Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Archaeology. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Archaeology. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Σεπτεμβρίου, 2024

Amphipolis - Αμφίπολις


 


Athenian colony of strategic importance, near the fruitful Strymon vale and the Pangaion gold mines. Amphipolis was founded in 438/ 437 BC, though the region had been inhabited in the prehistoric period.

 

The numerous finds from the excavations are housed in the Archaeological Museum of Amphipolis and in the Archaeological Museum of Kavala.

 

Archaeological finds from the mouth of the Strymon estuary show the presence of man from as early as the Neolithic period on both banks of the river, and continuous habitation into the Bronze Age period. The nearest Neolithic settlement to Amphipolis was discovered on a hill adjacent to the ancient city known as Hill 133, where rich finds from its cemetery show that a considerable settlement also existed in the Early Iron Age.

 

With the foundation of the Greek cities at the mouth of the Strymon from the middle of the 7th c. BC, Greek culture started progressively to penetrate into the interior. The graves in the cemetery of the settlement on Hill 133 change their form, and the grave goods are now dominated by cultural elements of the Greek world: figurines, coins, and above all vases imported from the cities of southern Greece (Corinth, Athens) and the Ionian cities of the north Aegean. The presence of the Ionian world is also apparent in the sculptures of the late Archaic and early Classical periods found in the neighbourhood of Hill 133 and on the site of ancient Amphipolis. Local tradition survives in the metal working, especially the bronze and gold ornaments.

 

After they established themselves at Eion, at the mouth of the Strymon, in 476 BC, the Athenians made their first abortive attempt at colonising in the Amphipolis area with their short-lived settlement at the site of Ennea Hodoi, which was quickly wiped out (464BC). It remains an open question whether Ennea Hodoi is to be identified with the settlement on Hill 133, where the destruction level dates to the mid-5th century BC, or with Amphipolis itself, where in the vicinity of the north wall excavation has uncovered an establishment prior to the 5th century BC wall.

 

The foundation of Amphipolis finally in 438/ 437 BC, in the time of Pericles, by the general Hagnon was a great success for the Athenians, whose chief purpose was to ensure control of the rich Strymon hinterland and the Pangaion mines. Their success, however, was again short- lived, because at the end of the first decade of the Peloponnesian War (442 BC) Amphipolis broke away from its mother city, Athens, and remained independent until its incorporation into the kingdom of Macedonia by Philip II (357 BC).

 

Under the Macedonians Amphipolis remained a strong city within the Macedonian kingdom, with its own domestic autonomy and having considerable economic and cultural prosperity. Excavation has revealed a large part of the walls and some of the sanctuaries and public and private buildings of the city.

 

The bigger and better protected gate of the city (gate C) lies at the norhtern part of the walls. The brigde over the Strymon river was made of wooden beams.

 

After the Roman conquest of Macedonia (168 BC) Amphipolis was made the capital of Macedonia Prima, one of the four divisions into which Macedonia was divided. The Roman period was a time of prosperity within the bounds of Roman world dominion. As a station on the Via Egnatia and the capital of a rich hinterland, the city grew economically and culturally. It did indeed experience devastations and sackings, but with the support of the Roman emperors, particularly Augustus and Hadrian, it remained one of the most important urban centres in Macedonia until late antiquity. The city's prosperity is reflected in its monumental buildings with mosaic floors and mural paintings as well as the archaeological finds brought to light in the excavations.



ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ  - 

 Η πόλη ιδρύθηκε το 438/7 π.Χ., η περιοχή όμως είχε κατοικηθεί ήδη από την προϊστορική εποχή.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα αποδεικνύουν ήδη από την Νεολιθική εποχή την ανθρώπινη παρουσία και στις δύο όχθες του ποταμού και τη συνέχεια της ζωής ως και την εποχή του Χαλκού. Ο πλησιέστερος στην Αμφίπολη νεολιθικός οικισμός εντοπίσθηκε σε γειτονικό στην αρχαία πόλη λόφο, γνωστό ως Λόφο 133, όπου αργότερα αναπτύχθηκε σημαντικός οικισμός στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου, όπως μαρτυρούν τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου του.

