Μακεδονικός Αγώνας, ο αγώνας
των Ελλήνων την περίοδο 1904 – 1908, που ξεκίνησε ως αντίδραση στα επεκτατικά
και αφομοιωτικά ως προς τη Μακεδονία σχέδια των Βουλγάρων. Πολλοί ήταν οι
Πόντιοι που συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα, είτε επώνυμοι είτε ανώνυμοι.
Στους επώνυμους συγκαταλέγονταν οι μητροπολίτες Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης
και Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, καθώς και ο ναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης, ο
στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης κ.ά.
Ο Φώτιος, κατά κόσμον Ηλίας
Καλπίδης, γεννήθηκε στο Τσαγκράκ της Κερασούντας. Στην Κορυτσά βρέθηκε ως
μητροπολίτης της σε ηλικία 42 ετών, αντικαθιστώντας τον Γερβάσιο Ωρολογά, που
μετατέθηκε στην Καισάρεια. Ήταν το 1904, χρονιά ιδιαίτερα σκληρή. Βούλγαροι
κομιτατζήδες, ρουμανίζοντες Βλάχοι, Αλβανοί εθνικιστές λυμαίνονταν την επαρχία
του. Ο Φώτιος, με κέντρο δράσης την Κορυτσά, περιόδευε την ύπαιθρο της
μητρόπολής του, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να στηλώσει το
φρόνημα του καταπτοημένου ποιμνίου του.
Σε όσους του έλεγαν να είναι
προσεχτικός απαντούσε: «Αν πρέπει να κάνω, όπως μου λέτε, τότε για ποιο λόγο με
έστειλαν εδώ απ’ την Πόλη;» Στην Κορυτσά ίδρυσε το σύλλογο «Τα Πάτρια», που
απευθυνόταν κυρίως στους νέους. Η ασταμάτητη δράση του φρένιαζε τους αντιπάλους
του. Τον προειδοποίησαν να «συμμορφωθεί» πολλές φορές, αλλά εκείνος συνέχιζε
μαχητικότερος να κάνει ό,τι πίστευε. Το Σεπτέμβριο του 1906, έξω από το χωριό
Βρατοβίτσα, τον σκότωσαν κομιτατζήδες και ρουμανίζοντες.
Ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης γεννήθηκε στο Ικόνιο, από γονείς Ποντίους, το 1871. Η πρώτη εκκλησιαστική θέση, που κράτησε, ήταν του επισκόπου Πέτρας. Έδρασε εθνικά σε ολόκληρη την επαρχία Πελαγονίας, με έδρα το Μοναστήρι, και το 1908 προήχθη σε μητροπολίτη Γρεβενών. Και από τη νέα του θέση συνέχισε να αγωνίζεται συνδυασμένα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου και των Τούρκων. Στα μυστικά του Μακεδονικού Αγώνα μυήθηκε από το Δημήτριο Κορομηλά, πρόξενο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, και «έγινεν η ψυχή της προπαρασκευής του ενόπλου αγώνος». Περιοδεύοντας τα χωριό της περιφέρειάς του, ο Αιμιλιανός, μειλίχιος και ταπεινός πάντοτε, ενίσχυε και στήριζε το φρόνημα των κατοίκων τους. Το 1907 κακοποιήθηκε ο σύγκελλός του, ο κατόπιν μητροπολίτης Καρπάθου, Ευγένιος.
Ο Αιμιλιανός διαμαρτυρήθηκε
προς τις τουρκικές αρχές και συνέχισε τις περιοδείες του, ακόμα και όταν
απειλήθηκε ότι, αν δεν τις σταματούσε, θα δολοφονούνταν. Κάποτε, τον συνέλαβαν
και τον οδήγησαν στα Γρεβενά οι Τούρκοι, αλλά εκείνος συνέχισε να πράττει ό,τι
νόμιζε σωστό, Την 1η Οκτωβρίου του 1911, λειτούργησε στην εκκλησία του χωριού
Σχίνοβο. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, καθώς έφευγε, δολοφονήθηκε έξω από το χωριό
Γκριντάδες.
Ο ναύαρχος Γ. Κακουλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1871 αλλά η οικογένειά του κρατούσε από τον Πόντο. Ο παππούς του, που είχε διατελέσει γραμματέας του Α. Υψηλάντη, ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που είχε έρθει στην Ελλάδα. Το 1904, ο Κακουλίδης παραιτήθηκε από το ναυτικό, όπου υπηρετούσε, και εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Γνώστης της τουρκικής, της γαλλικής και της ρωσικής, υποδυόταν τον αγωγιάτη, για να μπορεί να περιέρχεται την ύπαιθρο, ή έκανε τον υπηρέτη του προξενείου.
Χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τον καπετάν Ακρίτα (Κ. Μαζαράκη-Αινιάν), γενικό αρχηγό των ανταρτικών ομάδων της Μακεδονίας, σε διάφορες αποστολές. Με το όνομα Δράγας, έκανε τον αγωγιάτη του Γάλλου δημοσιογράφου Παλιαρές, όταν ο τελευταίος είχε έρθει στη Μακεδονία απεσταλμένος της εφημερίδας «Χρόνος (Temps) του Παρισιού, να γράψει για το μακεδονικό. Αργότερα, ο Παλιαρές συναντήθηκε με τον Κακουλίδη, ναύαρχο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ο ίδιος ήταν διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας.
Ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στην Αμισό, το 1877. Ήρθε στην Ελλάδα, σε ηλικία 20 ετών, και κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό. Τα 1904 στάλθηκε στην Έδεσσα ως διευθυντής του ημιγυμνασίου της Πόλης. Με την κάλυψη του εκπαιδευτικού, διεύθυνε τα ανταρτικά σώματα της περιοχής, με το ψευδώνυμο «Ανδρόνικος». Συν τοις άλλοις, συνεργάστηκε και με το δραστήρια ιερέα παπα-Γιάννη Σιβένα (γνωστότερο ως παπα-Σιβένα). Το 1913 ήταν από τους πρώτους Έλληνες στρατιωτικούς που μπήκαν στην Έδεσσα, μετά την παράδοση των Τούρκων στα Γιαννιτσά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας συγκίνησε υπερβολικά τους Πόντιους. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηλία Τσαρτιλίδη, στον Πόντο τραγουδούσαν το εξής τραγούδι για τους μακεδονομάχους:
Μες στου Βαρδαριού τον κάμπο
και στην άκρη στο γεφύρι,
κλέφτης ήταν ξαπλωμένος,
με λαβωματιά στα στήθη.
Τ’ άλογό του στέκει δίπλα
χλιμιντρίζοντας του λέει:
«Σήκω, αφέντη, καβαλίκα».
«Δεν μπορώ, καημένε Γρίβα,
Γιατί μ’ έχουν λαβωμένο
οι φονιάδες οι εχθροί μας.
Σε παρακαλώ να σκάψεις
με τα νυχοπέταλά σου
να μου φτιάξεις το κιβούρι.
Κι όταν με το καλό
σκεπάσεις,
με το χώμα το βγαλμένο,
τ’ άρματά μου να μαζέψεις
και στο γιο μου να τα
δώσεις.
Πάρε μου το δαχτυλίδι
και το μαύρο μου μαντίλι,
να τα δώσεις στην κυρά μου
για να κλαίει, όταν τα
βλέπει.
Στα σχολεία του Πόντου επίσης τα παιδιά τραγουδούσαν:
Απορώ, Μακεδονία,
πώς βαστάς υπομονή,
όταν βλέπεις τα παιδιά σου
μέρα νύχτα στη σφαγή…
Πολλοί Πόντιοι ήρθαν από τον Εύξεινο στη Μακεδονία να λάβουν μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα. Οι άλλοι αγωνιστές τούς αποκαλούσαν συνήθως με το όνομα «καπετάν Λαζός».
Του Πάνου Καϊσίδη
Καραβασιλίδης, Κυριάκος.
Μακεδονομάχος, γνωστός με το όνομα «καπετάν Λαζός». Γεννήθηκε το 1881 στο χωριό
Αναστάς της Κερασούντας. Ταξίδεψε πρώτη φορά στην Ελλάδα σε ηλικία 16 χρονών κι
έμαθε την τέχνη του μαρμαρά. Μετά ορισμένα χρόνια επέστρεψε στο χωριό του. Εκεί
παντρεύτηκε και απόκτησε τέσσερα παιδιά. Επειδή μιλούσε πολύ για την Ελλάδα και
την τυραννία των Τούρκων, άρχισε να έχει προβλήματα με τους τελευταίους. Έτσι,
βλέποντας ότι κινδύνευε η ζωή του, άφησε την οικογένειά του και ήρθε ξανά στην
Ελλάδα, το 1904. Στη συνέχεια πήγε στη Μακεδονία για να πάρει μέρος στο
Μακεδονικό αγώνα και έγινε αρχηγός ομάδας. Αργότερα ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου
εγκαταστάθηκε στη Σεβαστούπολη. Το 1912, όταν άρχισαν οι βαλκανικοί πόλεμοι,
γύρισε όλα τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (πήγαινε εκεί όπου υπήρχαν ποντιακές
παροικίες, κυρίως), προσπαθώντας να συγκεντρώσει εθελοντές για να βοηθήσουν τον
αγώνα των Ελλήνων. Τελικά κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα σώμα από 300 αγωνιστές,
μαζί με τους οποίους επέστρεψε στην Ελλάδα. Συμμετείχε σε πολλές μάχες εναντίον
των Τούρκων (1912) και των Βουλγάρων (1913), όπως του Μπιζανίου, του Λαχανά,
της Τζουμαγιάς, του Κιλκίς.
Μετά το τέλος του πολέμου ο
Καραβασιλίδης, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, κατόρθωσε να πλησιάσει και να
σκοτώσει το διαβόητο αρχικομιτατζή Αλάλοφ. Γι’ αυτή του την πολεμική δράση
τιμήθηκε με πολλά διπλώματα και παράσημα. Έπειτα από το τέλος των βαλκανικών
πολέμων γύρισε στον Πόντο, για να επιστρέψει στην Ελλάδα οριστικά μετά τη
μικρασιατική καταστροφή. Πέθανε το 1939, στη Δραπετσώνα του Πειραιά, όπου ζούσε
από χρόνια.
Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού,
εκδόσεις Μαλλιάρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου