονία, στην περιοχή που είναι γνωστή ως Βάλτος ή λίμνη των
Γιανιτσών. Η λίμνη αυτή, τα νερά της οποίας αναπληρώνονταν κάθε χρόνο από τους
ποταμούς Μογλενίτσα, Πάικο και Λουδία, αποτελούνταν κυρίως από έναν εκτεταμένο
Βάλτο που κάλυπτε έκταση εκατόν εξήντα με εκατόν ογδόντα τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Είχε ακανόνιστο τριγωνικό σχήμα και η νότια όχθη της, με μήκος τριάντα περίπου
χιλιόμετρα, εκτεινόταν προς τα βορειοδυτικά του δρόμου Θεσσαλονίκης-Βέροιας. Η
κορυφή του τριγώνου, δώδεκα με δεκατρία περίπου χιλιόμετρα από τη βάση, έφτανε
σε απόσταση οκτώ μιλίων από την πόλη των Γιανιτσών, στα νότια ακριβώς του
δρόμου προς την Έδεσσα. Γύρω από τη λίμνη, και ειδικά στη νοτιοδυτική της
πλευρά, υπήρχαν πολυάριθμες κοινότητες, οι οποίες, κάτω από την πίεση των
κομιτατζήδων, είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία. Ο ίδιος ο Βάλτος, με τα μικρά
«νησιά» του και τις ψηλές καλαμιές που απλώνονταν σχεδόν αδιάκοπα σε όλη του
την έκταση, είχε μετατραπεί σε άντρο κομιτατζήδων, απ’ όπου τα σώματά τους όχι
μόνο τυραννούσαν τα γύρω χωριά αλλά μπορούσαν να ελέγχουν και τους δύο οδικούς
άξονες που κατευθύνονταν προς τα δυτικά, προς την Έδεσσα και τη Βέροια. Όσο οι
κομιτατζήδες κυριαρχούσαν στη λίμνη και τα γύρω χωριά, κανένα ελληνικό σώμα δε
θα μπορούσε να δράσει αποτελεσματικά στην περιοχή του τριγώνου
Βέροιας-Έδεσσας-Νάουσας.
Επιπλέον, από την περιοχή αυτή περνούσε μια από τις
σημαντικότερες διαδρομές, την οποία έπρεπε να ακολουθήσουν τα ελληνικά σώματα
προκειμένου να διεξαγάγουν τις επιχειρήσεις τους στις ορεινές δυτικές και
βορειοδυτικές περιοχές της Μακεδονίας.
Από το 1905 κιόλας οι Έλληνες είχαν συνειδητοποιήσει τη
σημασία του Βάλτου και είχαν κάνει κάποια προσπάθεια να αποκτήσουν πρόσβαση
στην περιοχή. Εκείνη την εποχή οι κομιτατζήδες ήταν αριθμητικά ισχυροί στη
δυτική πλευρά της λίμνης, που την περιέβαλλαν πυκνές δασικές εκτάσεις. Μετά την
αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903, είχαν βρει στα δάση αυτά και,
ιδίως, στην ίδια τη λίμνη, ένα καλό καταφύγιο από τις τουρκικές περιπόλους. Στη
λίμνη εγκαταστάθηκαν στα καλύβια που είχαν φτιάξει από τη βλάστηση του Βάλτου οι
ψαράδες για να περνούν εκεί δύο ή τρεις μέρες κάθε φορά που έβγαιναν για
ψάρεμα. Τα καλύβια αυτά κατασκευάζονταν στα ρηχά και η βάση, ή το πάτωμά τους,
σχηματιζόταν με καλάμια. Καθώς ήταν καλά κρυμμένα, μπορούσε κανείς αρκετά
εύκολα να τα υπερασπίσει περιβάλλοντάς τα με αναχώματα από λάσπη. Μπορούσε
κανείς να τα προσεγγίσει μόνο με πλάβες με επίπεδο πυθμένα, από στενές και
ελικοειδείς υδάτινες διόδους μέσα από τις πυκνές καλαμιές και τα βούρλα. Στις
ακτές της λίμνης, όπου συνέβαινε το έδαφος να είναι σταθερό, υπήρχαν «σκάλες»,
με το όνομα συνήθως του πλησιέστερου χωριού.
Οι κομιτατζήδες κατείχαν έξι κύρια καλύβια συγκεντρωμένα σε
μια μικρή περιοχή βορειοανατολικά του χωριού Ζερβοχώρι. Στην περιοχή αυτή
δέσποζε ο Αποστόλ και από εκεί εξουσίαζε τα γύρω χωριά, τη λίμνη και ουσιαστικά
όλη την πεδιάδα από τη Θεσσαλονίκη ως τη Βέροια. Έτσι, όταν το 1905 οι Έλληνες
αποπειράθηκαν να διεισδύσουν στη λίμνη, η επιχείρηση αποδείχτηκε εξαιρετικά
δύσκολη. Παρόλο που είχαν την υποστήριξη των ντόπιων Τούρκων, οι οποίοι επιθυμούσαν
να τεθεί τέλος στις επιδρομές των κομιτατζήδων στα τσιφλίκια τους, χρειάστηκε
αρκετός χρόνος πριν μπορέσουν να στρατολογήσουν αρκετούς άντρες από τους
κατοίκους των χωριών, είτε ως μέλη των ενόπλων σωμάτων, είτε ως οδηγούς ή
μεταφορείς εφοδίων. Παρόλα αυτά ο Έλληνας αξιωματικός Μπουκουβάλας («καπετάν
Πετρίλος»), με τη συνδρομή των συναδέλφων του Ρήγα («Καβοντόρος») και
Αναγνωστάκου («Ματαπάς»), αφού έλαβε κάποια εφόδια και πυρομαχικά από τους
Τούρκους, κατόρθωσε να διεισδύσει στη λίμνη και να δημιουργήσει βάσεις στις
καλύβες, γνωστές ως Τσέκρι (Παραλίμνιο), Αλί και Λάκκα. Οι αξιωματικοί αυτοί
μυήθηκαν στα μυστικά της λίμνης από τον Γκόνο, σλαβόφωνο αγωνιστή από τα
Γιανιτσά, ο οποίος από το 1900 ως το 1904 ήταν κομιτατζής. Εγκατέλειψε όμως
τους Βούλγαρους, επειδή αισθανόταν Έλληνας (η μητέρα του ήταν ορθόδοξη) και τον
Οκτώβριο του 1904 εισέδυσε στη λίμνη, όπου παρέμενε με διαλείμματα μέχρι το
1908.
Τα ελληνικά ερείσματα στη λίμνη έγιναν πιο σταθερά, όταν
άρχισε εκεί την ένοπλη δράση του ο Έλληνας αξιωματικός του ναυτικού Δεμέστιχας
(«καπετάν Νικηφόρος»). Ήδη, με την άφιξη σχετικά ισχυρών ελληνικών σωμάτων, οι
χωρικοί άρχισαν επιτέλους να αναθαρρούν και να αποκηρύσσουν τους δεσμούς τους
με την Εξαρχία, ενώ σχημάτισαν και μικρές ομάδες με σκοπό να συνεργαστούν με τα
ελληνικά σώματα όποτε οι συνθήκες το απαιτούσαν. Οι χωρικοί άρχισαν να βοηθούν
στο έργο της επέκτασης και οχύρωσης των καλυβιών. Με τη βοήθειά τους ο
Νικηφόρος μπόρεσε να κατασκευάσει μια μεγάλη καλύβα, γνωστή ως «Νίκη».
Σ’ αυτό το ελληνικό προπύργιο έρχονταν κάθε Σάββατο για
εκπαίδευση νέοι άντρες από είκοσι πέντε χωριά. Ταυτόχρονα γίνονταν πολλές
προσπάθειες για να ανοιχτεί δίοδος επικοινωνίας με τη Θεσσαλονίκη. Η γενική
ιδέα ήταν να χρησιμοποιηθεί το βορειοανατολικό τμήμα της λίμνης ως βάση
ανεφοδιασμού για όλα τα σώματα, ως ενδιάμεσος σταθμός για τα σώματα που
προωθούνταν στις βόρειες και δυτικές ορεινές περιοχές, και ως βάση για τις
επιχειρήσεις στην περιοχή των Γιανιτσών.
Παρά την πρόοδο αυτή, έμεναν ακόμη να γίνουν πολλά. Έπρεπε
πρωτίστως να εκδιωχθεί ο εχθρός από τις βάσεις του στα νοτιοανατολικά και, αι
αυτό δεν ήταν εφικτό, να αποκλειστεί και να περιοριστεί στην άμυνα.
Για το σκοπό αυτό, το ελληνικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης
έστειλε στην περιοχή στις αρχές της άνοιξης του 1906 έναν από τους πιο
φημισμένους Μακεδονομάχους, τον «καπετάν Παναγιώτη» (λοχίας Παπατζανετέας), ο
οποίος τέθηκε υπό τις διαταγές του Ματαπά.
Ο Παπατζανετέας, με καταγωγή μανιάτικη, είχε υπηρετήσει ως
λοχίας στο ελληνικό πυροβολικό. Στη συνέχεια τον είχε προσλάβει στον Πειραιά ο
Α. Μαζαράκης για την αποστολή όπλων και κλινοσκεπασμάτων στη Μακεδονία.
Ενθουσιώδης, βαθύτατα έντιμος και με μεγάλη επιμονή, ενοχλούσε διαρκώς τους
αδελφούς Μαζαράκη και τους συναδέλφους τους αξιωματικούς ζητώντας να σταλεί στη
Μακεδονία• η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε μόλις τον Ιανουάριο του 1906, όταν
Πήρε διαταγή να αναχωρήσει με οκτώ άντρες για τη λίμνη των Γιανιτσών• και μόλις
στα τέλη Μαρτίου έφτασε στη λίμνη, στην καλύβα Τούμπα, κοντά στην Τερχόβιστα
(Καμποχώρι), όπου παρουσιάστηκε στον Ματαπά.
Με την άφιξή του οι ελληνικές δυνάμεις στη λίμνη έφτασαν
τους 55 άντρες. Είχαν τις βάσεις τους σε δύο καλύβια, ένα τμήμα με επικεφαλής
τον Καβοντόρο (Ρήγα) στα βορειοανατολικά, στο Τσέκρι, και το άλλο με επικεφαλής
τον Ματαπά στα νότια, στην Τούμπα. Από τα ορμητήρια αυτά οι Έλληνες
πραγματοποιούσαν νυχτερινές περιπολίες στα χωριά για να τα προστατεύσουν από τα
εξαρχικά σώματα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας εξερευνούσαν συχνά τη λίμνη με
πλάβες με σκοπό να ανακαλύψουν τις θέσεις όπου οι αντίπαλοί τους είχαν τις
βάσεις τους. Μερικές φορές τα δύο τμήματα ένωναν τις δυνάμεις τους• αυτό έκαναν
μια ημέρα του Απριλίου, όταν ήρθαν σε συμφωνία με τις τουρκικές δυνάμεις να
επιτεθούν στον κομιτατζή Αποστόλ που νόμιζαν ότι βρισκόταν στην καλύβα Μπάλιτσα
(Μελίσσι). Λίγο αργότερα ο Παπατζανετέας πήρε διαταγή να προωθηθεί με τον
Ταμβάκη και να «κόψει» το δρόμο που συνέδεε τα Γιανιτσά με τη Βέροια.
Η αποστολή αυτή (να «κόψει» το δρόμο σήμαινε να σκοτώσει
όσους εξαρχικούς έβρισκε εκεί, ώστε να αποτραπεί η χρήση του από άλλους)
πραγματοποιήθηκε από τον Ταμβάκη. Ο Παπατζανετέας με την ομάδα του δέχτηκε
επίθεση από τουρκική περίπολο και, καθώς αναγκάστηκε να αναζητήσει ασφάλεια στο
δάσος, έχασε το δρόμο. Μετά από πολλές αναζητήσεις, και αφού έπιασε ένα Βλάχο
για να τον οδηγήσει, έφτασε στο χωριό Μικρογούζι. Το Μικρογούζι, χωριό μεικτό
με ρουμανίζοντες και πατριαρχικούς, αρνήθηκε να τον βοηθήσει.
Την επόμενη μέρα, όμως, συνάντησε ένα μικρό Έλληνα βοσκό, ο
οποίος προμήθευσε το σώμα με τρόφιμα από το ελληνικό χωριό Σταυρός• από το χωριό
αυτό ήρθαν δύο χωρικοί και ενημέρωσαν τον Παπατζανετέα ότι βρισκόταν στην
περιοχή ο Μπενής και το σώμα του. Ο Μπενής είχε εμπλακεί μαζί με τον Κατεχάκη
εναντίον τουρκικής δύναμης κοντά στη Νάουσα και είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει
προς τη λίμνη των Γιανιτσών. Ενώνοντας τις δυνάμεις τους οι δύο αρχηγοί
κατόρθωσαν να φτάσουν με ασφάλεια στην καλύβα της Τερχόβιστας, όπου βρήκαν τον
Ματαπά.
Ο Ματαπάς έδωσε τότε διαταγή στον Παπατζανετέα και τον Μπενή
να τιμωρήσουν το εχθρικό Μικρογούζι. Η διαταγή εκτελέστηκε: οι δύο αρχηγοί
έπιασαν τον πατριαρχικό μουχτάρη του χωριού και τρεις ρουμανίζοντες και τους
εκτέλεσαν. Αργότερα ο Παπατζανετέας έστειλε επιστολή στον Τούρκο μπέη του
χωριού και του ζήτησε να απολύσει όλους τους ρουμανίζοντες από την ιδιοκτησία
του• σε αντίθετη περίπτωση, ο Έλληνας καπετάνιος απείλησε να κάψει όλη τη
σοδειά στο Μικρογούζι και στον Πρόδρομο. Ο Τσατά μπέης έστειλε ως απάντηση στον
Παπατζανετέα έναν άντρα του προσφέροντάς του 500 τουρκικές λίρες και όπλα, αλλά
ο Παπατζανετέας δεν τα δέχτηκε. Επέμεινε ότι ο μπέης έπρεπε να εκδιώξει τους
ρουμανίζοντες καθώς, επίσης, και τον παντοπώλη Βασίλειο, που ήταν γνωστό ότι
κατέδιδε τις κινήσεις των Ελλήνων. Δύο μέρες αργότερα ο μπέης με τους Έλληνες
κολίγους του πυρπόλησαν τις καλύβες των ρουμανιζόντων. Σκότωσαν τον πατέρα του
Βασίλειου, ενώ ο ίδιος διέφυγε και εγκαταστάθηκε στα Γιανιτσά.
Για μερικές μέρες ο Παπατζανετέας και οι άντρες του
εξερευνούσαν το Βάλτο τη μέρα και τη νύχτα επισκέπτονταν τα χωριά. Στις 20
Μαΐου ο Ματαπάς, ο οποίος είχε λάβει ενισχύσεις, διέταξε και πάλι Τον
Παπατζανετέα να «κόψει» το δρόμο Γιανιτσών-Έδεσσας, ώστε να μαθευτεί ότι οι
Έλληνες δρούσαν στην περιοχή.
Αυτή τη φορά ο Παπατζανετέας πήρε μαζί του 15 επίλεκτους
άντρες. Σε σημείο κοντά στο Βέρτεκοπ, έπιασε τέσσερις ταξιδιώτες, σκότωσε τους
τρεις (ο τέταρτος αποδείχτηκε «Έλληνας») και, στη γλώσσα του σκληρού αυτού
αγώνα, «άφησε το επισκεπτήριό του» πάνω στα θύματα: μια γραπτή προειδοποίηση
προς τους άλλους, με υπογραφή και σφραγίδα.
Στις 5/18 Ιουνίου επιτέθηκε με τους 24 άντρες του στο χωριό
Αλάρ (Αρχοντικό), δύο ώρες δρόμο ανατολικά των Γιανιτσών, αντιμετώπισε, όμως,
ισχυρή αντίσταση και αναγκάστηκε να αποσυρθεί.
Λίγο αργότερα, ενώ εξερευνούσε τη λίμνη, ανακάλυψε στη
βορειοδυτική περιοχή νέο εχθρικό καλύβι κοντά στην τοποθεσία Αλί Μπεϊντάκα. Η
δύναμη που είχε μαζί του ήταν πολύ μικρή για να επιχειρήσει επίθεση. Την
επόμενη μέρα, μετά από περαιτέρω έρευνα, ανέφερε τις ανακαλύψεις του στον
Ματαπά. Στις 11/24 Ιουνίου οι δύο αρχηγοί, αφού πήραν μαζί τους κάπου 40
άντρες, ξεκίνησαν με 12 πλάβες από το Τσέκρι για να κυριεύσουν αυτό το εχθρικό
προπύργιο. Δόθηκε σκληρή μάχη εκ του συστάδην, παρόλο που οι καλαμιές δεν
επέτρεπαν στους πρωταγωνιστές της να δουν ο ένας τον άλλον.
Παρόλο που οι πυροβολισμοί γίνονταν στην τύχη, σκοτώθηκαν έξι
εχθροί (όπως έγινε γνωστό αργότερα), ανάμεσά τους και ο οπλαρχηγός Στέργιος
(ένας Βλάχος), τρεις ακόμη τραυματίστηκαν και τρεις άλλοι σκοτώθηκαν από
Τούρκους στρατιώτες που είχαν πιάσει θέσεις (έπειτα από συμφωνία με τον Ματαπά)
στην άκρη του Βάλτου για να αποκόψουν όσους θα προσπαθούσαν να διαφύγουν. Οι
Έλληνες έχασαν έναν άντρα και δύο τραυματίστηκαν. Δεν κατόρθωσαν, ωστόσο, να
καταλάβουν το καλύβι, το οποίο ήταν πράγματι πολύ εύκολο να υπερασπιστεί κανείς
αλλά πολύ επικίνδυνο να του επιτεθεί.
Λίγο αργότερα ο Παπατζανετέας, αφού μετακινήθηκε στο
νοτιότερο άκρο της λίμνης (ο Ματαπάς είχε πια επιστρέψει στην Ελλάδα), έστειλε
επιστολή στο χωριό Λικόβιστα (Λυκογιάννης) απαιτώντας να αποκηρύξει την
Εξαρχία. Το τοπικό συμβούλιο αρνήθηκε και ο Παπατζανετέας μαζί με τον Μπενή
κανόνισαν να επιτεθούν στο χωριό. Έξω από το χωριό συνάντησαν εργάτες στα
χωράφια του βαμβακιού. Έπιασαν, τους άντρες, αλλά οι γυναίκες έτρεξαν στη
Βέροια για να ειδοποιήσουν τους Τούρκους.
Οι δύο οπλαρχηγοί πήραν τους άντρες, έξι τον αριθμό, στο
καλύβι τους και απέσπασαν τις πληροφορίες που ήθελαν μετά από βασανιστήρια. Στη
συνέχεια συμπεριφέρθηκαν καλά στους αιχμαλώτους τους και αυτοί συμφώνησαν
τελικά να υπογράψουν επιστολή προς το χωριό τους με την υπόδειξη να γίνει
πατριαρχικό. Απαντώντας το χωριό απαίτησε να απελευθερωθούν οι συγχωριανοί τους
πριν συζητηθεί η προσχώρησή τους στην πατριαρχική παράταξη.
Η απάντηση δεν ικανοποίησε τον Παπατζανετέα και τον Μπενή
και σκότωσαν τους αιχμαλώτους τους. Λίγες μέρες μετά αντιπροσωπεία του χωριού
έφτασε με υπογεγραμμένη δήλωση επιστροφής στην Ορθοδοξία.
Ο Παπατζανετέας παρέπεμψε την αντιπροσωπεία αυτή στο
ελληνικό κομιτάτο στη Βέροια, για να μπορέσει να ζητήσει το διορισμό
πατριαρχικού ιερέα και δασκάλου στο χωριό. Με το κομιτάτο της Βέροιας ο Παπατζανετέας
κανόνισε να δίνεται κάθε μήνα μια τουρκική λίρα σε κάθε μέλος της
αντιπροσωπείας του χωριού και αποζημίωση στις οικογένειες εκείνων που είχαν
σκοτωθεί. Λίγες μέρες αργότερα έστειλε άντρες στο Μικρογούζι να πιάσουν ένα
ρουμανίζοντα που είχε καταφέρει να μείνει εκεί, καθώς, επίσης, και έναν
«Έλληνα» καταδότη που θεωρούνταν επικίνδυνος. Την ίδια μέρα ο ίδιος και ο
Μπενής επιτέθηκαν στους κομιτατζήδες στη λίμνη Κοντά στην Πλάσνα (Κρύα Βρύση).
Το σχέδιό τους ήταν να κινητοποιήσουν τους Τούρκους που βρίσκονταν
εκεί κοντά και να ξεγλιστρήσουν την κατάλληλη στιγμή. Το αποτέλεσμα ήταν να
σκοτωθούν πέντε κομιτατζήδες και να τραυματιστούν δύο.
Η επόμενη αποστολή του ήταν να συνοδέψει τον Κατεχάκη και το
σώμα του κατά τη διάβασή τους από τη λίμνη και, αφού το έκανε αυτό, άρχισε πιο
εκτεταμένες έρευνες για εχθρικά κρησφύγετα Μια μέρα, σκαρφαλωμένος σε ένα ψηλό
δέντρο, ανακάλυψε το κρησφύγετο του Ζερβοχωρίου στη νοτιοδυτική περιοχή. Για να
το πλησιάσει έπρεπε να ανοίξει νέο διάδρομο ανάμεσα στις καλαμιές. Μόλις έγινε
αυτό, αποφάσισε να χτίσει δικό του καλύβι κοντά σ’ εκείνο του εχθρού• ο νέος,
όμως, διοικητής στην περιοχή Μακρόπουλος («καπετάν Κλάπας») ούτε που ήθελε ν’
ακούσει γι’ αυτό.
Όταν, όμως, στις αρχές Αυγούστου ο Παπατζανετέας πήρε
διαταγή να παρουσιαστεί στο Κέντρο της Θεσσαλονίκης, βρήκε την ευκαιρία να
εξηγήσει την κατάσταση στον Ζώη, τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για την
περιοχή της λίμνης. Του ανέφερε ότι οι κομιτατζήδες που είχαν τη βάση τους στη
λίμνη επεξέτειναν τη δράση τους μέχρι την Καρατζόβα, την Έδεσσα και τα Λιβάδια.
Στη συνέχεια τόνισε την ανάγκη να χτιστούν καλύβια κοντά σε
αυτά του εχθρού. Το Κέντρο ενέκρινε την τακτική αυτή και στις 24 Αυγούστου ο
Παπατζανετέας γύρισε στη λίμνη, έχοντας αναλάβει την αρχηγία της νοτιοδυτικής
περιφέρειας. Καθώς, όμως, επέστρεψε, ο Μπενής αρνήθηκε να υπηρετήσει κάτω από
τις διαταγές του, γεγονός που άφησε τον Παπατζανετέα με έξι άντρες.
Σ’ αυτούς πρόσθεσε πέντε νεοσύλλεκτους από τη Λικόβιστα (το
χωριό που είχε τιμωρήσει) και άρχισε αμέσως το επίπονο έργο της κατασκευής της
καλύβας «Παναγιώτης», την οποία έκανε αρκετά μεγάλη, ώστε να χωρά 70 περίπου
άντρες.
Μετά την αποπεράτωσή της έκτισε άλλο μικρότερο καλύβι κοντά
στα χωριά Αγία Μαρίνα, Γιάντσιστα (Γιάνισσα) και Ζερβοχώρι, χωριά στα οποία
ήταν εγκατεστημένοι πολλοί κομιτατζήδες. Έλπιζε ότι Θα μπορούσε να επιτεθεί στα
χωριά αυτά πριν περάσει πολύς καιρός. Στρατολόγησε έπειτα περισσότερους άντρες
από τα γύρω χωριά και προσέλαβε, επίσης, κάποια από τα μέλη του παλιού σώματος
του Μπενή. Ακόμη και τότε, όμως, η δύναμή του δεν ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να
επιτεθεί στα προπύργια των κομιτατζήδων. Έγραψε, λοιπόν, στον «Κολιό»
(υπολοχαγός Ν. Ρόκας), αρχηγό της οργάνωσης στη Νάουσα, και τον προσκάλεσε να
ενώσουν τις δυνάμεις τους για την επίθεση. Ο Κολιός, όμως, είχε άλλες
υποχρεώσεις.
Αυτή ήταν η κατάσταση, όταν το Κέντρο της Θεσσαλονίκης
έστειλε στο Βάλτο τον Τέλλο Αγαπηνό («Άγρας») με 19 άντρες και ζήτησε από τον
Παπατζανετέα να «του μάθει τη λίμνη». Ο Παπατζανετέας το έκανε και έπειτα του
παραχώρησε την αρχηγία. Ακριβώς εκείνη την εποχή, ο Τούρκος διοικητής της
Βέροιας Ασί μπέης έστειλε στον Παπατζανετέα τον Χαλίλ μπέη με επιστολή, με την
οποία του παραχωρούσε δύναμη 50 Τούρκων για να επιτεθεί εναντίον των
κομιτατζήδων στη λίμνη.
Ο Παπατζανετέας εξήγησε στον Χαλίλ ότι δεν είχε πια την
αρχηγία αλλά ότι θα διαβίβαζε την επιστολή στον αρχηγό του. Αμέσως μετά, όμως,
ο Παπατζανετέας έπεσε άρρωστος (χωρίς αμφιβολία είχε κολλήσει ελονοσία, καθώς
τα κουνούπια της λίμνης κινούνταν σα σμήνη μελισσών) κι έφυγε στη Νάουσα για να
αναρρώσει, ντυμένος χωρικός και με τη συνοδεία ενός από τους μπέηδες.
Η επιχείρηση του «καπετάν Άγρα»
Ενώ ο Παπατζανετέας βρισκόταν στη Νάουσα, ο Άγρας διεξήγαγε
το ριψοκίνδυνο και ορμητικό του αγώνα στη λίμνη. Ο Άγρας είχε σταλεί στην Αθήνα
για να σχηματίσει σώμα ευζώνων που προοριζόταν για δράση στην περιοχή του
Βερμίου, αλλά έλαβε διαταγή πρώτα να «μάθει τη λίμνη», να εκπαιδεύσει τους
άντρες του εκεί, και να τη χρησιμοποιήσει ως βάση και καταφύγιο. Είχε, επίσης,
διαταγή να μεταφέρει το αρχηγείο της περιοχής Νάουσας- Έδεσσας στη λίμνη, αλλά
δεν επρόκειτο να δράσει εκεί η λίμνη θα αποτελούσε το ορμητήριο και όχι το χώρο
της δράσης του.
Ο Άγρας συνάντησε τον Παναγιώτη (Παπατζανετέα) στην καλύβα
Τσέκρι και έπειτα πήγε στις 10/23 Οκτωβρίου μαζί του στο καλύβι της Τερχόβιστας
στη νότια πλευρά της δυτικής γωνίας της λίμνης. Εκεί ο Άγρας έμαθε τα μυστικά
του Βάλτου και συνάντησε τους αναρίθμητους τοπικούς πράκτορες. Είχε ήδη
αποκτήσει 19 άντρες. Αφού πήρε δέκα από αυτούς και άφησε τους υπόλοιπους με τον
Τηλιγάδη στον Παπατζανετέα, πήγε να συναντήσει τον Ρόκα στη Νάουσα, όπου έφτασε
στις 26 Οκτωβρίου. Έμεινε εκεί δέκα περίπου μέρες. Η επίσκεψή του είχε σκοπό να
πείσει τον παλιό του φίλο να παραμείνει στη Μακεδονία, να ενώσουν τις δυνάμεις
τους και, παρά τις διαταγές, να εξαπολύσουν μια πραγματική επίθεση στο Βάλτο.
Επέστρεψε, όμως, στη λίμνη χωρίς να επιτύχει το σκοπό του,
κι αφού πρόσθεσε στο σώμα του λίγους νεοσύλλεκτους από τη Νάουσα. Ήταν
αποφασισμένος, πάντως, να εκδιώξει τους κομιτατζήδες από τα προπύργιά τους στη
νοτιοδυτική περιοχή. Ενώ, όμως, ο Παπατζανετέας συνειδητοποιούσε τις δυσκολίες
μιας τέτοιας επιχείρησης και την ανάγκη για προσεκτική προετοιμασία, ο
παρορμητικός Άγρας ήταν υπέρμαχος της δράσης και έτοιμος να αναλάβει μεγάλους
κινδύνους.
Απέστειλε στους κομιτατζήδες άχρηστες απειλές και τους
προκαλούσε να βγουν έξω και να αναμετρηθούν μαζί του. Κουρασμένος από την
απραξία, αποφάσισε να ανοίξει νέες διόδους προς τα εχθρικά οχυρά και να
δημιουργήσει κοντά τους άλλη μια βάση. Για το έργο αυτό κατόρθωσε να
στρατολογήσει χωρικούς από το Γιδά και άλλα ελληνικά χωριά στον κάμπο του
Ρουμλουκιού• αυτοί, με τον ίδιο τον Άγρα να δίνει το παράδειγμα, δούλεψαν
σκληρά μέσα στο δυνατό κρύο και τις βροχές του Νοεμβρίου, κάτω από την ένοπλη
προστασία των σωμάτων.
Ο Άγρας ήθελε κυρίως να καταλάβει το παλιό καλύβι των
ψαράδων Κούγκα, για την οποία είχε ακουστά, αλλά κανείς από όσους ήταν μαζί του
δε γνώριζε την ακριβή της θέση. Τελικά ο Άγρας βρήκε έναν ψαρά (οι περισσότεροι
από αυτούς ήταν με τους κομιτατζήδες), ο οποίος ήταν πρόθυμος να αλλάξει
στρατόπεδο και να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός. Ο Άγρας στρατολόγησε
τότε και άλλους χωρικούς από την Αγία Μαρίνα και άρχισε να ανοίγει ακόμη ένα
μονοπάτι που να οδηγεί στο προπύργιο των κομιτατζήδων. Οι κομιτατζήδες άρχισαν
να παίρνουν κάποιες πληροφορίες γι’ αυτή τη δραστηριότητα• έστελναν διαρκώς
περιπολίες και προσπαθούσαν να στήσουν ενέδρα στους άντρες του Άγρα.
Ο Άγρας, όμως, μπορούσε να καλεί σε βοήθεια τον Νικηφόρο, ο
οποίος είχε τη βάση του στο βορειοανατολικό τμήμα της λίμνης. Μετά από πολλά,
βρήκε την Κούγκα, που απείχε τέσσερις ώρες μακριά από την ελληνική βάση στην
Τερχόβιστα. Ήταν τώρα αποφασισμένος να εξαπολύσει επίθεση, παρόλο που ο
Νικηφόρος είχε επιστρέψει στη βάση του. Επιπλέον, θεωρούσε χάσιμο χρόνου να
επεκτείνει και να οχυρώσει τη δική του προκεχωρημένη βάση. Από τη βάση αυτή
απέκρουε διαρκώς τις επιθέσεις εχθρικών περιπόλων, και ζούσε με την ελπίδα να
επιτεθούν οι αντίπαλοί του με όλες τους τις δυνάμεις για να τους συντρίψει. Οι
τολμηρές του επιθέσεις εναντίον των περιπόλων, όμως, είχαν υποχρεώσει τους
κομιτατζήδες να περάσουν στην άμυνα. Το όνομα του Άγρα είχε ήδη γίνει θρύλος
ανάμεσά τους και είχαν αρχίσει να ενισχύουν τις δικές τους θέσεις, βελτιώνοντας
τα «τείχη» τους και καλώντας περισσότερες ενισχύσεις από τη στεριά για την
άμυνά τους.
Ελπίζοντας να τους προκαλέσει, ο Άγρας επιτέθηκε σε ένα από
τα εξαρχικά χωριά, το Ζερβοχώρι, όπου κατέλυε συνήθως το σώμα του Αποστόλ.