 

Από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση των ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην ενδοχώρα. Οι τάφοι στο νεκροταφείο του οικισμού του Λόφου 133 αλλάζουν μορφή και στα κτερίσματά τους επικρατούν τα πολιτιστικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου, ειδώλια, νομίσματα, και προπαντός αγγεία επείσακτα από τις νοτιοελλαδικές πόλεις (Κόρινθο, Αθήνα) και από τις Ιωνικές πόλεις του Βόρειου Αιγαίου.

 

Η παρουσία του ιωνικού κόσμου είναι εμφανής και στα γλυπτά υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χρόνων που βρέθηκαν στην περιοχή του Λόφου 133 αλλά και στη θέση της Αρχαίας Αμφιπόλεως. Η τοπική παράδοση επιβιώνει στη μεταλλοτεχνία και προπάντων στα χάλκινα και χρυσά νομίσματα.

 

Μετά την εγκατάστασή τους στην Ηιόνα, στις εκβολές του Στρυμόνα, το 476 π.Χ., οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν και την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα αποικισμού στην περιοχή της Αμφιπόλεως με την βραχύχρονη εγκατάστασή τους στο πόλισμα Εννέα Οδοί, που γρήγορα αφανίστηκε (464 π.Χ.). Παραμένει ακόμα ανοιχτό για την έρευνα πρόβλημα η ταύτιση των Εννέα Οδών με τον οικισμό του Λόφου 133, το στρώμα καταστροφής του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ή με την ίδια την Αμφίπολη, στην περιοχή του βόρειου τείχους της οποίας, οι ανασκαφές έχουν εντοπίσει μια προγενέστερη από το τείχος του 5ου αιώνα εγκατάσταση.

 

Στην εποχή των Μακεδόνων η Αμφίπολις αναδείχτηκε σε ισχυρή πόλη του Μακεδονικού βασιλείου με εσωτερική αυτονομία και με σημαντική οικονομική και πολιτιστική άνθιση.

 

Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεγάλο μέρος από τα τείχη και ορισμένα από τα ιερά και τα ιδιωτικά και τα δημόσια κτήρια της πόλης.

 

Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) η Αμφίπολις ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδος της Μακεδονίας.

 

Η Ρωμαϊκή Εποχή είναι για την Αμφίπολη περίοδος ακμής μέσα στο πλαίσιο της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Σταθμός της Εγνατίας Οδού και πρωτεύουσα μιας πλούσιας ενδοχώρας, η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά. Γνωρίζει βέβαια καταστροφές και λεηλασίες αλλά με την υποστήριξη και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αυγούστου και του Αδριανού, παραμένει ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Μακεδονίας ως την ύστερη αρχαιότητα. Η ακμή της πόλης αντικατοπτρίζεται στα μνημειακά κτήρια με τα ψηφιδωτά δάπεδα και τις τοιχογραφίες, αλλά και στα αρχαιολογικά ευρήματα που οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως.


21 Αυγούστου, 2024

Κνωσός – Knossos

 


 

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

 

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

 

Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

 

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.

 

Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

 

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική  Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 



The most important monuments of the site are:

 

The Palace of Knossos. It is the largest of the preserved Minoan palatial centres. Four wings are arranged around a central courtyard, containing the royal quarters, workshops, shrines, storerooms, repositories, the throne room and banquet halls. Dated to 2000-1350 B.C.

 

The Little Palace. It lies to the west of the main palace and has all the features of palatial architecture: scraped wall masonry, reception rooms, a pristyle hall, a double megaron with polythyra (pi er-and-door partitions) and a lustral basin-shrine. Dated to the 17th-15th centuries B.C.

 

The Royal Villa. It lies to the NE of the palace and its architectural form is distinguished by the polythyra, the pillar crypt and the double staircase, with two flights of stairs. It is strongly religious in character and might have been the residence of an aristocrat or a high priest. Dated to the 14th century B.C.

 

House of the Frescoes. It is located to the NW of the palace and is a small urban mansion with rich decoration on the walls. Dated to the 15th, 14th-12th centuries B.C.

