µένο είναι διττό. Αφ' ενός η έκταση της
τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική, αφ' έτερου συνιστά
σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή µε εξαίρεση το µικρό ευρωπαϊκό τµήµα της Τουρκίας)
χώρο συµπαγή και ολότµητο, ενώ ο ελληνικός χώρος (και µάλιστα η κρίσιµη ως
θέατρο πολέµου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον
Έβρο µέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρµένα και µεµονωµένα εδάφη
(νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό πλεονέκτηµα που δίνει η τέτοια κατανοµή
του χώρου στην τουρκική πλευρά είναι προφανές. Ο κατακερµατισµένος ελληνικός
χώρος µπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τµήµατα, ακόµα και πολύ µικρά•
ο εχθρός δεν είναι υποχρεωµένος να εµπλακεί στην πολεµική περιπέτεια κατάληψης
ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειµένου ν' αποσπάσει ένα τµήµα της,
όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο µπορεί• αφού καταλάβει ένα τµήµα, έχει
τη δυνατότητα, εφ' όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια
κατάσταση, δηµιουργώντας σε σχετικά σύντοµο διάστηµα τετελεσµένα γεγονότα.
Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (µε ελάχιστες παρήγορες
εξαιρέσεις, για τις όποιες θα µιλήσουµε παρακάτω) να αποσπάσει από τον µεγάλο
και συµπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα µικρότερο ή µεγαλύτερο κοµµάτι χωρίς
να περιπλακεί, mutatis mutandis, στο τραγικό δίληµµα του 1922. Εάν π.χ. για
λόγους αντιπερισπασµού συγκροτούσε προγεφυρώµατα στον παράκτιο µικρασιατικό
χώρο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάµεις θα µπορούσαν ακόµα και να τ' αγνοήσουν
εντελώς, στρεφόµενες εναντίον τους µόνον αφού θα είχε πια κριθεί η έκβαση στα
κύρια θέατρα του πολέµου• γιατί τέτοια προγεφυρώµατα έτσι κι αλλιώς θ'
αποκόπτονταν ή δεν θα κατάφερναν να εδραιωθούν µακροπρόθεσµα, αποτελώντας
εφαλτήρια για περαιτέρω διείσδυση. Η κατάληψη τουρκικών εδαφών από ελληνικής
πλευράς προσκρούει στο βάθος του χώρου, όχι όµως και η κατάληψη ελληνικών
εδαφών από τουρκικής πλευράς.
Πώς µπορεί η Ελλάδα να
εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέµου, τα σοβαρά γεωγραφικά της µειονεκτήµατα; Θα
επισηµάνουµε τέσσερα σηµεία, χωρίς να τα εννοούµε ούτε ως αναβαθµούς µιας
κλιµάκωσης ούτε ως στόχους Ιεραρχηµένους σύµφωνα µε τη στρατηγική τους σηµασία
- µολονότι τα δύο τελευταία πρέπει να υπογραµµισθούν ιδιαίτερα, ωστόσο µόνον η
ενεργή συνύπαρξη καί των τεσσάρων µπορεί να δώσει στην ελληνική πλευρά
αξιόλογες πιθανότητες νίκης. Όπως είναι αυτονόητο, η ανάλυση αυτή περιορίζεται
σε θεµελιώδη στρατηγικά µεγέθη και απλώς θίγει, όπου αυτό φαίνεται απαραίτητο,
επιχειρησιακές επόψεις (δηλαδή µείζονες στρατιωτικές ενέργειες µέσω της
σύµπραξης περισσότερων µονάδων), ενώ
το τακτικό επίπεδο δεν συζητείται καθόλου, ούτε και µπορεί να συζητηθεί
άλλωστε: γιατί σε µια γενική πολεµική σύρραξη Τουρκίας και Ελλάδας δεν θα
υπήρχε ένα και µόνο πεδίο µάχης, πάνω στο οποίο, αν το υπέθετε κανείς γνωστό εκ
των προτέρων, θα υπολογίζονταν λεπτοµερώς oι κινήσεις των εµπολέµων, αλλά
διάφορα ευρύτερα θέατρα πολέµου µε ουσιώδεις διαφορές µεταξύ τους. Ας αρχίσουµε
από το ζήτηµα των πιθανών εδαφικών απωλειών και κερδών, καθώς µου φαίνεται
προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του
πολέµου εκ µέρους της µε εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η
ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχηµα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των
προσβαλλόµενων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και αν δεν ήταν
δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε oι Τούρκοι θα είχαν στο τέλος ένα
καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν µικρό ή εκ των υστέρων φαινόταν
«δυσανάλογο» (η έννοια είναι βέβαια σχετική) προς τις αντίστοιχες θυσίες. Γι’
αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή
εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθµισµα για µόνιµες δικές της απώλειες είτε ως
πιθανό αντάλλαγµα σε µεταγενέστερες διαπραγµατεύσεις.
Το πού πρέπει να αναζητηθούν
τα κέρδη αυτά, µε δεδοµένο τον κατά βάση συµπαγή και ολότµητο χαρακτήρα του
τουρκικού εθνικού χώρου, µας το δείχνει µια γρήγορη επισκόπηση των τριών
πιθανών θεάτρων του πολέµου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου. Στη Θράκη,
ή µάλλον στον Έβρο, η πυκνή συγκέντρωση στρατευµάτων και από τις δύο πλευρές
σηµαίνει ότι όποιος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραµµές θα έχει
τη δυνατότητα να αποκόψει αµέσως, µ' έναν κυκλωτικό ελιγµό σχεδόν επί τόπου,
µεγάλες εχθρικές µονάδες. Όµως αυτός δεν είναι ο µόνος λόγος, για τον οποίο οι
ελληνικές δυνάµεις θα πρέπει εξ αρχής να επιδιώξουν µε κάθε θυσία (και η πυκνή
συγκέντρωση θα απαιτήσει κατά πάσα πιθανότητα σοβαρές θυσίες) τη διάσπαση του
εχθρικού µετώπου και να µην αρκεσθούν σε µιαν παθητική άµυνα. Μια γρήγορη
προέλαση τεθωρακισµένων µονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το
πεδινό έδαφος και οι περιορισµένες αποστάσεις, θα µπορούσε να αποφέρει στην
Ελλάδα το σηµαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές
απώλειες σε άλλες περιοχές. Πράγµατι, πουθενά άλλου εκτός από τη Θράκη η
ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών, οσοδήποτε
περιορισµένη κι αν κρίνει κανείς αυτή τη δυνατότητα• πάντως υπάρχει, κι αφού
είναι η µόνη πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο καί µε συνέπεια. Στο θέατρο του
Αιγαίου, καθώς είπαµε, δεν έχει κανένα νόηµα η προσπάθεια δηµιουργίας
προγεφυρωµάτων στη µικρασιατική ακτή, έστω κι αν τα προγεφυρώµατα αυτά θα
µπορούσαν να κρατηθούν για λίγο, η µόνη ενέργεια, η οποία θα µπορούσε ν'
αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν µια κατάληψη της Ίµβρου και της Τενέδου,
υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα ήταν σε θέση να την καλύψει (την
αεροπορική κάλυ-
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJSt1_KGaUtEQHpkHMtgcgQf0PX3--uQ6vRmu6ALYQ-Alz7YPGhVYCXgjjazPvErW5hs7WaD8SNDGt5lFZj76LfpkovZcuTgies8313KIkrsA3_JxYsBNcE3tshj1ZvKMTv9BLnHKtH0yWM--Cv8RoFSYC1UQ8j18h04vH8wLTDnARdXUChnRQYqxy8Q/w441-h426-rw/kondylis10.jpg)
ψη τη θεωρούµε θεµελιώδη και
αυτονόητη τόσο σε µιαν απόβαση στα νησιά όσο και σε µιαν προέλαση στη Θράκη•
όµως το πρόβληµα της κυριαρχίας στον εναέριο χώρο είναι τόσο κρίσιµο, ώστε θα
µιλήσουµε γι' αυτό χωριστά). Τέλος, στην Κύπρο η ελληνική πλευρά πολύ λίγα
πράγµατα έχει να περιµένει. Και αν µπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι
δυνατόν µονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσµός στο σύνολό του φανεί διατεθειµένος να
πολεµήσει, αν χρειαστεί, µε νύχια και µε δόντια. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε το
1974, όταν είδαµε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν είδαµε µιαν επίµονη
παλλαϊκή αντίσταση µέχρις εσχάτων. Όµως τούτη τη φορά δεν υπάρχει νότος για να
καταφύγει κανείς. Υπάρχει µόνον η θάλασσα.
Το δεύτερο σηµείο, που
επιθυµούµε να υπογραµµίσουµε, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάµεων. Ο
γεωγραφικός κατακερµατισµός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασµό
αντίστοιχου κατακερµατισµού των ενόπλων δυνάµεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η
κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασµός αυτός µπορεί να αποβεί θανάσιµος,
άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ' εαυτόν ουτοπικός.
Η αριθµητική υπεροχή της
τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της της δίνει εξ
αντικειµένου ορισµένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών
αποβατικών και άλλων κινήσεων µε σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός
ελληνικός πειρασµός του κατακερµατισµού των δυνάµεων. Αντίστοιχα µεγάλη
επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η
οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση
προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθµητικής µειονεξίας και της
απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά
σηµεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα µοίρα την
προάσπιση πόλεων καί αµάχων πληθυσµών και να επικεντρώσει τα διαθέσιµά της όχι
στην κάλυψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών
ενόπλων δυνάµεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πρίν
προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειµένου να εκπληρωθεί ο υπέρτατος αυτός
σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθµητικά υποδεέστερος την απώλεια
εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων µε ανοιχτά τα πλευρά του, πράγµα που θα
πρέπει ν' αναπληρώνει µε ευελιξία και ταχύτητα. Όµως η τελική έκβαση θα κριθεί
µε βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας
του πολέµου. Πόλεµος σηµαίνει προαρχικά επιδίωξη συντριβής των εχθρικών ενόπλων
δυνάµεων, απ' αυτήν εξαρτώνται κι απ' αυτήν απορρέουν όλα τα άλλα. Καί εάν αυτή
επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας
να συγκεντρώσει τις δυνάµεις του την αποφασιστική στιγµή στο αποφασιστικό
σηµείο.
Κατά τρίτον λόγο, η ελληνική
πλευρά δεν θα µπορέσει να αντισταθµίσει τα γεωγραφικά της µειονεκτήµατα έναντι
της τουρκικής αν δεν καλύπτει µε ικανή δύναµη πυρός το σύνολο της τουρκικής
επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέµου και περιορισµένο βάθος του
χώρου γύρω τους.
∆εν είναι δύσκολο να
κατανοήσουµε γιατί. Το µικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική
πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του µε όπλα µικρότερου
βεληνεκούς (ήδη η Τουρκία αποκτά αµερικανικούς πυραύλους ATACMS µε βεληνεκές
120- 300 χλµ.) καθώς και µε αεροπλάνα που διαθέτουν µικρότερη ωφέλιµη ακτίνα
δράσεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά µεγάλο βάθος του
τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την
εµβέλεια της ελληνικής δύναµης πυρός, όπλα µεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία
έφτασε να συζητεί ακόµα και µε την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους- εδάφους
µεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα µε µεγαλύτερη ωφέλιµη ακτίνα δράσεως•
ας σηµειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα µπορούν, ξεκινώντας από τα µακρινότερα
ως προς εµάς αεροδρόµια της Ανατολίας (Μπάτµαν, Έρζουρούµ), να ανεφοδιάζονται
στον αέρα όσο ακόµα βρίσκονται µέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν
έτσι αποστολές µέσα στην ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από
αεροδρόµια των µικρασιατικών παραλίων. Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική
πλευρά, ακόµα κι αν θα επιθυµούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο µε ένα προληπτικό χτύπηµα, δεν
είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορµό των αεροπορικών του δυνάµεων στα
πλησιέστερα αεροδρόµια. Το κρίσιµο τούτο πρόβληµα λύνεται µόνον µε πυραυλικά
συστήµατα κατάλληλου βεληνεκούς καί µε ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασµού των
ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. µεταξύ Κρήτης και Κύπρου). Τα πράγµατα θα
ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα καί η Κύπρος δεν ήσαν κράτη µε de
facto µειωµένα κυριαρχικά δικαιώµατα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν
εξαρτιόνταν ούτε άµεσα ούτε έµµεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωµένες Πολιτείες
και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία.
Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη
κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει
αεροπορικές δυνάµεις στο έδαφός της, οι οποίες θα µπορούσαν να πλήξουν άµεσα
την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας. Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα
είναι εξίσου εγγυήτρια ∆ύναµη του κυπριακού κράτους και εποµένως έχει
τουλάχιστον τα ίδια δικαιώµατα µε την Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις Ένοπλες
δυνάµεις της. Αλλά τέτοιες παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευθεί δεν τολµά
όποιος είναι υποχρεωµένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την
τελευταία βίδα.
Τέταρτο και τελευταίο,
µπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα
είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιω-
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPCR-ltcNZX8_RDlWuwt6MeHwrMstjkgfLNVZWYeCc8JOfSSBNIuLLBwQMrrmV54pRDhJdHRXvFsD8d1Q_a8rIgnSaL_iDrnzyclB43ZzRSgqdpyZOUkfLY1E4HaPh9K7vnxEKzih4p4vDHwXkAsO1xTjwOYWjvzaqNxBKI2GJic05DSvmxNAz1tmk0w/w461-h325-rw/kondylisp.jpg)
τικής νίκης αν δεν έβρισκε
τη δύναµη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (µαζικό) πλήγµα,
αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγµα το επιβάλλει σήµερα όχι κάποια
«πολεµοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστηµάτων: η λογική
του µέσου αυτονοµείται, όπως αναφέραµε στίς εισαγωγικές µας παρατηρήσεις, και
προσδιορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισµό της πολεµικής στρατηγικής. Αν η
ελληνική πλευρά, λέγοντας «αµυντικό δόγµα», εννοεί ότι, φοβούµενη µήπως εκτεθεί
στα µάτια της διεθνούς κοινής γνώµης και των συµµάχων, προτίθεται σε
οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέµου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων
καί το πλεονέκτηµα του πρώτου (µαζικού) πλήγµατος στον εχθρό, τότε έχει κατά
πάσα πιθανότητα υπογράψει µόνη της και εκ προοιµίου την καταδίκη της. Με
δεδοµένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή
ένα (µαζικό) πρώτο πλήγµα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και
ψυχολογικά την ελληνική πλευρά. Σε παλαιότερους πολέµους, διεξαγόµενους στην
ξηρά, µπορούσε ενδεχοµένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία εως
ότου εξαντλήσει τίς δυνάµεις του. Όµως αυτό προϋπέθετε ότι ο αµυνόµενος κατείχε
θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρατήσει τις δικές του
δυνάµεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην αντεπίθεση. Σήµερα, η δύναµη
και το βεληνεκές του πυρός από κάθε κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η
µετάθεση του πολεµικού κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την
προϋπόθεση• δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάµεις, και το (µαζικό)
πρώτο πλήγµα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των µέσων µιας αντεπίθεσης σε
ευρεία κλίµακα. Οι ίδιοι αυτοί τεχνικοί παράγοντες καθιστούν τον χρόνο
αποφασιστικό µέγεθος, µε άλλα λόγια προσδίδουν στην εναρκτήρια φάση του πολέµου
καθοριστική σηµασία. Ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι
δυσκολότατο ν' αποκτηθεί ή να αναπληρωθεί κατόπιν. Γι' αυτό και το πρώτο
πλήγµα, το οποίο εγκαινιάζει την καθοριστική εναρκτήρια φάση του πολέµου,
πρέπει να είναι όσο το δυνατόν µαζικότερο και καιριότερο. Πρώτο πλήγµα, µε τη
στρατηγική σηµασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισµός που πέφτει
κατά το πρώτο «θερµό επεισόδιο» µιας πολεµικής αντιπαράθεσης• είναι µια
συντονισµένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάµεων προς
εκµηδένιση των ζωτικών σηµείων του εχθρικού πολεµικού δυναµικού, ιδίως όσων
εµφανίζονται κρίσιµα µέσα στη δεδοµένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο
πλαίσιο της κλιµάκωσης ενός τοπικού «θερµού επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα
ακόµα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση• το
επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγµατος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι
ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σηµαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει
καταστρώσει και όποιος θα το εφαρµόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέµενος µε την
ιστορική και πολιτική έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναµικό της
Τουρκίας µακροπρόθεσµα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας µακροπρόθεσµα συρρικνώνεται,
ο επιτιθέµενος µε την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν µπορεί να είναι άλλος
από την Τουρκία• ανεξάρτητα από εθνικές µυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει
καµµία σχέση µε ηθικές ή φυλετικές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαµόρφωση του
συσχετισµού των δυνάµεων, και τα πράγµατα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν και ο συσχετισµός των
δυνάµεων.
Αλλά όποιος, θέλοντας και µη, υιοθετεί αµυντική στρατηγική στο
ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι' αυτόν καί µόνον τον λόγο
υποχρεωµένος να υιοθετήσει αµυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο
επίπεδα δεν πρέπει να συγχέονται κατά κανένα τρόπο. Άλλο είναι η άµυνα ως
ιστορικο- πολιτικός σκοπός και άλλο η άµυνα ως στρατιωτικό µέσο, άλλο ο
αµυντικός χαρακτήρας ενός πολέµου και άλλο η αµυντική διεξαγωγή ενός πολέµου.
Άλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αµυντική διεξαγωγή πολέµου στερείται
νοήµατος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναµε στα σοβαρά, θα σήµαινε ότι
ο επιτιθέµενος µπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιµώρητα, διατρέχοντας απλώς τον
κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιµασθεί για να ξαναδοκιµάσει.
Καµµιά άµυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εµπεριέχει µια δραστική τιµωρία του
επιτιθέµενου, όµως η τιµωρία αυτή δεν µπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι
οποίες, αν ιδωθούν µεµονωµένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία
επιθετικών στοιχείων: ο αµυνόµενος πυροβολεί µε τον ίδιο τρόπο και για τον
ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέµενος.
Στα παραπάνω τέσσερα σηµεία
συνοψίσαµε τις προϋποθέσεις, υπό τις όποιες η Ελλάδα θα µπορούσε να κερδίσει
έναν πόλεµο εναντίον της Τουρκίας. Προσοχή: δεν λέµε ότι είναι σε θέση να το
κάµει ή ότι θα το κάµει, λέµε µόνον ότι, αν το πετύχει, µπορεί να το πετύχει
υπ' αυτές τίς προϋποθέσεις και µόνο. Με τη σειρά τους, όµως, οι προϋποθέσεις
αυτές προϋποθέτουν άλλα πράγµατα, δηλαδή ορισµένο στρατιωτικό δυναµικό,
ορισµένη δύναµη πυρός και ορισµένη δόµηση των ενόπλων δυνάµεων. Η τήρηση του
κανόνα της συγκέντρωσης των δυνάµεων δεν έχει καµµιάν αξία, όταν οι δυνάµεις
σου είναι πενιχρές• και το πρώτο πλήγµα επίσης δεν αποφέρει µεγάλα κέρδη, όταν
το καταφέρεις µ' ένα κυνηγετικό όπλο - γι' αυτό άλλωστε και η
υπογράµµιση της στρατηγικής σηµασίας του πρώτου πλήγµατος διόλου δεν εµπεριέχει
κάποιαν έµµεση παρότρυνση να ξεκινήσει κανείς πόλεµο από λεβεντιά και στα καλά
καθούµενα• σηµαίνει µόνον ότι, αν ένας εµπόλεµος διαθέτει επαρκή µέσα για ένα
καίριο πρώτο πλήγµα, πρέπει να τα χρησιµοποιήσει, εφ' όσον θέλει να κερδίσει
έναν πόλεµο µε δεδοµένες τις σύγχρονες και υπερσύγχρονες τεχνολογικές συνθή -
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj4KBX8nY9qNSGbmxa4Tx6LDvyB0uq9zA3hYoPY7-N2C8NVW_W7aJJaBS2Ah6n0BB8PAbYIQzh7lvrW0svlDNrmql1-eRvI6OarnMzYqdlNlpU_PO6gCO5fApVqM1FZTlL1wBgeklDrPwRz1dES0nS3GL3Nbw5IuD87U5wHzhXPMhsfiGW84NFh8eA0uw/w450-h389-rw/kondylis14.jpg)
κες. Aφού λοιπόν οι
στρατηγικές προϋποθέσεις της νίκης δεν είναι καν δυνατόν να συγκεντρωθούν αν
δεν υφίσταται το απαραίτητο στρατιωτικό δυναµικό, τίθεται αυτόµατα το ερώτηµα
σε ποιάν κατάσταση βρίσκεται σήµερα από την άποψη αυτή η ελληνική πλευρά, σε
σύγκριση πάντα µε την τουρκική. Και αφού το τουρκικό γεωπολιτικό δυναµικό (µε
τη γνωστή µας ήδη τριπλή έννοια του όρου) είναι υπέρτερο του ελληνικού,
ερωτάται επίσης κατά πόσον η ελληνική πλευρά ισοφαρίζει τα οργανικά της
µειονεκτήµατα µε την ανωτερότητά της στον οικονοµικό καί στον εξοπλιστικό
τοµέα, κατά πόσον το ποιοτικό της προβάδισµα υπερκαλύπτει τις τυχόν ποσοτικές ελλείψεις.
Στα ερωτήµατα αυτά η απάντηση σήµερα είναι σαφής: η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή
µέσα αποτροπής, εάν ορίσουµε την αποτροπή - όπως οφείλουµε να την ορίσουµε - ως
ικανότητα να καταφέρεις ένα καίριο πρώτο πλήγµα καί να παραλύσεις για µακρό
χρονικό διάστηµα τον εχθρό. Ούτε η ποιοτική υπεροχή της ελληνικής πλευράς
αντισταθµίζει τα ποσοτικά της µειονεκτήµατα, ούτε η ελληνική δύναµη πυρός
καλύπτει το σύνολο της τουρκικής επικράτειας, αδυνατώντας έτσι να προστατεύσει
αποτελεσµατικά και την Κύπρο. Και το χειρότερο δεν είναι καν η σηµερινή εικόνα
καθ' εαυτήν• είναι η δυναµική της εξέλιξης, αν την παρακολουθήσουµε στην
τελευταία δεκαπενταετία και αν κάνουµε τις εύλογες προβολές στο µέλλον µε βάση
τις ήδη παρούσες και βαρύνουσες ενδείξεις. Τότε θα δούµε ότι η διεύρυνση της
απόστασης ανάµεσα στο στρατιωτικό δυναµικό της Ελλάδας και σ' εκείνο της
Τουρκίας αποτυπώνει λίγο-πολύ πιστά την επέκταση του τουρκικού γεωπολιτικού
δυναµικού και τη συρρίκνωση του αντίστοιχου ελληνικού.
Οι αριθµοί είναι
συντριπτικοί και καλύπτουν συµµετρικά όλους τους τοµείς, από τους οικονοµικούς
µε την ευρύτερη ίσαµε τους εξοπλιστικούς µε τη στενότερη έννοια. Αν το 1980 το
ελληνικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν αποτελούσε σχεδόν το 80% του τουρκικού, το
1995 είχε πέσει στο 40% περίπου. Αν το 1980 η ελληνική βιοµηχανική παραγωγή
αποτελούσε το 60% της τουρκικής, το 1995 δεν ήταν πάνω από το 30%, καί
ιδιαίτερα στην παραγωγή µηχανολογικού εξοπλισµού η σχέση πέρασε από το 70% του
1980 στο 35% του 1995. Ενώ το 1980 οι ελληνικές εξαγωγές ήσαν σχεδόν τριπλάσιες
των τουρκικών, δεκαπέντε χρόνια αργότερα αποτελούσαν µόλις το 60% εκείνων. Η
επίπτωση της δραστικής αυτής µεταβολής των οικονοµικών συσχετισµών πάνω στο
ύψος των στρατιωτικών δαπανών ήταν γενικότατα η εξής: από το 1985 και µετά οι
κατά κεφαλήν στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 80% στην Τουρκία καί µειώθηκαν
κατά 20% στην Ελλάδα. Τα συνολικά µεγέθη εξελίχθηκαν ως εξής (σε σταθερές τιµές
του 1990): η Ελλάδα ξόδεψε το 1980-1984 κατά µέσον όρον 3.820 εκ. δολλ. καί το
1995 3.893 (περίπου τα ίδια), ενώ η Τουρκία ξεκινώντας από λιγότερα την περίοδο
1980-1984 (ήτοι 3.765 εκ. δολλ.) έφτασε τα 6.379. Αυτό σηµαίνει: πρίν από 15
χρόνια η Ελλάδα υπερτερούσε, έστω και κατά 1%, σήµερα υστερεί, και µάλιστα
σχεδόν κατά 40%! Ακόµα πιο αισθητή είναι η διαφορά όχι πλέον στίς γενικές
στρατιωτικές, αλλά ειδικά στις νευραλγικές εξοπλιστικές δαπάνες. Στο διάστηµα
1980-1984 η Ελλάδα έδινε για εξοπλισµούς 665 εκ. δολλ. κατά µέσον ορον, για να
φτάσει τα 771 το 1995, ενώ η Τουρκία πέρασε στην ίδια δεκαπενταετία από τα 343
στα 2.405 εκ δολλ. - από το διπλάσιο υπέρ της Ελλάδας στο τριπλάσιο υπέρ της
Τουρκίας! (Το ίδιο από άλλη οπτική γωνία: το 1977 η Ελλάδα εισήγαγε όπλα αξίας
752 εκ. δολλ. και η Τουρκία 245, το 1987 τα ελληνικά εισαγόµενα όπλα στοίχισαν
187 εκ. δολλ., ενώ τα τουρκικά 925!). Ισως ακόµα σηµαντικότερο µακροπρόθεσµα
είναι το γεγονός ότι η Τουρκία συνέδεσε το εξοπλιστικό της πρόγραµµα µε την
ανάπτυξη δικής της πολεµικής βιοµηχανίας µέσω εκτεταµένων προγραµµάτων
συµπαραγωγής• έτσι, σήµερα είναι αυτάρκης κατά το 30% περίπου, µε ανοδική τάση
και µε εξαγωγική κατεύθυνση (προ καιρού π.χ. η Αίγυπτος αγόρασε αεροπλάνα F-16
τουρκικής παραγωγής).
Αντίθετα, ο ελληνικός βαθµός
αυτάρκειας έπεσε από το 15-20%, όπου βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του
1980, στο 5% περίπου - και φοβούµαι ότι σ' αυτό το 5% περιλαµβάνονται
στατιστικά και προϊόντα ουσιαστικώς άχρηστα, όπως λ.χ. το στατικό
αντιαεροπορικό σύστηµα ΑΡΤΕΜΙΣ 30, στο όποιο επί µία δεκαετία σπαταλήθηκαν
αδίκως 110 δισ. δρχ. Πολιτικά σφάλµατα εµπόδισαν να µετριασθεί κάπως η ελληνική
οργανωτική και τεχνική ανικανότητα µέσω προγραµµάτων συµπαραγωγής. Όταν η
Ελλάδα αγόρασε το 1985 80 αεροπλάνα τρίτης γενεάς, διέσπασε την προµήθεια σε
δύο τύπους και σε δύο χώρες, οπότε δεν συνέφερε πλέον τους προµηθευτές η
εγκατάσταση γραµµής συµπαραγωγής για 40 µόνον F-16. Και όταν το 1992
αποφασίσθηκε η αγορά άλλων 40, πάλι η ποσότητα ήταν ανεπαρκής για τον σκοπόν
αυτό, αφού η δεύτερη αγορά δεν συνδέθηκε µε την πρώτη, αλλά έγινε εν είδει
µεταγενέστερης «τσόντας». Αντίθετα, η Τουρκία αγόρασε απ' ευθείας 160 F-16 και
εγκαινίασε αµέσως το πρόγραµµα συµπαραγωγής.
Εάν εξειδικεύσουµε
περισσότερο τη συγκριτική µας ανάλυση καί υπεισέλθουµε στους επί µέρους κλάδους
των ενόπλων δυνάµεων, θα πρέπει να πούµε ότι, πέραν της σχετικής ισορροπίας
δυνάµεων ανάµεσα στο ελληνικό και στο τουρκικό ναυτικό, η πλάστιγγα γέρνει ήδη
σοβαρά υπέρ της Τουρκίας στην ξηρά και στον αέρα. Ο συσχετισµός των χερσαίων
δυνάµεων έχει βαρύνουσα σηµασία, αν πάρουµε σοβαρά υπ' όψιν όσα είπαµε
προηγουµένως, ότι δηλαδή η Ελλάδα θα χρειασθεί επειγόντως µιαν επιτυχία στον
Έβρο και µιαν προέλαση προς την Ανατολική Θράκη προκειµένου να αντισταθµίσει
εδαφικές απώλειες στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Πέραν της µεγάλης αριθµητικής
υπεροχής του πεζικού της (πάνω από 4 προς 1), η Τουρκία διαθέτει τριπλάσια
πυροβόλα (3.380 προς 1.130) και
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiIObAeiC7K_dxxYUUQEYsX1XZtzw9SJiRr98S_hxcurQQEo_hIwd8m7auMrHEqVxGOed5buamrL5A7krprSnWrf3p-PaPCkVLezzLMLMRjIndYCVttPX710HbKgosgB1BHnHfRoqNjwwDRoEUJA9uOyZTjwcEz0tXA75PAJGdgjXCVJH0n-hCCngXkPw/w463-h335-rw/kondylis15.jpg)
διπλάσια άρµατα µάχης (3.615
προς 1,720). Στο µέτωπο του Έβρου, βεβαίως, οι αναλογίες δεν θα είναι τόσο
δυσµενείς για την ελληνική πλευρά, καθώς αυτή µπορεί να συγκεντρώσει εκεί
ποσοστιαία µεγαλύτερο µέρος των χερσαίων της δυνάµεων απ' ό,τι η Τουρκία. Ενώ όµως
προς το παρόν καί οι δύο χώρες έχουν άρµατα µάχης δεύτερης γενεάς, η Τουρκία
αρχίζει ήδη την παραγωγή 1.500 αρµάτων τρίτης γενεάς µε προφανείς συνέπειες,
ιδιαίτερα σ' ένα έδαφος περίπου «φτιαγµένο» για το όπλο αυτό, όπως είναι το
έδαφος της Θράκης.Άλλα όση σηµασία κι αν έχουν όλα αυτά, δεν χρειάζεται να
είναι κανείς στρατηγική διάνοια για να γνωρίζει ότι η κρίσιµη µάχη θα δοθεί
στον αέρα κι ότι το κρίσιµο όπλο θα είναι η αεροπορία - και µάλιστα ακριβώς
επειδή το πρώτο πλήγµα και η εναρκτήρια φάση του πολέµου θα βαρύνουν
αποφασιστικά στην έκβαση.
Τουλάχιστον η τουρκική
ηγεσία το έχει αντιληφθεί αυτό εγκαίρως. Τόσο στο δεκαετές εξοπλιστικό
πρόγραµµα, το όποιο ήδη ολοκληρώθηκε, όσο και στο εικοσαετές, το οποίο
εγκαινιάζεται τώρα, τα µισά περίπου κονδύλια επενδύονται στην αεροπορία, είτε
δηλαδή στην αγορά καί στην παραγωγή νέων αεροσκαφών είτε στον εκσυγχρονισµό των
παλαιοτέρων (π.χ. των F-4, µε τη βοήθεια του Ισραήλ). Έτσι, το 2.000 η Τουρκία
θα διαθέτει, όπως υπολογίζεται, 430 µαχητικά αεροπλάνα δυο τύπων (ενώ τα
ελληνικά θα ανήκουν σε τέσσερις τύπους, µε όσα µειονεκτήµατα συνεπάγεται τούτο)
υποστηριζόµενα από 7 αεροσκάφη εναερίου εφοδιασµού (αυτά προφανώς χρειάζονται
µόνον εναντίον της Ελλάδας, όχι εναντίον της Συρίας ή του Ιράκ) και πιθανότατα
από αεροσκάφη-ραντάρ• επί πλέον τα τουρκικά µαχητικά διαθέτουν ή θα διαθέτουν
σύντοµα πολύ καλόν εξοπλισµό για βολές αέρος-εδάφους, ιδίως εναντίον στόχων
όπως ραντάρ και πλοία. Η Ελλάδα θα µπορεί στην καλύτερη περίπτωση ν'
αντιπαρατάξει 180-200 µαχητικά τρίτης γενεάς (ίσως στην πραγµατικότητα να µην
είναι παραπάνω από 150), ήτοι ούτε την υπεροχή στον εναέριο χώρο του Αιγαίου θα
κατέχει, ούτε το σύνολο της τουρκικής επικράτειας θα µπορεί να πλήξει, ούτε ένα
καίριο πρώτο πλήγµα να καταφέρει. Και παράλληλα δεν θα έχει καν αξιόλογη
αντιαεροπορική άµυνα. Το πυραυλικό σύστηµα «Νίκη-Ηρακλής» παλαιώθηκε και ήδη
αποσύρεται, ενώ τα σχέδια αγοράς πυραύλων Patriot φαίνεται να παραµένουν
περιορισµένα λόγω του µεγάλου κόστους. ∆ιάφοροι σχολιαστές πρότειναν τον
τελευταίο καιρό να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στην πολεµική αεροπορία, ώστε να
εξισορροπηθεί ποιοτικά η τεράστια ποσοτική υπεροχή του αντιπάλου, π.χ. µε την
αγορά αεροσκαφών της τετάρτης γενεάς (αµερικανικών F-15E ή ρωσσικών SU-27).
Αυτό θα ήταν αναµφισβήτητα ένα πολύ ορθό πρώτο βήµα. Όµως δεν αρκεί. Όχι µόνο
γιατί τα 3 ή 4 τρις. δρχ. που πρόκειται να ξοδέψει η Ελλάδα για τον
εκσυγχρονισµό των ενόπλων της δυνάµεων την προσεχή δεκαετία κάθε άλλο παρά θα
εξαλείψουν τη στρατιωτική της κατωτερότητα.
Τις οικονοµικές προϋποθέσεις
µπορεί να τις κατονοµάσει κανείς εύκολα και κατά τρόπο γενικά αποδεκτό, εφ'
όσον χρησιµοποιεί γενικό και αόριστο λεξιλόγιο: «η άµυνα της χώρας απαιτεί µιαν
ακµαία εθνική οικονοµία». Όµως ποιά οικονοµία δικαιούται να χαρακτηρισθεί
ακµαία και µε ποια κριτήρια; Επειδή ποικίλες οικονοµολογικές αλχηµείες
συσκοτίζουν σήµερα τα πράγµατα και τα πνεύµατα στο σηµείο αυτό, ας µου
συγχωρεθεί να παραµείνω απλοϊκός και να πω: ακµαία είναι µια οικονοµία όταν
παράγει µε ανοδικούς ρυθµούς απτά αγαθά,τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν
περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωµή άλλων
αγαθών, τα οποία η εκάστοτε χώρα δεν µπορεί ή δεν θεωρεί σύµφορο να παραγάγει η
ίδια, µε όσο το δυνατόν µεγαλύτερο πλεόνασµα. Η οικονοµία συνίσταται ουσιωδώς
στην παραγωγή αγαθών και σε όσες υπηρεσίες προσφέρονται πάνω στη βάση αυτή (και
στην Ελλάδα και στις Ηνωµένες Πολιτείες οι υπηρεσίες συµµετέχουν στη διαµόρφωση
του εθνικού εισοδήµατος µε ποσοστό περίπου 60%, όµως άλλο είναι το 60% πάνω
στην παραγωγική βάση της Ελλάδας και άλλο πάνω στην παραγωγική βάση των
Ηνωµένων Πολιτειών). ∆εν συνίσταται ούτε σε δείκτες παντοειδών µεγεθών ούτε σε
χρήµα. ∆είκτες ανάπτυξης του 2 ή 3% δεν σηµαίνουν πολλά πράγµατα, όταν η
ανάπτυξη σηµαίνει την αύξηση των «υπηρεσιών» (όπερ προ παντός στην Ελλάδα
υποδηλοί τον φρέσκο αέρα)• και η µείωση του πληθωρισµού, δηλαδή το «υγιές
χρήµα», επίσης είναι µικρό επίτευγµα, όταν προκύπτει από τη συρρίκνωση της
οικονοµίας: οπού κανένας δεν αγοράζει τίποτε και κανένας δεν πουλάει τίποτε,
εκεί δεν υπάρχει φυσικά ούτε πληθωρισµός. Πλείστοι όσοι χαίρουν, γιατί στην
Ελλάδα ο πληθωρισµός περιορίσθηκε το 1997 στο ύψος του 5 ή 6%. Όµως η
βιοµηχανική παραγωγή παραµένει στάσιµη πάνω από µια δεκαπενταετία (δεν είναι
τυπογραφικό λάθος), ενώ τα ετήσια ελλείµµατα του εµπορικού ισοζυγίου φτάνουν
πλέον τα 16, 17 και 18 δισεκατοµµύρια δολλάρια (ούτε αυτό είναι τυπογραφικό
λάθος). Αµφιβάλλω τα µέγιστα αν αυτός είναι ο δρόµος που θα οδηγήσει σε µιαν
ακµαία οικονοµία, ικανή να στηρίξει την άµυνα της χώρας. Η µείωση του πληθωρισµού
διόλου δεν αποτελεί επαρκή όρο για την ενθάρρυνση παραγωγικών-βιοµηχανικών
επενδύσεων, και αυτό θα αποδειχθεί προσεχώς. Εδώ το δραστικό φάρµακο είναι ένα
µόνο, και είναι οδυνηρό. Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονοµούνται από την
περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισµού. Και όσα κεφάλαια εξοικονοµηθούν έτσι
πρέπει µε τη σειρά τους να επενδυθούν πράγµατι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη
χώρα
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhw5sTN5b7CCnqsfiqzeobp3E21-TQzg7zpZA07ugKVVn_icvWem-k1UgbC2d1ms6o1uWJ8D0heGTLG9ouLQ6pFz9UedXiDbD9H1JcHkROwS931psi-db8likqyj2s2veCSWxrQz6ECeBKrbFIDAIOLWBteKYCIZIs6MJT9cclJj-csuLaz2_A3Vuzhug/w442-h442-rw/kondylis16.jpg)
µιαν αξιόλογη σύγχρονη
βιοµηχανική υποδοµή. Τέτοιες επενδύσεις είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερες από τις
επενδύσεις σε παντοειδή «δηµόσια έργα» συχνά αµφίβολης χρησιµότητας, γιατί
θέτουν πολύ επιτακτικότερα το πρόβληµα της εκπαίδευσης, της τεχνογνωσίας και της
παραγωγικότη- τας. Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισµού, µε τον οποίο έχει
συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, προσκρούει, πάλι, στο
ανυπέρβλητο εµπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήµατος σε πελατειακή
βάση. Τώρα όπου το µαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, επιβλήθηκαν βέβαια µε το εύσχηµο
άλλοθι της «ευρωπαϊκής σύγκλισης» ορισµένες οικονοµίες, όµως ο πελατειακός
χαρακτήρας του πολιτικού συστήµατος διόλου δεν άλλαξε ουσιαστικά, παρά την
αλλαγή της κυβερνητικής ρητορικής: γιατί οι οικονοµίες επιβλήθηκαν ακριβώς µε
πελατειακά κριτήρια (σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν ισχυρά µέσα εκβιασµού) και
παρέµειναν ανεπαρκείς επίσης από τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών οµάδων της
πελατείας.
Η ακµαία παραγωγική
οικονοµία σε σύγχρονη βιοµηχανική βάση δίνει τη δυνατότητα της αποτροπής. Για
να πραγµατωθεί όµως η δυνατότητα αυτή, πρέπει µια χώρα ή πάντως η ηγεσία της να
πιστεύει πραγµατικά στην αναγκαιότητα της αποτροπής, δηλαδή να έχει διαγνώσει
ορθά τον χαρακτήρα και την έκταση της επαπειλούµενης σύγκρουσης. Αν η διάγνωση
είναι εσφαλµένη και ελλιπής, αν αποδίδει τη σύγκρουση σε αίτια παροδικά ή
δευτερογενή, τότε µειώνεται αντίστοιχα η πίστη στην αναγκαιότητα της αποτροπής,
κι αυτό, έστω κι αν δεν λέγεται ρητά, έχει ευνόητες πρακτικές επιπτώσεις. Έτσι,
αποτελεί κεφαλαιώδες σφάλµα στρατηγικής εκτιµήσεως να µη θεωρείται ως πηγή της
αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα η συνεχής διεύρυνση της διαφοράς
ανάµεσα στο γεωπολιτικό δυναµικό των δύο χωρών, αλλά να αποδίδεται ο δυναµικός
τουρκικός επεκτατισµός στον «οθωµανισµό», στον «ασιατικό χαρακτήρα» της
Τουρκίας κ.τ.λ., οπότε εξάγεται το συµπέρασµα ότι µόλις η Τουρκία (ακολουθώντας
το δικό µας φωτισµένο παράδειγµα) ξεπεράσει αυτούς τους «εθνικιστικούς
αταβισµούς», πάρει τον «ευρωπαϊκό δρόµο» και υποκαταστήσει τις στρατιωτικές µε
τις οικονοµικές δραστηριότητες, τότε αυτόµατα θα εκλείψει και η απειλή εκ
µέρους της. Όλο και περισσότεροι σκέφτονται στην Ελλάδα µ' αυτόν τον τρόπο,
έχοντας την εντύπωση ότι έτσι τάχα ξεπερνούν τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις
και σε αντίθεση µε τα αδιέξοδα εθνικιστικά ιδεολογήµατα προτείνουν ρεαλιστικές
λύσεις. Έχουν βέβαια δίκιο όταν λένε ότι οι εθνικιστές ξεκινούν από ένα
αφηρηµένο µοντέλο περί έθνους, στο οποίο συχνά υποτάσσουν ακόµα και υπέρτερες
επιταγές του πολιτικού ρεαλισµού• η πολιτικά επιζήµια µονοπωλιακή διεκδίκηση
του ονόµατος της Μακεδονίας το έδειξε άλλωστε πρόσφατα. Όµως ό,τι βλέπει κανείς
στον αντίπαλό του δεν το βλέπει στον εαυτό του. Οι πολέµιοι των εθνικιστικών
ιδεολογηµάτων δεν αντιλαµβάνονται πως τα όσα αντιπαραθέτουν οι ίδιοι στον
εθνικισµό ή µάλλον στις καρικατούρες του είναι κι αυτά ιδεολογήµατα, αφηρηµένα
ανιστορικά µοντέλα, και µάλιστα το κυρίαρχο σήµερα ιδεολογικό σύµφυρµα
οικουµενισµού και οικονοµισµού, όπου ο κοσµοπολιτισµός των «ανθρωπίνων
δικαιωµάτων» και της «κοινωνίας των πολιτών» συµπλέκεται διαφοροτρόπως µε τον
ατοµικισµό του καπιταλιστικού homo economicus και µε την παλαιά φιλελεύθερη
ουτοπία ότι το εµπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεµο.
Όπως ο εθνικισµός, έτσι και
ο αντίπαλός του οικουµενισµός και οικονοµισµός έχει συγκεκριµένους φορείς,
εµπνευστές και προπαγανδιστές, τόσο ιδιοτελείς όσο και αφελείς. Σε ορισµένες
µάλιστα περιπτώσεις όχι µόνον η ιδιοτέλεια, αλλά και η αφέλεια των δεύτερων
ξεπερνά εκείνη των πρώτων. Έτσι συµβαίνει λ.χ. και ως προς την αποτίµηση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγµατικότητα οι εθνικιστές
που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι
πιστεύουν ότι θα µπορούσε και να τελειώσει µε την «ευρωπαϊκή» και οικονοµιστική
λύση - έστω κι αν οι πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς
προϋποθέσεις. Ας σηµειώσουµε, για να συµπληρωθεί η εικόνα, ότι τόσο οι
εθνικιστές όσο και οι «ευρωπαϊστές» ή οικονοµιστές συµφωνούν ως προς το ότι ο
τουρκικός επεκτατισµός οφείλεται στο «οθωµανικό» και «ασιατικό» παρελθόν, στην
«αντιδηµοκρατική» ή «φασιστική» υφή του στρατιωτικού κράτους κ.τ.λ., µε τη
διαφορά ότι οι πρώτοι θεωρούν τα γνωρίσµατα αυτά µόνιµα και ανυπέρβλητα, ενώ οι
δεύτεροι τα βλέπουν ως µεταβλητά χαρακτηριστικά µιας ιστορικής φάσης ήδη
παρωχηµένης• δεν µας λένε βέβαια πότε θα µεταβληθούν: γιατί αν αυτό γίνει σε
έναν ή δύο αιώνες, τότε η διαµάχη δεν έχει πρακτικό αντικείµενο.
Η ιδεολογική πίστη ότι η
οικονοµική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί αναγκαία σε άµβλυνση γεωπολιτικών και
πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγµα. Αναφέρω ένα ιδιαίτερα
αδρό παράδειγµα. Ανάµεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερµανικό εµπόριο
αυξήθηκε κατά 137%, το γερµανορωσσικό κατά 121% και το γερµανοβρεταννικό κατά
100%, ενώ περισσότερα από τα µισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής αποτελούσαν
κοινή γερµανοβρεταννική ιδιοκτησία (ένα απ' αυτά µάλιστα παρήγε εκρηκτικές
ύλες). Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εµπόδισαν τις παραπάνω
χώρες να εµπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέµους από καταβολής κόσµου.
H οικονοµική συνεργασία γεννιέται καθ' εαυτήν από οικονοµικές ανάγκες και
αναγκαιότητες που
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqB7e0ZyVrn4Jsh-EYwQhiFlFKQyaxhAX2xDFUGrx3lRwAHNt5rkiXHxyxMaRwlAI3IxrDiWv-XlnVKeealS4ZJm39XRn0z4Kpbwe9XpmeuF8fLjXl2yTa7FjVof32s6yRFA6hEIIb25BYZbjcRKxNPqmzESvbWhtINt4dU5yTxI7OmBGOpiPd292Tjw/w472-h335-rw/kondylis17.jpg)
δεν έχουν αναγκαστική σχέση
µε φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολιτική άποψη• συνιστά ένδειξη καλών
πολιτικών σχέσεων µόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν
γεωπολιτικές εκκρεµότητες, δηλαδή το ζήτηµα ποιος δικαιούται να εκδιπλώνεται
κυρίαρχα πάνω σε ποιόν χώρο. Και όπως τα δεδοµένα της οικονοµικής συνεργασίας
διόλου δεν καθορίζουν νοµοτελειακά (αν και επηρεάζουν συχνά) τη διαµόρφωση και
την άσκηση µιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι δεν την καθορίζει
αναγκαστικά ούτε η µορφή και το ποιόν του εσωτερικού καθεστώτος.
Η φιλελεύθερη και
οικονοµιστική λογική ισχυρίζεται: η ανάπτυξη µιας οικονοµίας γεννά µια τάξη
φιλελεύθερων επιχειρηµατιών, αυτοί προωθούν τον εκσυγχρονισµό και τον
εκδηµοκρατισµό, οπότε η χώρα γίνεται φιλειρηνική, γιατί επεκτατικές είναι µόνον
οι µη δηµοκρατικές χώρες. Ο συλλογισµός αυτός είναι ιδεολογικός και εσφαλµένος
σ' όλην τη γραµµή. Ακόµα κι αν δεχθούµε ότι η επιχειρηµατική τάξη προτιµά
παντού και πάντα το κοινοβουλευτικό καθεστώς από µιαν άµεση ή έµµεση δικτατορία
κοµµένη και ραµµένη στα µέτρα της (αυτό είναι άκρως αµφίβολο, αλλά δεν
ενδιαφέρει εδώ), και πάλι δεν έχει λόγο να ανασχέσει την εθνική επέκταση, αν
την κρίνει συµφέρουσα. Ποια επιχειρηµατική τάξη δεν έχει επωφεληθεί από τη
διευρυνόµενη πολιτική και στρατιωτική ισχύ της χώρας της; Τι δείχνει ο ζήλος,
µε τον οποίο σήµερα οι Τούρκοι επιχειρηµατίες στυλώνουν το µάτι εκεί όπου το
στυλώνει και η διπλωµατική-στρατιωτική ηγεσία, π.χ. στον Καύκασο, στη Μ.
Ανατολή, στην Κεντρική Ασία - στην Ελλάδα επίσης; Τα εξοπλιστικά προγράµµατα
της χώρας τους τα χαιρετίζουν και αυτοί, όπως τα χαιρετίζουν παντού και πάντα
οι επιχειρηµατίες (και οι εργάτες), όταν συνδέονται µε επενδύσεις, απασχόληση
και κρατικές παραγγελίες. Γενικότερα, οι συνιστώσες του γεωπολιτικού δυναµικού,
οι οποίες προσδιορίζουν τη διαχρονική συνισταµένη της εξωτερικής πολιτικής,
µόνον τυχαία και εξωτερικά συνδέονται µε τη δηµοκρατική ή ηµι- δηµοκρατική,
δικτατορική ή ηµιδικτατορική µορφή του εσωτερικού καθεστώτος.
Η Ιστορία δείχνει ότι οι
δηµοκρατίες µπορεί να είναι εξ ίσου επεκτατικές και αξιόµαχες όσο και οι
τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία συγκροτήθηκε ακριβώς παράλληλα µε την
εδραίωση και την εµβάθυνση του κοινοβουλευτικού πολιτεύµατος στη µητρόπολη. Και
ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός βρίσκεται σήµερα στην αποκορύφωση της παγκόσµιας ισχύος
του κραδαίνοντας το λάβαρο της πανανθρώπινης δηµοκρατίας και των «ανθρωπίνων
δικαιωµάτων».
Τα επίπεδα της εσωτερικής
και της εξωτερικής πολιτικής τα συγχέει ιδιαίτερα η «αριστερή» παραλλαγή του
οικουµενισµού και του οικονοµισµού, η οποία διατείνεται τα εξής: ο τουρκικός
επεκτατισµός αποτελεί κατά βάση προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισπάσει την
προσοχή των µαζών από τα άλυτα εσωτερικά προβλήµατα• θα υποχωρήσει όταν τα
προβλήµατα αυτά λυθούν από δηµοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάµεις, γιατί οι
λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε µεταξύ τους. Η επιχειρηµατολογία αυτή
χωλαίνει από το πρώτο κιόλας βήµα, γιατί δεν εξηγεί τους λόγους, για τους
οποίους η περίσπαση του λαού µέσω του εθνικισµού και του επεκτατισµού έχει συνήθως
τόσο καλά αποτελέσµατα. Γιατί, αλήθεια, αφήνεται ο λαός να περισπαστεί ειδικά
µ' αυτόν τον τρόπο, τι του αρέσει ιδιαίτερα σ' αυτήν την περίσπαση, έτσι ώστε
να επιλέγεται αυτή, και καµµιά άλλη, προκειµένου να τον παραπλανήσει; Προ του
1914 ισχυρότατα σοσιαλιστικά κόµµατα κήρυσσαν στη Γερµανία και στη Γαλλία ότι
θα µαταιώσουν τον πόλεµο κι ότι «οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε
µεταξύ τους»• όταν όµως ο πόλεµος ξέσπασε πράγµατι, τότε όχι µόνον οι
σοσιαλιστές, αλλά ακόµα και οι ίδιοι οι εθνικιστές τα έχασαν µπροστά στον
πατριωτικό ενθουσιασµό των µαζών εκατέρωθεν. Αν από τα ιστορικά παραδείγµατα
περάσουµε στην κοινωνιολογική γενίκευση µπορούµε να πούµε ότι - ανεξαρτήτως του
τι κάνουν δηµογραφικά φθίνοντες και καλοµαθηµένοι πληθυσµοί σε ανίσχυρες χώρες όπου
οι εθνικιστικές κορώνες συχνά εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών
υπεραναπληρώσεων - µάζες νεαρών ανθρώπων σε χώρες µε µεγάλο γεωπολιτικό
δυναµικό κατά κανόνα ενστερνίζονται αυθόρµητα και ειλικρινά τα επεκτατικά
συνθήµατα.
Στις 11 Σεπτεµβρίου 1882 ο Engels
έγραφε στον Kerensky από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νοµίζουν οι Άγγλοι εργάτες
για την αποικιακή πολιτική ; ... το ίδιο ό,τι και οι αστοί... οι εργάτες τρώνε
κι αυτοί πρόσχαρα από το µονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσµια αγορά και στις
αποικίες». Στη συγκαιρινή µας Τουρκία δεν υπάρχει η παραµικρή σοβαρή ένδειξη
ότι τµήµατα του λαού αποδοκιµάζουν µε οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική
των κυβερνήσεών του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι
δηµοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. ∆εν µου είναι γνωστή καµµία οµαδική
διαµαρτυρία για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη,
την Ίµβρο και την Τένεδο, ούτε για τον εποικισµό της βορείου Κύπρου. Αυτό
διόλου δεν σηµαίνει ότι κάθε Τούρκος µισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως και διόλου
δεν µισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το
δικαίωµα να ονοµάζει το κράτος του «Μακεδονία».
Πρόκειται για δύο εντελώς
διαφορετικά πράγµατα, γι' αυτό και υποπίπτουν σε µια σοβαρή οφθαλµαπάτη όσοι
µετά από µιαν εγκάρδια προσωπική επαφή ή µετά από µιαν κοινή µπουζουκο-κατάνυξη
µε Τούρκους βγάζουν εσπευσµένα πολιτικά συµπεράσµατα χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ
αποσπάσει από τους
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnjpT5INtDHnF_9wKvrJDezL_p0yE8_TXwfDnyMD8rTXBwBkAVyvzw5KW4jh5UrrZX5yAWW2nfnySo7E7ECsjroHshTkeVsCC1PxtFLkoYqXaRiz-XnG7xkHllUmn2ZBzUHX82Aw-WbY4ojL8C2ZfDcLRh7uZH8UApL7oPGoudTu01BdHZiYjUlIslmQ/w448-h383-rw/kondylis18.jpg)
συνοµιλητές, συµπότες ή
συµπαίκτες τους µια δεσµευτική δήλωση υπέρ µιας συγκεκριµένης ελληνικής και
εναντίον µιας συγκεκριµένης τουρκικής θέσης. H αρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να
µοιράσουν τίποτε µεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουµένων,
γι' αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εµπειρία.
Αντίθετα, η εµπειρία µεθερµηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραµένει αλώβητη η
αρχή. Ως γνωστόν, όταν το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο,
πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να
ποιο συµπέρασµα έβγαλαν οι Έλληνες από το γεγονός αυτό: ο Ετσεβίτ δεν είναι
«γνήσιος» σοσιαλιστής, αλλά εξ ίσου «Οθωµανός» και «Αττίλας» όσο και οι Τούρκοι
µη σοσιαλιστές (ως άτοµο βέβαια ο Ετσεβίτ έχει θαυµάσια δυτική παιδεία, και
µάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές επιδόσεις του έχουν µεταφρασθεί σε διάφορες
ευρωπαϊκές γλώσσες).
Όµως το ορθό - και πολύ
ανησυχητικότερο - πολιτικό συµπέρασµα θα όφειλε να είναι το εξής: στα µεγάλα
θέµατα της εξωτερικής πολιτικής οι Τούρκοι σοσιαλιστές σκέφτονται όπως οι
Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο συµβαίνει για λόγους πολιτικούς, όχι επειδή οι
Τούρκοι σοσιαλιστές είναι κι αυτοί «Οθωµανοί»• στο κάτω-κάτω ο Ετσεβίτ δεν
έκανε παρά ό,τι έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν το 1956 διέταξαν ως
κυβέρνηση την επέµβαση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο πρωτύτερα ξεκίνησαν
τον άγριο αποικιακό πόλεµο στην Αλγερία, ενώ ακόµα ήσαν νωπά τα διδάγµατα από
την καταστροφή στην Ινδοκίνα.
Η τιθάσευση της Τουρκίας
µέσω της ένταξής της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά µε τις ελπίδες και µε τα
σφάλµατα της ελληνικής πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το οµολογεί
συνεχώς και άθελά της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη µια µεριά
ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θα κάνει την Τουρκία «πολιτισµένο»
και φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάµα από την άλλη είναι υποχρεωµένη να
διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις µεταχειρίζονται
πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν µε άνεση οπότε το κρίνουν συµφέρον άρα η
αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ' εαυτήν τα ήθη. Τα
σφάλµατα, πάλι, προκύπτουν από µιαν κακή εκτίµηση της σηµασίας της «Ευρώπης»
για την ανερχόµενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί µοναχή στα
πόδια της, περιµένει τα πλείστα ή τα πάντα από άλλους τείνει εύλογα να
προβάλλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην κατάσταση και διάθεση άλλων,
νοµίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για την Τουρκία την ίδια απόλυτη σηµασία
όσο για την Ελλάδα.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η
Τουρκία θα επιδιώξει να πάρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ό,τι περισσότερο µπορεί•
όµως για την ευρασιατική Τουρκία η Ευρώπη είναι µόνον ένα πεδίο δραστηριότητας
ανάµεσα σε άλλα, ενώ για την Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά το µοναδικό• γιατί στα
Βαλκάνια δεν έχει ούτε την οικονοµική ούτε τη στρατιωτική δύναµη να παίξει
ηγεµονικό ρόλο, κι αυτός βέβαια δεν επιτυγχάνεται επειδή δέκα ή είκοσι
µικροµεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουµανία ή τη Σερβία. Με άλλα λόγια, η σχέση της
Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη απ' ό,τι η σχέση της
Ελλάδας προς αυτήν και µπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ
των πραγµάτων δεν µπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήµατα µιας Τουρκίας σήµερα
62 και αύριο 100 εκατοµµυρίων κατοίκων, παράλληλα όµως τα ζωτικά της συµφέροντα
δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευρά• η Τουρκία
παραµένει σε σηµαντικό βαθµό ανεξάρτητη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα όµως
τα δικά της ζωτικά συµφέροντα τής υπαγορεύουν να διατυπώνει προς την Ένωση
ποικίλα, κυρίως οικονοµικά αιτήµατα.
Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή
θα διεξάγεται στις επόµενες µία ή δύο δεκαετίες ένα συνεχές παζάρι, µε εντάσεις
και µε υφέσεις, όπου τα τουρκικά αιτήµατα συχνά θα υποστηρίζονται από τις
Ηνωµένες Πολιτείες, οι οποίες άλλωστε µόλις πρόσφατα ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή
Ένωση να αποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες µέλος. Κατά πασά πιθανότητα, τα
σπασµένα αυτού του παζαριού θα τα πληρώσει η Ελλάδα. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση
(και πάντως τα ισχυρότερα µέλη της), µη µπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα
επιθυµεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει µε ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή
την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αν αυτό
πράγµατι συµβεί, όπως φοβούµαι εντονώτατα, τότε θα δούµε µια ακόµη από τις
τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις όποιες τόσο συνηθίζει η Ιστορία.
Ενώ δηλαδή η Ελλάδα
προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώµατι στην «Ευρώπη» για να διασφαλι-
σθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο
ευρωπαϊκός της προσανατολισµός θα µεταβληθεί σε όργανο de facto µετατροπής της
σε δορυφόρο της Τουρκίας.
Η τουρκική επιρροή θα
ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άµεσα, αλλά - κάπως µετριασµένη - µέσω των
ευρωπαϊκών και των αµερικανικών αγωγών, και δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά,
ανίσχυρη κι αναζητώντας παρηγοριές ή εκλογικεύσεις, ν' αρχίσει κάποτε να θεωρεί
κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο µέρος και αυτονόητο
καθήκον του «εξευρωπαϊσµού» της αφού µάλιστα οι «πολιτισµένοι άνθρωποι», που
έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς αταβισµούς», δεν ξεκινούν πολέµους για
πράγµατα τόσο απαρχαιωµένα µέσα στον εκλεπτυσµένο µας κόσµο όσο είναι δα τα
κυριαρχικά δικαιώµατα.
Μήπως αυτά σηµαίνουν ότι η
Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σηµερινές της συµµαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς
εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει
έµπρακτα, κι όχι µόνον λεκτικά, ότι η αξία µιας συµµαχίας για ένα της µέλος
καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου µέσα στο σύνολο της συµµαχίας.
Πιο λιανά: οι σύµµαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι' αυτούς.
Καµµιά συµµαχία και καµµιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται µαζί της σε σχέση
µονοµερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο
πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας µε διαρκώς απλωµένο το χέρι, κάποιος που ζει
από δάνεια, επιδοτήσεις και «προγράµµατα στήριξης».
Η λύση του προβλήµατος της
εθνικής βιωσιµότητας, όχι σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί
προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει
να αντιµετωπισθούν µε γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθµητικοί
«δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήµατος που προέρχεται από την άνοδο του
τουρισµού δεν είναι το ίδιο µε το 1% που δίνει µια σύγχρονη εξοπλιστική
βιοµηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν και να χρησιµοποιηθούν στο
σύνολό τους (δεν µου είναι κατανοητό λ.χ. γιατί η Κύπρος, µε ετήσιους ρυθµούς
οικονοµικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και µε
αύξουσα ευηµερία, δεν συµβάλλει οικονοµικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά
εξοπλιστικά προγράµµατα• όποιος αισθάνεται µέρος του ελληνισµού το αποδεικνύει
σηκώνοντας εθνικά βάρη).
Η προσπάθεια αυτή είναι
απαραίτητη, γιατί στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσµενέστατη για την Ελλάδα,
έχει προέχουσα σηµασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, µε την
ελπίδα ότι µελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισµό δυνάµεων θα
εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναµικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα
να πάρει µιαν Ιστορική ανάσα. Αν όµως απωλεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστηµα,
οι απώλειες θα είναι ανεπανόρθωτες και πιθανότατα µοιραίες.
Φυσικά, οι ελπίδες δεν
ισοδυναµούν µε βεβαιότητες. Ας υπογραµµίσουµε ακόµα µια φορά ότι η βαθύτερη
αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισµική
ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της
διαφοράς ανάµεσα στο γεωπολιτικό δυναµικό των δύο χωρών. Σε ορισµένους
κρίσιµους τοµείς, όπως ο δηµογραφικός, ξέρουµε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι
χαµένο. Αν θέλουµε να παραµείνουµε νηφάλιοι, έστω και µε αντίτιµο την
απαισιοδοξία, οφείλουµε να πούµε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σηµασίας
αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις.
Η Ελλάδα µεταβάλλεται
σταθερά σε χώρα µε περιορισµένα κυριαρχικά δικαιώµατα, δηλαδή δικαιώµατα των
οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων,
ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η
διακήρυξη «δεν παραχωρούµε τίποτε» δεν έχει έµπρακτο αντίκρυσµα όταν η χώρα
εκλιπαρεί σε κρίσιµες ώρες τις µεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωµένων Πολιτειών
ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν µε παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει
χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγµατα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της
Τουρκίας µε την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι
πιθανό να µετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς µέσω του «ευρωπαϊκού
δρόµου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων».Τέτοιες ενέργειες δεν είναι
απλώς εσφαλµένοι ή έστω συζητήσιµοι χειρισµοί. Συνιστούν τα εύγλωττα
επιφαινόµενα µιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, µιας προϊούσας, ηδονικής µάλιστα
παράλυσης. Στον βαθµό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός
δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέµου θα αποµακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις
θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόµα ηδονικότερη, εφ' όσον η
υποχωρητικότητα θα αµείβεται µε αµερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που
τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόµενος Βαλκάνιος, και επίσης µε
δάνεια και δώρα για να χρηµατοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισµός.
Απ' αυτές τις συνθήκες ό,τι
στην πραγµατικότητα θα συνιστά κάµψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την
πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναµικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να
το ονοµάζουν «πολιτισµένη συµπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισµού» και
«εξευρωπαϊσµό». Πράγµατι, το σηµερινό δίληµµα είναι αντικειµενικά τροµακτικό
και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σηµαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο
πόλεµος σηµαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήµµατος αυτού, η ανατροπή των
σηµερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισµών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ
την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι
όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι µετριότητες, υποµετριότητες και
ανθυποµετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinpA9SqJEaGfE_KzzVpWtkMbVA37zBLYirmF4MoFZzeGKXoqo0fJgCXpvp8vStyHQU4_YHxCp31MCCKS9Rvg_2bX01Z9tk0-H-F9OWxFcYLaQOJc0Nyc-qvacPg7B013zIDMHPCZ4_-a7elMm5vr16X0rfcOWQp_zSLKxhOj-eBOU-IluUhpQ89bAjpQ/w382-h371-rw/kondylis20.jpg)
κόσµο, δεν έχουν το ανάστηµα
να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήµατα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους,
ίσως να καταρρεύσουν ακόµα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν µπροστά στη
µεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεµο γιατί, αν ο πόλεµος είναι συνέχεια
της πολιτικής, ποιος πόλεµος θα συνεχίσει µια σπασµωδική πολιτική;
Οι ευρύτερες µάζες,
καθοδηγούµενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσµης αυτοσυντήρησης, έχουν
βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα
περιβαλλόµενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας
κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν µόνιµα µε παντοειδείς τρόπους: από τη
φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαµε τα ευκολοαπόκτητα
πτυχία, τη χαµηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του µέσου όρου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάµεσα σ' ό,τι παράγεται και
σ' ό,τι καταναλώνεται, µε αποτέλεσµα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του
τόπου.
Αν λάβουµε υπ' όψιν µας
µόνον όσα πράττονται και αφήσουµε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για
τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόµαστε σε συλλογική
αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα
πράγµατα, ώστε κανείς να µην έχει την άµεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να
τεχνουργηθούν απροσµάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή
«εξευρωπαιστικές», αδιάφορο).
Τις τραγωδίες ή τις
κωµωδίες, που µπορούν να περιγράψουν µε τις αρµόζουσες αποχρώσεις αυτήν την
ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι.
Εµένα µου έρχεται στον νου η
τετριµµένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυµοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και
κοιµάται.