Παίρνοντας μαζί του δεκαοκτώ άντρες, μεταξύ των οποίων και το μικρό σώμα του
Γκόνου από τα Γιανιτσά, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο χωριό, πυρπόλησε σπίτια και
συνέλαβε αιχμαλώτους• ο άθλος του αυτός ενίσχυσε τη φήμη του στην περιοχή και
εγκαρδίωσε τις ελληνικές κοινότητες. Η επιτυχία του αυτή, ωστόσο, έκανε τους
αντιπάλους ακόμη πιο διστακτικούς να του επιτεθούν, καθώς αρκούνταν πια σε
περιπολίες μόνο από απόσταση ασφαλείας.
Ο Άγρας άρχισε να χάνει την υπομονή του. Αντιμετώπιζε
δυσκολίες με τον εφοδιασμό του σώματός του, ενώ ο ίδιος υπέφερε από πυρετό.
Αποφάσισε, λοιπόν, να επιτεθεί. Νωρίς το πρωί στις 14/27 Νοεμβρίου ξεκίνησε με
είκοσι ευζώνους και αρκετούς ντόπιους αντάρτες, αφήνοντας λίγους άντρες να
φρουρούν τη βάση του. Με τις επτά πλάβες τους γλίστρησαν αργά και αθόρυβα προς
το Κεντρικό καλύβι του εχθρού, όπου έφτασαν ακριβώς την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος.
Άνοιξαν πυρ που οι σκοποί των κομιτατζήδων ανταπέδωσαν οχυρωμένοι πίσω από τα
αναχώματά τους.
Ο Άγρας και οι άντρες του πλησίασαν περισσότερο και έπειτα
άφησαν τις πλάβες τους για να προχωρήσουν μέσα από το νερό με σκοπό να ρίξουν
βόμβες μέσα στο καλύβι. Οι βόμβες αυτές, όμως, δεν εξερράγησαν. Τότε ο Άγρας
και οι άντρες του βρέθηκαν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά που προέρχονταν από
τις άλλες θέσεις των κομιτατζήδων. Η συμπλοκή συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, γιατί
παρά την αποτυχία των βομβών, ο Άγρας, εμψυχώνοντας τους άντρες του,
αποπειράθηκε να καταλάβει το κεντρικό καλύβι προτού φτάσουν εχθρικές ενισχύσεις
από το κοντινό χωριό Γκόλο Σέλο.
Στο κρισιμότερο σημείο της μάχης, τρεις από τους άντρες του
Άγρα σκοτώθηκαν και έξι τραυματίστηκαν, ανάμεσά τους και ο Άγρας (χτυπήθηκε στο
χέρι και έχασε ένα δάχτυλο) και ο Τηλιγάδης, ο οποίος μαχόταν στα πλευρά, στην
προσπάθειά του να σιγήσει τα διασταυρούμενα πυρά από τις εχθρικές Θέσεις
υποστήριξης. Παρόλο που ο Άγρας τραυματίστηκε για δεύτερη φορά στον ώμο,
συνέχισε να πολεμά για αρκετή ώρα, και με μεγάλη απροθυμία έδωσε τελικά διαταγή
στους άντρες του να γυρίσουν πίσω στις βάρκες-μια εξαιρετικά δύσκολη κίνηση,
γιατί εξαιτίας της λάσπης που υπήρχε στον πάτο, το κάθε βήμα έπρεπε να γίνεται
πολύ αργά. Μέχρι το μεσημέρι, πάντως, οι επιζώντες μαζί με τους τραυματίες
επέστρεψαν στην προκεχωρημένη βάση τους στην Κούγκα•ο Άγρας, όμως, αφού έστειλε πίσω τους τραυματίες, δεν
εννοούσε να υποχωρήσει άλλο. Το βράδυ έφτασε με άντρες από τη βορειοανατολική
περιοχή ο Νικηφόρος, που είχε ακούσει τους πυροβολισμούς.Έστειλε περιπολίες,
που έδειξαν ότι οι κομιτατζήδες δεν είχαν τολμήσει να βγουν από τα προπύργιά
τους για να επιτεθούν. Το ίδιο βράδυ ο Νικηφόρος έπεισε τον Άγρα να αναδιπλωθεί
στο καλύβι «Βαγγέλης», ενώ ο ίδιος ανέλαβε να κρατήσει την Κούγκα με τη βοήθεια
του Τηλιγάδη που ήταν μόνο ελαφρά τραυματισμένος.
Λίγο αργότερα επέστρεψε στη λίμνη ο Παπατζανετέας. Είχε
μάθει για τη συμπλοκή ενώ ανάρρωνε στη Νάουσα και ήταν ό,τι ακριβώς φοβόταν: ο
Άγρας είχε βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, επειδή είχε αγνοήσει τη συμβουλή του
Παπατζανετέα να χρησιμοποιήσει δυνάμεις από τον ανατολικό τομέα για την
ανάσχεση των εχθρικών θέσεων που βρίσκονταν στα πλάγια, καθώς η επίθεση
εξαπολυόταν εναντίον του κύριου αντικειμενικού στόχου.
Το ελληνικό κομιτάτο της Βέροιας, μόλις πληροφορήθηκε την
κατάσταση, ικέτευσε τον Παπατζανετέα να επιστρέψει αμέσως, διαφορετικά υπήρχε ο
κίνδυνος να καταστραφεί όλο του το έργο στη λίμνη• αν και άρρωστος, ο μεγάλος
αυτός πατριώτης ξεκίνησε αμέσως, με τη συνοδεία του Ανβί μπέη, φιλικά
διακείμενου Τούρκου, για να επισπεύσει το ταξίδι.
Μόλις έφτασε στην Κούγκα ο Παπατζανετέας αποφάσισε να χτίσει
αμέσως ακόμη ένα καλύβι κοντά στο εχθρικό προπύργιο του Ζερβοχωρίου. Παίρνοντας
μαζί του δώδεκα άντρες, στους οποίους πρόσθεσε μερικούς από τους άντρες του
Καραπάνου, ξεκίνησε την προσπάθειά του, για να διαπιστώσει, όμως, ότι ο εχθρός
είχε ήδη κατασκευάσει καλύβι στην περιοχή. Προσέχοντας να μη βρεθεί ανάμεσα σε
δύο πυρά, αποσύρθηκε στην Κούγκα και εκεί σχεδίασε να φέρει στην ίδια
θέση-μεταξύ δύο πυρών-τους αντιπάλους του.