 

Caravanserai. It lies to the south of the palace and was interpreted as a reception hall and hospice. Some of the rooms are equipped with baths and decorated with wall paintings.

 

The "Unexplored Mansion". Private building, probably of private-industrial function, to the NW of the palace. It is rectangular, with a central, four-pillared hall, corridors, storerooms and remains of a staircase. Dated to the 14th-12th centuries B.C.

 

Temple Tomb. It is located almost 600 m. to the south of the palace and was connected with the "House of the High Priest" by means of a paved street. It seems that one of the last kings of Knossos (17th-14th centuries B.C.) was buried here. Typical features of its architecture are the hypostyle, two-pillar crypt, the entrance with the courtyard, the portico and a small anteroom.

 

House of the High Priest. It lies 300 m. to the south of Caravanserai and contains a stone altar with two columns, framed by the bases of double axes.

 

The South Mansion. Private civic house, located to the south of the palace. It is a three-storeyed building with a lustral basin and a hypostyle crypt, dating from the 17th-15th centuries B.C.

 

Villa of Dionysos. Private, peristyle house of the Roman period. It is decorated with splendid mosaics by Apollinarius, depicting Dionysos. The house contains special rooms employed for the Dionysiac cult. Dated to the 2nd century A.D.


12 Ιουνίου, 2024

Modern historians about Macedonia – Percy Gardner

 


 

 

The Macedonians spoke the Greek language, using a peculiar dialect, but that dialect disappears with their other provincialisms when they suddenly become dominant. We find no trace in Asia of any specially Macedonian deities;

it is the gods of Hellas that the army of Alexander bears into the East. Even in manners and customs there seems to have been small difference between Greek and Macedonian; in our own day many primitive Greek customs, which have died out elsewhere, survive in remote districts of Macedonia.

No doubt there was a great deal of Thracian blood among the hardy shepherds who followed the standards of Philip and Alexander; but if not only the nobility but even the common people had no language, religion, or customs different from those of the Greeks, how was it possible to prevent the races from becoming mingled?

The more wealthy and educated classes in Macedonia were mostly Greek by blood, and entirely Greek in everything else except the practice of self-government.

Wherever Alexander went, Homer and Aristotle went too. In the wake of his army came the Greek philosopher and man of science, the Greek architect and artist, the Greek merchant and artisan. And Alexander must have known this. When he tried to fuse Greeks, Macedonians, and Persians, into one race, he must have known that whose blood soever ruled the mixture, Greek letters, science, and law must needs gain the upper hand.

He must have known that the Greek schoolmasters would make Homer and Hesiod familiar to the children; that the strolling companies of Dionysiac artists would repeat in every city the masterpieces of the Greek drama; and that the Odes of Simonides and Pindar would be sung wherever there was a Greek lyre.

 


 

“New Chapters in Greek History:Historical Results of Recent Excavations in Greece and Asia Minor” by Percy Gardner,1892,page 415 


The truth is, that the history of Greece consists of two parts, in every respect contrasted one with the other.

The first recounts the stories of the Persian and Peloponnesian wars, and ends with the destruction of Thebes and the subjugation of Athens and Sparta.

 The Hellas of which it speaks is a cluster of autonomous cities in the Peloponnesus, the Islands, and Northern Greece, together with their colonies scattered over the coasts of Italy, Sicily, Thrace, the Black Sea, Asia Minor, and Africa. These cities care only to be independent, or at most to lord it over one another. Their political institutions, their religious ceremonies, their customs, are civic and local. Language, commerce, a common Pantheon, and a common art and poetry are the ties that bind them together.

In its second phase, Greek history begins with the expedition of Alexander.

 It reveals to us the Greek as everywhere lord of the barbarian, as founding kingdoms and federal systems, as the instructor of all mankind in art and science, and the spreader of civil and civilized life over the known world.

In the first period of her history Greece is forming herself, in her second she is educating the world. We will venture to borrow from the Germans a convenient expression, and call the history of independent Greece the history of Hellas, that of imperial Greece the history of Hellenism.


 

“New Chapters in Greek History:Historical Results of Recent Excavations in Greece and Asia Minor ” by Percy Gardner ,1892,pages 416-417

 

Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...