Στη στενή κοιλάδα ανατολικά του Τόμαρου βρίσκεται το ιερό
της Δωδώνης, που στην αρχαιότητα αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο της
βορειοδυτικής Ελλάδας και συνδεόταν με τη λατρεία του πατέρα των θεών, Δία. Η
Δωδώνη ήταν γνωστή για το ξακουστό μαντείο, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν το
αρχαιότερο στην ελληνική επικράτεια, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από τις
αναφορές του στα ομηρικά έπη. Σχετικά με την ίδρυση του ιερού, ο Ηρόδοτος
(2.52) αναφέρει το σχετικό μύθο, που του είπαν οι ιερείς, όταν επισκέφθηκε τη
Δωδώνη: από τη Θήβα της Αιγύπτου ξεκίνησαν δύο μαύρα περιστέρια (πελειάδες),
από τα οποία το ένα πήγε στη Λιβύη, όπου ιδρύθηκε το ιερό του Άμμωνα Δία, και
το άλλο ήλθε στη Δωδώνη και κάθισε επάνω σε μία βελανιδιά, το ιερό δένδρο του
Δία, και με ανθρώπινη ομιλία υπέδειξε το σημείο όπου έπρεπε να ιδρυθεί το
μαντείο του θεού. Από το θρόισμα των φύλλων του δένδρου και από το πέταγμα των
πουλιών που φώλιαζαν σε αυτό, οι μάντεις ερμήνευαν τη βούληση του Δία. Οι
χρησμοί δίνονταν και με βάση το κελάρυσμα των νερών της ιερής πηγής και από τον
ήχο χάλκινων λεβήτων που στέκονταν πάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι ιερείς του μαντείου ήταν αρχικά μόνο άνδρες,
αλλά αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και γυναίκες, οι λεγόμενες «Πελειάδες».
Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμούνταν στη γη
για να έχουν άμεση επαφή με αυτή.
Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαίωσαν την αρχαιότητα του
χώρου, καθώς η χρήση της θέσης ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού. Η πρώτη λατρεία
φαίνεται πως ήταν αυτή της θεάς Γης ή κάποιας γυναικείας θεότητας σχετικής με
τη γονιμότητα, ενώ η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη από τους Σελλούς, κλάδο
των Θεσπρωτών, και σύντομα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη λατρεία. Ο Δίας είχε την
προσωνυμία Νάιος και μαζί του λατρευόταν η Διώνη, σύζυγός του σύμφωνα με την
τοπική παράδοση, ενώ σταδιακά προστέθηκε και η λατρεία της κόρης τους
Αφροδίτης, και αυτή της Θέμιδας, που λατρευόταν μαζί με τη Διώνη ως «νάιοι
θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναιοι του Δία.
Στην αρχική του μορφή το ιερό ήταν υπαίθριο και οι διάφορες
τελετουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από το ιερό δένδρο (ιερή δρυς ή φηγός),
όπου κατοικούσε το ζεύγος των θεών. Από τον 8ο αι. π.Χ. έφθαναν στο ιερό και
αφιερώματα από τη νότια Ελλάδα, ιδιαίτερα χάλκινοι τρίποδες, αγαλματίδια,
κοσμήματα και όπλα, γεγονός που σχετίζεται και με την εγκατάσταση αποίκων από
ελληνικές πόλεις στις ηπειρωτικές ακτές. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στα άλλα
ιερά της νότιας Ελλάδας (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), στη Δωδώνη δε σημειώθηκε μεγάλη
οικοδομική δραστηριότητα την εποχή αυτή, κάτι που οφείλεται πιθανόν και στην
απομονωμένη θέση, μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα και από πολυσύχναστους
εμπορικούς δρόμους. Το ιερό εξακολουθούσε να είναι υπαίθριο και ο ιερός χώρος
του δένδρου οριζόταν από ένα είδος περιβόλου που σχημάτιζαν οι χάλκινοι
τριποδικοί λέβητες.
Η αρχή της οικοδομικής δραστηριότητας στο ιερό τοποθετείται
στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όταν κατασκευάσθηκε ο πρώτος μικρός ναός του Δία
και τρεις ιωνικές στοές. Τότε κτίσθηκε και ο περίβολος της ακρόπολης της
Δωδώνης, που βρίσκεται βορειότερα, στην κορυφή του λόφου. Η μεγαλύτερη άνθηση
του ιερού σημειώθηκε τον 3ο αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου
(297-272 π.Χ.), ο οποίος έδωσε στο ιερό μνημειακό χαρακτήρα. Τότε κατασκευάσθηκαν
οι υπόλοιποι ναοί και τα πιο εντυπωσιακά οικοδομήματα, όπως το θέατρο, το
βουλευτήριο, το πρυτανείο και το στάδιο, όπου τελούνταν τα Νάια, αγώνες προς
τιμή του Δία. Ο χώρος καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς, αλλά
ανοικοδομήθηκε και λειτούργησε μέχρι το 167 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους
Ρωμαίους. Νέες καταστροφές προκλήθηκαν στο ιερό το 88 π.Χ. από το Μιθριδάτη ΣΤ΄
Ευπάτορα, ηγεμόνα της σατραπείας του Πόντου, και τους Θράκες πολεμιστές του. Το
ιερό λειτούργησε με άλλο χαρακτήρα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ το θέατρό
του μετατράπηκε σε αρένα, την οποία επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός γύρω
στο 132 μ.Χ. Το μαντείο και οι γιορτές προς τιμή του Δία συνέχισαν να
προσελκύουν τους πιστούς μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., όταν η αρχαία λατρεία αντικαταστάθηκε
από το Χριστιανισμό και στο χώρο του ιερού οικοδομήθηκαν χριστιανικές
βασιλικές, ενώ η ιερή βελανιδιά κόπηκε.
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν το 1875 από τον Κ. Καραπάνο, επιβεβαίωσαν τη θέση του ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα. Η επόμενη σύντομη ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία μετά το 1913 υπό τη διεύθυνση του Γ. Σωτηριάδη, αλλά διακόπηκε από τα γεγονότα του 1921. Οι έρευνες συνεχίσθηκαν από τον Δ. Ευαγγελίδη στο διάστημα 1929-1932. Οι νεότερες συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1950 υπό τη διεύθυνση των Δ. Ευαγγελίδη και Σ. Δάκαρη και μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη το 1959, συνεχίσθηκαν από το Σ. Δάκαρη. Από το 1981 και εξής η έρευνα στο χώρο πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με συγχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συστηματικές εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης του θεάτρου, του σταδίου και των λοιπών μνημείων, βασισμένες σε μελέτη του αρχιτέκτονα Β. Χαρίση, ξεκίνησαν μετά το 1961 με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μέχρι το 1975 είχε αναστηλωθεί το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου εκτός από το τρίτο διάζωμα και κάποια άλλα τμήματα και σήμερα το μνημείο χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις.
The
sanctuary of Dodona, the religious centre for northwestern Greece, closely
related to the cult of Zeus, father of the gods, lies in the narrow valley east
of Tomaros. Dodona was also known for its famous oracle, traditionally
considered as the most ancient one in Greece and referred to by Homer in his
epics. Herodotus (2.52) relates a myth regarding the establishment of the
sanctuary, narrated to him by the sanctuary's priests on his visit to Dodona:
two black pigeons, the peleiades, flew from Thebes in Egypt; one of them landed
in Libya, where the temple of Ammon Zeus was subsequently erected; the other
one reached Dodona, where it sat on an oak tree, Zeus's sacred tree, and spoke
in a human voice, indicating the spot where the god's oracle was to be built.
By observing the rustling of the leaves on the sacred oak tree and the flight
of the birds nesting in it the priests interpreted the god's will. The oracles
were based on the murmuring of the waters from the ancient spring and on the
sound produced by bronze cauldrons standing on tripods around the sacred tree.
According to ancient sources, the priests of the oracle were originally only
men, but priestesses, the so-called Peleiades, appear in later times. The
priests and priestesses were famous for walking barefoot and for sleeping on
the ground so as to be in immediate contact with the earth.
Archaeological
evidence suggests that the area was occupied since the Bronze Age. The earliest
cult was probably dedicated to the Earth goddess or to another female deity
related to fertility. The cult of Zeus, brought to Dodona by the Selloi, a
tribe from Thesprotia, soon became the main cult. Zeus Naios was worshipped
together with Dioni, his wife, according to local tradition. Later, the cult of
Aphrodite, their daughter, was also introduced, together with that of Themis.
Dioni and Themis were worshipped as 'naian gods' - that is, gods who shared the
same house (synoikoi) and temple (synnaioi) as Zeus.
Originally
the sanctuary was outdoors, and various ceremonies were performed around the
sacred tree (sacred oak or fagus), in which the divine couple, Zeus and Dioni,
resided. Offerings, such as bronze tripods, statuettes, jewellery, and weapons,
from southern Greece reached the sanctuary as early as the eighth century BC,
indicating that settlers from Greek cities were colonizing the shores of
Epirus. Dodona, however, did not witness the intense building activity of other
famous sanctuaries, such as Delphi, Olympia, and Delos, during this period,
probably because it was isolated from the rest of Greece and far from all major
commercial routes. The sanctuary remained outdoors, and the sacred area of the
tree was defined by a kind of enclosure formed by bronze cauldrons.
The first
signs of building activity date to the early fourth century BC, when the first
small temple of Zeus and three Ionic stoas were erected. The enclosure of the
Dodona acropolis, further north, dates to the same period. The sanctuary
thrived in the third century BC under King Pyrrhus (297-272 BC), who gave it
its monumental character. The rest of the temples and the sanctuary's most
impressive buildings, including the theatre, the bouleuterion, the prytaneum,
and the stadium, which hosted the Naian Games held in honour of Zeus, were all
erected during this period. The sanctuary was destroyed by the Aetolians in 219
BC, but was soon reconstructed and functioned again until 167 BC, when it was
destroyed by the Romans. It suffered again in 88 BC under Mithridates VI
Eupator, King of Pontus, and his Thracian warriors. The sanctuary was
reestablished in the Roman period, although with a different character, and its
theatre was converted into an arena, which Emperor Hadrian visited around 132
AD. The oracle and festivities in honour of Zeus continued to attract
worshipers until the fourth century BC. Christianity, however, gradually
replaced the old religion, Christian basilicas were erected inside the sacred
precinct, and the sacred oak was cut down.
Excavations
by K. Karapanos in 1875 identified the sanctuary and yielded a large number of
finds. Another short-termed excavation began after 1913 by the Archaeological
Society in Athens under G. Sotiriadis, but was interrupted by the political
events of 1921. D. Evangelidis continued the investigations from 1929 until
1932. Systematic excavations began in the 1950s under Evangelidis and S.
Dakaris, and continued under Dakaris alone after Evangelidis's death in 1959.
Since 1981 excavations have been carried out under the auspices of the
Archaeological Society of Athens and are co-funded by the University of
Ioannina. The systematic consolidation and restoration of the theatre, stadium,
and other monuments, according to a study by the architect V. Charisis, began
after 1961 with funds provided by the Archaeological Society and the Programme
for Public Investments. The theatre, most of which was restored by 1975 (apart
from the third landing and a few other parts), now hosts theatrical
performances.
Υπουργείο Πολιτισμού