Ακολουθώντας νέο, άγνωστο στον εχθρό, κανάλι ανάμεσα στις
καλαμιές, επιτέθηκε στο καινούριο καλύβι. Ο Καραπάνος θα εξαπέλυε επίθεση από
την Κούγκα και έτσι θα έθετε τον εχθρό ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά,
εμποδίζοντάς τον έτσι να λάβει ενισχύσεις από το καλύβι του Ζερβοχωρίου.
Ξεκινώντας ήσυχα και αργά στις 3 π.μ. (21 Νοεμβρίου/4
Δεκεμβρίου) ο Παπατζανετέας έφτασε στις 6 π.μ. σε απόσταση αναπνοής από το
καλύβι. Μια άγρια μάχη άρχισε σύντομα, με τον Καραπάνο να βοηθά, όπως ήταν το
σχέδιο.
Εξαντλήθηκαν, όμως, τα πυρομαχικά του Παπατζανετέα. Τη
στιγμή εκείνη έφτασαν στην άκρη της λίμνης τουρκικές δυνάμεις. Ο Παπατζανετέας
υποχώρησε αμέσως, έχοντας επιφέρει σημαντικές απώλειες στον εχθρό, χωρίς όμως
να έχει πετύχει τον αντικειμενικό του στόχο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε
τώρα να κατασκευάσει δύο νέα καλύβια, αλλά η δυσκολία ήταν ότι δεν υπήρχαν
αρκετοί άντρες για να τις επανδρώσουν.
Λίγο μετά το επεισόδιο αυτό, ο Παπατζανετέας έλαβε μια ακόμη
πρόσκληση από τον Τούρκο διοικητή της Βέροιας να πάρει μέρος σε κοινές
επιχειρήσεις εναντίον των κομιτατζήδων. Την εποχή εκείνη, όμως, είχε ήδη
αναλάβει τη διοίκηση ο Σάρρος και η απόφαση ανήκε σ’ αυτόν και όχι στον
Παπατζανετέα.
Οι Έλληνες ήταν πάντοτε διχασμένοι σχετικά με το ζήτημα
αυτό, να δεχτούν, δηλαδή, ή όχι την τουρκική βοήθεια. Ούτως ή άλλως τις μάχες
στη λίμνη θα έδιναν οι Έλληνες, καθώς οι Τούρκοι δεν είχαν καμιά πρόθεση να
εμπλακούν σε τέτοιου είδους πόλεμο. Οι ελληνικές δυνάμεις πάντως κάθε άλλο παρά
διέθεταν την απαιτούμενη δύναμη γι’ αυτό το εγχείρημα, και στο τέλος ο
Παπατζανετέας συμβούλεψε τον Κάλλα (Κωνσταντίνος Σάρρος) να απαντήσει στους
Τούρκους ότι ήταν αδύνατο να διεξαχθούν κοινές επιχειρήσεις, μέχρι να λάβουν οι
Έλληνες τις ενισχύσεις που περίμεναν από τη Νάουσα και την Έδεσσα.
Στο μεταξύ ο Άγρας είχε πάρει εντολή να πάει στη Θεσσαλονίκη
για ιατρική παρακολούθηση και, επειδή ήταν σε άσχημη κατάσταση, υπάκουσε για
πρώτη φορά. Έκανε το ταξίδι μεταμφιεσμένος σε χωρικό με τη συνοδεία του
φιλέλληνα Χαλίλ μπέη. Σε λιγότερο, όμως, από μια εβδομάδα ήταν πίσω στη λίμνη
με τα τραύματά του ακόμη ανοικτά.
Πήγε πρώτα στο Τσέκρι και από εκεί στην Κούγκα. Στην Κούγκα
οι Έλληνες, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν τη βάση τους, διέπραξαν ένα
σοβαρό σφάλμα: υψώνοντας υπερβολικά το περιμετρικό ανάχωμα κατέστησαν το καλύβι
τους ιδιαίτερα εμφανές, ώστε να παρενοχλείται διαρκώς από τα πυρά εχθρικών
περιπόλων.
Ωστόσο, με τη βοήθεια των χωρικών, κατόρθωσαν να φτιάξουν
ένα επικουρικό καλύβι και μια ισχυρή βάση εφοδίων κάπου ενάμισι χιλιόμετρο στα
μετόπισθεν. Στο μεταξύ, και ο εχθρός ισχυροποιήθηκε και ενίσχυσε τις θέσεις
του• έτσι, ο αγώνας στη λίμνη, οι αψιμαχίες, δηλαδή, ανάμεσα σε περιπόλους,συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα.
Ο Παπατζανετέας είχε στο μεταξύ φύγει από τη λίμνη και στις
17/30 Δεκεμβρίου έφτασε στην Αθήνα, όπου έδωσε αναφορά στον Κ. Μαζαράκη και τον
Κορομηλά. Ενημέρωσε τις αρχές στην Αθήνα για την κατάσταση στο Βάλτο και τα
μέτρα που έπρεπε να ληφθούν στην περιοχή και αρνήθηκε να δεχτεί οποιαδήποτε
ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Τόσο ο Μαζαράκης όσο και ο Κορομηλάς τον
παρακάλεσαν να επιστρέψει όσο το δυνατόν συντομότερα.
Μέχρι να επιστρέψει, ο Άγρας είχε ήδη αναχωρήσει. Όλο αυτό
το διάστημα, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος, επέμεινε απεγνωσμένα στην αποστολή
του. Ετοίμαζε νέα επίθεση και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αυξήσει τις
δυνάμεις του στρατολογώντας άντρες από τον ντόπιο πληθυσμό. Είχε αρχίσει ήδη να
δρα με βάση σχέδιο που πρέπει να δούλευε από καιρό στο μυαλό του. Φαίνεται ότι
έλπιζε να θέσει τέρμα στον αγώνα των «Ελλήνων» εναντίον των «Βουλγάρων» και των
ρουμανιζόντων.
Ήδη πολλοί πρώην εξαρχικοί πήγαιναν να τον επισκεφθούν στο
καλύβι του, όπου συγκροτούσε δικαστήριο για την επίλυση διαφορών, προσπαθώντας
να πείσει όλους τους χριστιανούς, όποια γλώσσα και αν μιλούσαν, να ενωθούν και
να πολεμήσουν τους Τούρκους.
Δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς με ακρίβεια για τις πεποιθήσεις
του, όποιες, όμως, και αν ήταν, επρόκειτο να έχουν τραγικές συνέπειες.
Το Φεβρουάριο του 1907, μετά από πιέσεις του φίλου του
Νικηφόρου, ο Άγρας άφησε τη λίμνη και πήγε να μείνει με φιλικούς πατριαρχικούς
στην Νάουσα, για να βρίσκεται κάτω από την ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα
του ιατρού Περδικάρη.
Από τη Νάουσα συνέχισε το έργο της οργάνωσης: δέχτηκε
πολλούς επισκέπτες, ανάμεσά τους και τον Γκόνο, τον «πρύτανη» της λίμνης, ενώ ο
Νικηφόρος τον κρατούσε πλήρως ενήμερο για τις δικές του επιχειρήσεις. Στη
Νάουσα τον επισκέφθηκαν επίσης και πολλοί εξαρχικοί, με τους οποίους ο Άγρας
διατηρούσε φιλικές σχέσεις, και μέσω των οποίων προσπάθησε να πετύχει μια
ελληνοσλαβική ένωση στη Μακεδονία. Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς ειπώθηκε μεταξύ
τους αλλά στο τέλος ο Άγρας συμφώνησε να συναντήσει τους κομιτατζήδες Βάνε
Ζλάταν και Γκεόργκι Κασάπτσε στις 3/16 Ιουλίου στο Γκαμπράν Καμίν, δεκαέξι
χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Νάουσας. Εκεί, ενώ του παρέθεσαν πλούσιο τραπέζι,
τον αιχμαλώτισαν με δόλιο τρόπο μαζί με το σύντροφό του Μίγκα• αφού τους
κακομεταχειρίστηκαν, τους περιέφεραν δέσμιους στα χωριά και τελικά, στις 7/20
Ιουλίου, τους κρέμασαν σε μια βελανιδιά ανάμεσα στο Τέχοβο και το Βλάδοβο.
Στο μεταξύ τον Απρίλιο επέστρεψε στη λίμνη ο Παπατζανετέας.
Έφυγε από την Αθήνα με δώδεκα άντρες στις 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1907, και
έφτασε μια εβδομάδα αργότερα στο καλύβι της Τερχόβιστας. Εκεί διαπίστωσε ότι η
κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Τα σώματα είχαν εξασθενήσει, οι ντόπιοι άντρες και
οι οδηγοί είχαν γυρίσει στα χωριά τους. Οι περισσότεροι άντρες των σωμάτων
έμεναν άπραγοι, χωρίς πειθαρχία και ευέξαπτοι. Υπήρχε έλλειψη χρημάτων, εφοδίων
και πυρομαχικών.
Ο Παπατζανετέας πήγε ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη για να αναφέρει
την κατάσταση και να εξηγήσει πόση σημασία είχε να επιτεθούν εναντίον του
εχθρού όσο η λίμνη ήταν ακόμη πλημμυρισμένη. Όταν επέστρεψε, δέχτηκε ακόμη μια
φορά προτάσεις από τους Τούρκους για συνδυασμένες επιχειρήσεις. Αλλά ούτε ο
Κάλλας, ούτε ο Γκόνος, οι ντόπιοι καπετάνιοι, ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν κάτι
τέτοιο. Ο Παπατζανετέας αποφάσισε έτσι να φύγει από τη λίμνη (είχε θέσει όρο
στις αρχές ότι δε θα παρέμενε εκεί, εφόσον δεν έβρισκε επαρκή υποστήριξη) και
ξεκίνησε να συναντήσει τον Ματαπά κοντά στην Παλατίτσα. Εκεί έμαθε ότι ο
Ματαπάς είχε διαταγή από το κέντρο της Θεσσαλονίκης να βοηθήσει στις
επιχειρήσεις στη λίμνη.
Αυτές οι επιχειρήσεις, όμως, δεν οργανώθηκαν ποτέ, γιατί τις
εμπόδισε ο Κάλλας. Ο Παπατζανετέας έτσι επέστρεψε πάλι στην Αθήνα. Εκεί υπέβαλε
ακόμη μια έκθεση, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί ο Κάλλας από τον ανθυπολοχαγό
Παπαγακή («Αγραφιώτης»), και να αναλάβει ο Παπατζανετέας να συνοδέψει το νέο
αρχηγό «για να τον μυήσει στα μυστικά του Βάλτου».
Ο Παπατζανετέας δεν έμεινε, όμως, για πολύ στο Βάλτο.
Προσβλήθηκε και πάλι από πυρετό και αιμορραγίες και γύρισε στην Αθήνα,
απογοητευμένος που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το όνειρό του να εκδιώξει τον
εχθρό από τη λίμνη των Γιανιτσών.
Στη διάρκεια του 1906, ο Παπατζανετέας μαζί με τον Άγρα και
τον Νικηφόρο, είχαν επιδείξει μεγάλη δραστηριότητα και είχαν κατορθώσει να
γείρει η πλάστιγγα προς την ελληνική πλευρά. Οι επιχειρήσεις των τριών αρχηγών
είχαν αναγκάσει τους κομιτατζήδες να συγκεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην
υπεράσπιση των οχυρών τους στη λίμνη, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά πολύ η δραστηριότητά
τους στη γύρω περιοχή και στα ορεινά προς τα βόρεια. Έτσι, πολλά χωριά
προσχώρησαν στους Έλληνες, τα σώματα των οποίων είχαν μεγαλύτερη ελευθερία
κινήσεων, ελευθερία που στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας στο Μακεδονικό Αγώνα.
Την επόμενη χρονιά, πάντως, εξαιτίας διαφωνιών και της απραξίας των οπλαρχηγών,
η πρωτοβουλία χάθηκε σε κάποιο βαθμό και η αποτυχία τους να κυριαρχήσουν στη
λίμνη κατέστησε το έργο των ελληνικών σωμάτων στην περιοχή
Έδεσσας-Βέροιας-Γευγελής πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Όχι πως
τα σώματα αυτά δεν είχαν επιτυχίες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις όχι μόνο δεν έχασαν έδαφος,
αλλά αναχαίτισαν και την επιρροή των εξαρχικών• δεν μπόρεσαν, όμως, ποτέ να
καταφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα στους εχθρούς τους στην περιοχή αυτή.
Dakin Douglas,«Ο Αγώνας στη λίμνη των Γιανιτσών»,Ο Ελληνικός
Αγώνας στη Μακεδονία 1897-1913,μετφρ.Γιάννης Στεφανίδης – Ξένια Κοτζαγεωργή,
Θεσσαλονίκη:εκδoτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε.,1996, σς. 363-381.