20 Αυγούστου, 2024

ΥΠΠΟ:Αποκατάσταση και ανάδειξη του ιερού Αυλιδείας Αρτέμιδος, στην Εύβοια

 



Το Υπουργείο Πολιτισμού δρομολογεί τις εργασίες προστασίας, συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης του Ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδας στην Εύβοια, οι οποίες  θα επιτρέψουν να καταστεί ο αρχαιολογικός χώρος επισκέψιμος.

 

Η Αυλίδα, γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Ελλήνων, βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από την πηγή της Αρέθουσας. Οι μελέτες για την υλοποίηση του έργου εκπονήθηκαν στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, αποβλέποντας στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, επισκέψιμου, προσβάσιμου αρχαιολογικού χώρου, με την κατάλληλη ανάδειξη των μνημείων και τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών.

 




Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Οι γραπτές μαρτυρίες, για το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος, χρονολογούνται από τα ομηρικά έπη και τους Αθηναίους τραγικούς, ενώ οι αρχαίοι γεωγράφοι και περιηγητές, όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, αφιερώνουν μέρος της αφήγησής τους. Η ανάδειξη  του  αρχαιολογικού χώρου, ιστορικού τόπου  διεθνούς εμβέλειας, που μέχρι σήμερα παραμένει κλειστός, θα ενισχύσει την πολιτιστική φυσιογνωμία της περιοχής, καθώς  βρίσκεται κοντά στην είσοδο της πόλης της Χαλκίδας, στο σημείο σύνδεσης της Εύβοιας με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ, είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Ελλήνων, πριν από τον απόπλου  του για την Τροία. Ήταν η Αυλιδεία Άρτεμις που απαίτησε την θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, επειδή αυτός είχε σκοτώσει, κατά λάθος, ένα ιερό ελάφι της θεάς, προκαλώντας την οργή της, με συνέπεια η απόλυτη άπνοια  να  ακινητοποιήσει τα καράβια. Στόχος της μελέτης είναι αφενός να διαμορφωθεί προσβάσιμος, σύγχρονος και επισκέψιμος, αρχαιολογικός χώρος, με μνημεία ευανάγνωστα και με τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών και αφετέρου η προβολή της ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας του και η σύνδεσή του με την κοινωνία. Η αρχιτεκτονική μελέτη παρουσιάζει τις προτάσεις ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου με τη μετατόπιση της οδού που τον διχοτομεί, ώστε ο επισκέπτης, κατανοώντας τον χώρο, να αποκομίζει την πλήρη εικόνα του. Περιλαμβάνοντας στον σχεδιασμό της  διαμόρφωσης την δημιουργία δικτύου μονοπατιών και εναλλακτικών διαδρομών επίσκεψης, η περιήγηση θα καθίσταται φιλική για όλους, με δυνατότητα προσέγγισης όλων των σημείων ενδιαφέροντος, προσφέροντας έτσι  μία πλούσια βιωματική εμπειρία».

 



Προβλέπονται η εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, τηλεφωνίας, ύδρευσης καθώς και υπογείωσης των δικτύων στη χάραξη της παλαιάς οδού, εδαφικές διαμορφώσεις και έλεγχος απορροής ομβρίων –σημαντικό έργο για την προστασία και ανάδειξη των μνημειακών ενοτήτων. Επίσης, χωροθετούνται φυλάκιο, χώρος στάθμευσης, χώρος στάσης και αναψυχής, εγκατάσταση χώρων υγιεινής. Για τη δημιουργία φιλόξενων σκιασμένων θέσεων στάσης και αναψυχής φυτεύονται πλατιά ελαιόδενδρα.

 

Τα αρχαία κατάλοιπα χωρίζονται σε τρεις μνημειακές ενότητες. Στη μνημειακή ενότητα 1, στην οποία, σύμφωνα με τη μελέτη, επικεντρώνεται το πρόγραμμα ανάδειξης και αναστήλωσης, αντιστοιχούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού και το συγκρότημα του λουτρού. Ο ναός αποτελεί το κεντρικό μνημείο αναφοράς του αρχαιολογικού χώρου και έτσι η ανάδειξή του αποτελεί προτεραιότητα. Η μετατόπιση της οδού που διέρχεται των αρχαιοτήτων δημιουργεί το πλαίσιο για την ανάδειξη του μνημείου. Στη μνημειακή ενότητα 2, σώζονται ερείπια συγκροτήματος βοηθητικών κτηρίων του ιερού, τα οποία συντηρούνται. Η μνημειακή ενότητα 3 περιλαμβάνει υπόγεια φρεατόσχημη κατασκευή που έχει ερμηνευθεί ως η Ιερή Κρήνη του ιερού. ​



 

Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1956 - 1962, φώτισε το μύθο της Ιφιγένειας και τη λατρεία της Άρτεμης, καθώς αποκαλύφθηκε ναϊκό οικοδόμημα του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο ταυτίστηκε με το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας. Πρόκειται για επιμήκη άπτερο ναό, ο οποίος έχει υποστεί τουλάχιστον δύο μεταβολές. Αρχική είναι η φάση της κλασικής περιόδου που περιλαμβάνει το σηκό και το άδυτο. Ο πρόναος προστέθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ τα κατάλοιπα των κιόνων και των βάσεών τους στο σηκό είναι της ρωμαϊκής περιόδου. Γύρω από το ναό έχουν εντοπιστεί, επίσης, η Ιερή Κρήνη, οικήματα που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ιερού και έχουν ερμηνευθεί ως ξενώνες και εργαστήρια κεραμικής, καθώς και αρχαία οδός που οδηγούσε από το λιμάνι στον όρμο του Μικρού Βαθέος στον χώρο του ιερού. Στα ανατολικά του ιερού δεσπόζει βραχώδης λόφος με την ονομασία Νησί ή Βεσαλάς όπου σώζεται οχύρωση κυκλώπειας τοιχοποιίας πιθανότατα μυκηναϊκής περιόδου, ενώ στα βορειοδυτικά του ιερού υψώνεται το Μεγάλο Βουνό, στην κορυφή του οποίου υπάρχει οχυρωμένη ακρόπολη του 4ου αι. π.Χ. Εκεί κατέληγε το τείχος του Ανηφορίτη που, ουσιαστικά, λειτουργούσε, ως γραμμή μεθορίου, ανάμεσα στην Εύβοια και στη Βοιωτία, αποσκοπώντας  στον έλεγχο οποιασδήποτε εχθρικής κίνησης από τη Βοιωτία προς την Εύβοια και το στρατηγικής σημασίας στενό του Ευρίπου.   


19 Αυγούστου, 2024

Modern historians about Macedonia – David George Hogarth

 





 

Tradition held the other element to be Hellenic, and no one in the fourth century seriously questioned its belief.

 



“Philip and Alexander of Macedon” by David G. Hogarth,page 5

 

 

The king [of macedon] was chief in the first instance of a race of plain-dwellers, who held themselves to be, like him, of Hellenic stock…

 



“Philip and Alexander of Macedon” by David G. Hogarth, page 8

 

From Alexander I, who rode to the Athenian pickets the night before Plataea and proclaimed himself to the generals their friend and a Greek, down to Amyntas, father of Philip, who joined forces with Lacedaemon in 382, the kings of Macedon bid for greek support by being more Hellenic than the Hellenes.



 

“Philip and Alexander of Macedon” by David G. Hogarth, page 9-10

 

 

Archelaus patronized Athenian poets and Athenian drama and commisioned Euripides to dramatize the deeds of his Argive ancestor.

 


 

“Philip and Alexander of Macedon” by David G. