Ιερά Οικία
Η Ιερά Οικία, ο ναός του Δία, είναι ένα απλό, μικρό
οικοδόμημα αλλά πολύ σημαντικό για το ιερό του Δία, καθώς περίκλειε την
προφητική βελανιδιά. Πρόκειται για το κεντρικό τεράγωνο κτήριο Ε1 διαστάσεων
20,80 x 19,20 μ., το οποίο παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδομικές
φάσεις και μία ή δύο τουλάχιστον προοικοδομικές. Ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ.,
ο Ζευς της Δωδώνης δεν είχε ναό. Η λατρεία του τελούνταν στο ύπαιθρο και ο
Θεός, κατά τρόπο σπάνιο, κατοικούσε (έναιε) "εν πυθμένι φηγού" (Ησίοδος),
στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, που την περιστοίχιζε μια σειρά από χάλκινους
τρίποδες με λέβητες. Γύρω του κατοικούσαν οι Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς του Δία,
με γυμνά πόδια και κοιμώμενοι καταγής, για να έρχονται σε επαφή με τη Μητέρα
Γη, απ' όπου αντλούσαν τις μυστηριακές δυνάμεις της μαντείας.
Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. χτίστηκε ένας απλός μικρός ναός,
διαστάσεων 4 x 6,50 μ., με πρόναο και σηκό. Έτσι, στο ιερό του Δία, στο πρώτο
μισό του 4ου αι. π.Χ., υπήρχαν μόνον ένας μικρός ναός χωρίς κίονες και η ιερή βελανιδιά,
που την περιέκλειναν κυκλικά χάλκινοι τρίποδες με λέβητες. Ο ναός δεν
προοριζόταν για κατοικία του Θεού και για τη λατρεία, αλλά για στέγαση των
αφιερωμάτων.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. επήλθε κάποια σοβαρή
μεταβολή στο ιερό. Ένας ευρύχωρος ισοδομικός περίβολος (13 x 11,80 μ.) με
είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, που περιέκλεινε τη φηγό (την ιερή βελανιδιά)
και ενώθηκε με την πρόσοψη του μικρού ναού, αντικατέστησε τον περίβολο με τους
χάλκινους τρίποδες και τους λέβητες. Στη θέση των μαντικών λεβήτων τοποθετήθηκε
το χαλκείον, ανάθημα των Κερκυραίων. Τη συσκευή αυτή αποτελούσαν δύο κιονίσκοι.
Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε έβνα μαστίγιο με
τρεις ουρές από χάλκινους αστραγάλους, ο άλλος ένα χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες,
καθώς αιωρούνταν από τον άνεμο, χτυπούσαν στο λέβητα και παρήγαγαν έναν ήχο, με
τη βοήθεια του οποίου οι μάντεις χρησμοδοτούσαν. Ο ήχος του λέβητα διαρκούσε
πολύ, ώσπου να μετρήσει κανείς ως το τετρακόσια και όχι σπάνια ήταν αδιάκοπος,
γιατί στη Δωδώνη οι άνεμοι είναι συχνοί. Για το λόγο τούτο παρέμεινε η
παροιμιώδης φράση "Κερκυραίων μάστιξ", που σήμαινε το φλύαρο, όπως ο
ήχος του χαλκείου. Μερικά κομμάτια από τα μαστίγια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο και ένα στο Μουσείο Ιωαννίνων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπεριλάβει στο σχέδιο
ανοικοδόμησης έξι ελληνικών ιερών και τη Δωδώνη, με το υπέρογκο ποσό των 1.500
ταλάντων (9.000.000 αρχαίες δραχμές). Όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε το έργο
απραγματοποίητο. Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο βασιλιάς Πύρρος, που στην
εύνοια του μαντείου έβλεπε ένα σπουδαίο ηθικό έρεισμα για τα πολιτικά του
σχέδια. Ο παλαιός ισοδομικός περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο
περίβολο με τρεις ιωνικές στοές στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Η υπαίθρια
αυλή και η δρυς περιβλήθηκαν με ένα στωικό πλαίσιο με κατεύθυνση ανατολική. Η
ανατολική πλευρά της αυλής έμενε ελεύθερη, χωρίς στοά, γιατί εκεί υψωνόταν η
μαντική δρυς, η ιερή κατοικία του Δία και της Διώνης. Στη νότια πλευρά υπήρχε
είσοδος, μεταξύ των δύο παραστάδων.
Στις στοές, θα φυλάσσονταν οι διάφορες συμφωνίες και τα
ψηφίσματα των Ηπειρωτών, όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν αιφνίδια το ιερό (219 π.Χ.)
και το πυρπόλησαν. Κατά τον Πολύβιο, οι Αιτωλοί δεν έκαψαν την Ιερά Οικία, αλλά
την κατεδάφισαν, "για να μην υπάρχουν τα διάφορα σύμφωνα των
Ηπειρωτών" που είχαν κατατεθεί εκεί.
Την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου ανταπέδωσαν οι
Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, ύστερα από την αιφνιδιαστική κατάληψη του Θέρμου
(218 π.Χ.). Από τα λάφυρα ο Φίλιππος ο Ε΄ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα
κατεστραμμένα ιερά. Ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε
ένας μεγαλύτερος ναός, πρόστυλος ιωνικός, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη. Οι
στοές ξαναχτίστηκαν. Το παλιό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τα θεμέλια του ελληνιστικού
ναού. Έτσι, το οικοδόμημα απέκτησε μνημειακότητα και αυστηρή συμμετρία. Το όλο
σχήμα του οικοδομήματος έμοιαζε με ένα αρχαίο ελληνικό σπίτι. Έτσι κατανοούμε
για ποιό λόγο ο Πολύβιος το ονομάζει ιερά οικία.
Ναός της Διώνης στην Δωδώνη
Σημαντική θέση στο ιερό της Δωδώνης κατείχε η λατρεία της
θεάς Διώνης, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητέρα της Αφροδίτης. Μαζί με τη
Θέμιδα ονομάζονταν «νάιοι θέοι, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία». Ο αρχαιότερος
ναός, που αφιερώθηκε στη Διώνη βρισκόταν κοντά στην Ιερή Οικία, προς τα βόρεια,
στο κεντρικό τμήμα του ιερού. Κατασκευάσθηκε στο β΄ μισό του 4ου ή στις αρχές
του 3ου αι. π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και στη συνέχεια
εγκαταλείφθηκε.
Ο ναός είχε προσανατολισμό Α-Δ, σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και
σε διαστάσεις (9,80 x 9,40 μ.) ήταν περίπου μισός από το γειτονικό ναό του Δία.
Διέθετε σηκό και πρόναο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες από αμμόλιθο στην πρόσοψη,
και η ανωδομή του ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίνθους. Στον ενδιάμεσο τοίχο,
που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται το λίθινο κατώφλι της εισόδου,
που έκλεινε με δίφυλλη θύρα, πλάτους 1,20 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρούνται
λείψανα ενός βάθρου, που θα χρησίμευε για το λατρευτικό άγαλμα της Διώνης, το
λεγόμενο «έδος». Αυτό το σεβάσμιο «έδος» κοσμούσαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι,
στέλνοντας θεωρία και πλούσια δώρα, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης.
Με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά το 219 π.Χ.,
κατασκευάσθηκε νέος ναός αφιερωμένος στη Διώνη, λίγο νοτιότερα, με αισθητή
απόκλιση από το ναό του Δία. Ήταν ιωνικός πρόστυλος, τετράστυλος, με πρόναο και
σηκό, συνολικών διαστάσεων 9,60 x 6,35 μ. Οι κίονές του ήταν κατασκευασμένοι
από κροκαλοπαγή λίθο και εξωτερικά καλύπτονταν με λεπτό ασβεστοκονίαμα ή
μαρμαροκονία, που έδινε στις επιφάνειες τη λευκότητα και τη λειότητα του
μαρμάρου. Οι αναβαθμοί στην πρόσοψη ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο καλής
ποιότητας, όμοιο με τους κίονες των παρόδων του θεάτρου. Στον τοίχο, που
χωρίζει τον πρόναο από το σηκό, διατηρείται το λίθινο κατώφλι με τα ίχνη της
δίφυλλης θύρας, πλάτους 1,30 μ., ενώ στο βάθος του σηκού διατηρείται το βάθρο,
όπου στεκόταν το άγαλμα της Διώνης.
Ναός της Θέμιδας στην Δωδώνη
Ο ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς του ιερού της
Δωδώνης, που βρίσκονταν γύρω από την ιερή βελανιδιά του Δία, μαζί με την Ιερή
Οικία και το ναό της Διώνης, ήταν αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία, κόρη
του Ουρανού και της Γης. Η λατρεία της, που ήταν αρκετά διαδεδομένη στην
Ήπειρο, φαίνεται ότι συνέχισε τη λατρεία της προϊστορικής Μεγάλης Θεάς και
ιδιαίτερα στη Δωδώνη είναι ευνόητη, γιατί σχετίζεται με τη λατρεία της Γης. Η
ταύτιση του ναού (κτήριο Ζ) έγινε με τη βοήθεια μιας μολύβδινης επιγραφής, που
βρέθηκε στη στοά του βουλευτηρίου, και στην οποία αναφέρονται μαζί με το Δία, η
Θέμις και η Διώνη ως «νάιοι θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία. Ήταν,
επομένως, οι δύο θεές οι σπουδαιότερες μετά το Δία, πάρεδροι του θεού. Για τη
χρονολόγηση του ναού, το μόνο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη, είναι
η χρήση του μαλακού αμμόλιθου για τις παραστάδες του πρόναου, ενός υλικού που
είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στον αρχαίο ναό της Διώνης, στην Ιερή Οικία των
χρόνων του Πύρρου και στη δωρική στοά του βουλευτηρίου. Πιθανότερα
χρονολογείται στην περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (340-232 π.Χ.).
Ο ναός είχε προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και ήταν απλός στην
κατασκευή του, με διαστάσεις 10,30 x 6,25 μ. Ήταν πρόστυλος με τέσσερις
ιωνικούς κίονες, και διέθετε πρόναο και σηκό. Μπροστά από το ναό διατηρείται η
θεμελίωση μεγάλου βωμού (διαστάσεων 4,20 x 3,30 μ.) και αμέσως ανατολικότερα
ένα τετράγωνο βάθρο, όπου θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ανάθημα. Όπως δείχνουν τα
λαξεύματα, οι ορθοστάτες περιέβαλλαν από τις τέσσερις πλευρές το βωμό, με
είσοδο από το μέρος του ναού. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ήταν 2,60 x 1,80 μ.
Προς τα νοτιοδυτικά του ναού υπάρχει ένα ακόμη μικρό τετράγωνο κτίσμα (κτήριο
Η), το οποίο ωστόσο δεν έχει ταυτισθεί ακόμη, και παραμένει άγνωστη η σημασία
του, καθώς και ο χρόνος κατασκευής του.
Ναός του Ηρακλή στην Δωδώνη
Στο ανατολικό άκρο του ιερού του Δία στη Δωδώνη, περίπου 30
μ. δυτικά από την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, βρίσκεται ο ναός του Ηρακλή,
εν μέρει κάτω από τη χριστιανική βασιλική Β. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου
αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει
το γένος του με το μυθικό ήρωα, ιδιαίτερα ύστερα από το δεύτερο γάμο του με τη
Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, που καταγόταν από τον
Ηρακλή.
Ο ναός είναι ο μεγαλύτερος μετά το ναό του Δία, και ο μοναδικός
γνωστός δωρικού ρυθμού στο ιερό. Έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και διαστάσεις 16,50
x 9,50 μ. Αποτελείται από πρόναο και σηκό, και διαθέτει τέσσερις ή έξι δωρικούς
κίονες στην πρόσοψη (τετράστυλος ή εξάστυλος πρόστυλος). Μετά την πυρπόλησή του
από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., ανοικοδομήθηκε και τα κατεστραμμένα
αρχιτεκτονικά μέλη από μαλακό αμμόλιθο (τρίγλυφα, κιονόκρανα, γείσο)
εντοιχίσθηκαν στον τοίχο που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό. Ανατολικά του
προνάου σώζεται ένα μεγάλο βάθρο, με διαστάσεις 5,70 x 3,20 μ., που ανήκε στο
βωμό του ναού.
Τη σχέση του ναού με τη λατρεία του Ηρακλή βεβαιώνουν μερικά
αρχαϊστικά χάλκινα ελάσματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, παραγναθίδες από
κράνη, με ανάγλυφη παράσταση της φιλονεικίας του Απόλλωνα και του Ηρακλή για
την κατοχή του δελφικού τρίποδα, και ιδίως μία μετόπη από ασβεστόλιθο του 3ου
αι. π.Χ., με ανάγλυφη παράσταση του αγώνα του Ηρακλή εναντίον της Λερναίας
Ύδρας, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Στο ανάγλυφο
παριστάνεται ο ήρωας να πατεί δυνατά με το δεξί γόνατο το σώμα του θηρίου, που
εικονιζόταν δεξιά του, ενώ ένα πλοκάμι της Ύδρας, αριστερά του, προσπαθεί να
κάψει με το δαυλό ο Ιόλαος, που βρίσκεται αριστερά του Ηρακλή (διακρίνεται ο
δεξιός μηρός του). Κοντά στο δεξιό μηρό του Ηρακλή ένας καρκίνος υπαινίσσεται
το έλος της Λέρνας, όπου διαδραματίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή.
Ναός της Αφροδίτης στην Δωδώνη
Ο ναός της Αφροδίτης
βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του ιερού της Δωδώνης, κοντά στο ναό της Θέμιδας.
Η ταύτισή του έγινε με βάση τα πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από
αυτόν και παριστάνουν μία γυναικεία μορφή να κρατεί με το δεξί της χέρι μπροστά
στο στήθος περιστέρι, σύμβολο της θεάς. Με βάση ορισμένες κατασκευαστικές
λεπτομέρειες και τα ευρήματα που προήλθαν από το εσωτερικό του, ο ναός μπορεί
να χρονολογηθεί στον 4ο ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., η ύπαρξη, όμως, στη θέση
αυτή μιας αρχαιότερης λατρείας δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η λατρεία της
Αφροδίτης στη Δωδώνη επιβεβαιώνεται από επιγραφική μαρτυρία, αλλά είναι
άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο καθιερώθηκε. Πιθανώς είναι παλαιότερη των
χρόνων του Πύρρου, αλλά είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συγχωνεύθηκε
με τη λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της
δυτικής Σικελίας. Η θεότητα αυτή συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους
τρωικούς μύθους, που ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στους Μολοσσούς, γιατί, σύμφωνα
με τις αρχαιότερες παραδόσεις, οι Μολοσσοί κατάγονταν από την Τροία μέσω της
Ανδρομάχης.
Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., δωρικού
ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης. Είναι απλός,
με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων
του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες
που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο
τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του
τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της
εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι
με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε
χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος. Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα,
περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία
μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., καθώς και
ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος
μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της
θεάς.
Πρυτανείο Δωδώνης
Από τα σημαντικότερα
οικοδομήματα διοικητικού χαρακτήρα στο ιερό της Δωδώνης ήταν το Πρυτανείο.
Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα με περιστύλιο. Διαθέτει μνημειακή
μορφή και εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Τοπογραφικά βρίσκεται
σε κεντρική θέση στο ιερό, ανατολικά από το θέατρο και νότια από το
Βουλευτήριο. Πρόκειται για το μεγάλο οικοδόμημα Ο-Ο1 (Πρυτανείο), με πρόσοψη
31,45 μ., όσο περίπου και η πρόσοψη του Βουλευτηρίου (32,35 μ.). Κατά την
κατασκευή των δύο οικοδομημάτων διαλύθηκε στο σημείο αυτό ο εξωτερικός
ισοδομικός περίβολος του ιερού και μετατέθηκε δυτικότερα. Στη νοτιοανατολική
γωνία του οικοδομήματος Ο διακρίνεται η διακλάδωση του νέου περιβόλου, που
κατευθύνεται δυτικά και ύστερα βόρεια για να ενωθεί με το οικοδόμημα Μ, μπροστά
από το νοτιοανατολικό πύργο του θεάτρου. Κάτω από το δάπεδο της στοάς βρέθηκαν
τα ίχνη του αρχαιότερου περιβόλου και η δυτική πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό
του ιερού.
Η ανασκαφή του οικοδομήματος Ο δεν έχει ακόμα περατωθεί. Η
κατασκευή του είναι σύγχρονη με αυτή του Βουλευτηρίου, τοποπθετείται δηλαδή
χρονολογικά στις αρχές του 3ου ή στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου
αι. π.Χ, κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (232-168 π.Χ.), προστέθηκε
στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος Ο μία νέα πτέρυγα 33,35 μ. με 6 δωμάτια
(κτίσμα Ο1), τρεις βοηθητικοί χώροι δυτικά και τρία εννεάκλινα δωμάτια
διαστάσεων 5,50 χ 5,20 μ., που χρησίμευαν για την εστίαση και διαμονή των
αρχόντων του Κοινού.
Δυτικά της περίστυλης αυλής δεσπόζει η μεγάλη αίθουσα Ο με
λείψανα λίθινων εδωλίων σε όλο το πλάτος της αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν δύο
φάσεις μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Τα αρχαιότερα εδώλια του 3ου αι.
π.Χ. ήταν πιθανώς ξύλινα.
Ο ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι τμήμα της αρχαιότερης
δυτικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου του 4ου αι. π.Χ., που διατηρήθηκε κατά
την κατασκευή του πρώτου ελληνιστικού οικοδομήματος, αφού ανοίχθηκε είσοδος
στην αίθουσα των εδωλίων. Μπροστά από την είσοδο βρέθηκε η βάση βωμού και λίγο
πιο αριστερά, μπροστά από την πρόσοψη της αίθουσας, αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη
κυκλική βάση θόλου, διαμέτρου 2 μέτρων, η οποία θόλος θα χρησίμευε ως μαγειρείο
για την παρασκευή τροφής για τη σίτιση των αρχόντων που συνέρχονταν στην
αίθουσα του συνεδρίου.
Στην ανατολική πλευρά η νέα προσθήκη είχε διαμορφωθεί σε
ιωνική στοά, με μια σειρά βάθρων στην πρόσοψη, που εκτείνεται σχεδόν μέχρι τη
νοτιοδυτική κύρια πύλη του ιερού. Το οικοδόμημα Ο-Ο1 καταστράφηκε το 219 π.Χ.
από τους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε ασφαλώς από τους Ρωμαίους, διότι σε όλη την
έκταση της βόρειας πτέρυγας Ο1 βρέθηκε στο δάπεδο στρώμα φωτιάς από την
πυρπόληση του έτους 167 π.Χ.
Αλλά, ενώ η βόρεια πτέρυγα Ο1 δεν ανοικοδομήθηκε μετά την
καταστροφή αυτή, στο κύριο οικοδόμημα Ο διαπιστώνονται δύο φάσεις ανακατασκευής
των τοίχων με μικρά λιθάρια και ασβέστη. Το οικοδόμημα θα έπαψε να λειτουργεί
στο β΄ μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βόρεια του Ο1 διατηρούνται σε υψηλότερο επίπεδο
βρέθηκαν λείψανα ρωμαϊκών χρόνων από την πλακόστρωτη ιερά οδό, που οδηγούσε
προς την ιερά οικία, και ένα λίθινο ρείθρο που αποχέτευε τα νερά έξω από το
χώρο του ιερού.
Η γειτνίαση του οικοδομήματος Ο-Ο1 με το Βουλευτήριο, η
αίθουσα των συνέδρων, ο τύπος του κτηρίου, που ακολουθεί τον τύπο του σπιτιού
με περίστυλη αυλή, μας οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το
πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι πρυτάνεις ή σύνεδροι. Σε μία χρηστήρια μολύβδινη
επιγραφή του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., οι διαιτοί (κριτές) ρωτούν το Νάιο
Δία και τη Διώνη αν πρέπει να διαθέσουν για το πρυτανείο τα χρήματα που έλαβαν
από την πόλη. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης. Η παράλειψη όμως
του ονόματος είναι ευνόητη, εφόσον πρόκειται για τη Δωδώνη.
Βουλευτήριο Δωδώνης
Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης
με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό-πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το
Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο
αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια
σύγχρονη δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του
Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η
βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου,
και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των
ιερέων. Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του
4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.
Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου
βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με
ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του
καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο
ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το
οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού
Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230-220 π.Χ.).
Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην
πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι
σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις
εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από
την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο
μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν
και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο
σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το
Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε. Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της
στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού
αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο
βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του
πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών.
Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση
των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία.
Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο
λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου. Άλλες
δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη
ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα
λιθάρια. Με την αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα
απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου
και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς
του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί
τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και
τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου. Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από
τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα
και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η
νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168/148 ως το τέλος του 1ου π.Χ.
αι.).
Στον 4ο αι. μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο
κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές
βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν
σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι
γνωστός.
Αρχαίο στάδιο Δωδώνης
Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο
του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή
του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη
οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου
ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο
στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν
του Δία, που στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες.
Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν
λίθινα καθίσματα. Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά
με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη
διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22
σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των
καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της
βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες
κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του
βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές. Από
τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο
συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό.
Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη
ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε
και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί
στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ
το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από
επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται
σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.
Ακρόπολη Δωδώνης
Εκτός από τα μνημεία που βρίσκονταν μέσα στην περίβολο του
ιερού του Διός και εκτείνονταν στους πρόποδες του λόφου, αναπτύσσεται στην
κορυφή του η ακρόπολη του οικισμού της Δωδώνης. Η κορυφή του λόφου, ύψους 23 μ.
περίπου, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4 αι. π.Χ. Η νότια πλευρά
παρουσιάζει σε μεγάλη έκταση επισκευές. Η περίμετρός του, 750 μέτρα περίπου, περιέκλεινε
εμβαδόν 3,4 εκτάρια, που, σύμφωνα με την οικιστική πυκνότητα της Αρχαίας
Ηπείρου, θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμό περίπου 1000 κατοίκων. Ασφαλώς όμως ο
πληθυσμός της Δωδώνης ήταν μεγαλύτερος και θα κατοικούσε στη γύρω περιοχή, στις
υπώρειες του Τόμαρου και ιδίως της ανατολικής βουνοσειράς, όπως δείχνουν μερικά
αρχαία λείψανα κτηρίου, 1 χλμ. ανατολικά του ιερού. Επομένως, το τείχος
χρησίμευε πιο πολύ ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη
κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη.
Κατά διαστήματα το τείχος ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους,
ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά που ήταν πιο βατές. Τρεις πύργοι υπήρχαν και
στη νότια πλευρά. Οι δύο προστάτευαν τη νοτιοδυτική μεγάλη πύλη, που
επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, και ο τρίτος τη μικρή πυλίδα
στο μέσο του νότιου τείχους.
Στο κατώφλι της νοτιοδυτικής πύλης σώζονται οι ορθογώνιες
ορειχάλκινες θήκες, όπου περιστρέφονταν οι ορειχάλκινοι επίσης ολμίσκοι μαζί με
τους άξονες της πύλης. Ένας τέτοιος ολμίσκος βρέθηκε επιτόπου και εκτίθεται
σήμερα στο Μουσείο Ιωαννίνων.
Η ανατολική πύλη του τείχους, που οδηγούσε προς την πεδιάδα
των Ιωαννίνων, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Έχει πλάτος 3,50 μ., αλλά το
άνοιγμα περιορίζεται με τις δύο παραστάδες της θύρας σε 2,50 μ. Στη βάση των
παραστάδων διατηρούνται, δεξιά και αριστερά, δύο ορθογώνιοι τόρμοι για τις
μεταλλικές θήκες και τους δύο ολμίσκους που περιστρέφονταν μαζί με τους άξονες
της πύλης, όπως στο νοτιοδυτικό πυλώνα του κάστρου. Η πύλη ασφαλιζόταν
εσωτερικά με μια ισχυρή δοκό, όπως δείχνει ένα βαθύ ορθογώνιο αυλάκι που
εισχωρούσε στο νότιο πύργο. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων
που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο
βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη
της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με
υδροστεγές κονίαμα.
Η χρονολόγηση του τείχους στον 4ο αι. π.Χ. προκύπτει από το
γεγονός ότι ο κάτω ισοδομικός περίβολος του ιερού, που περιέκλεινε τα
λατρευτικά οικοδομήματα, είναι αρχαιότερος του βουλευτηρίου και του θεάτρου που
χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Επειδή ο
ισοδομικός περίβολος του ιερού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το τείχος, προκύπτει
ότι τούτο είναι σύγχρονο ή αρχαιότερο του περιβόλου και θα ανάγεται επομένως
στον 4ο αι. π.Χ., και πιθανότερα στο β΄μισό του αιώνα, λόγω της εξελιγμένης
μορφής των πύργων, οι οποίοι στο ισόγειο είναι κενοί και χρησίμευαν για τη
διαμονή φρουράς.
ΥΠΠΟ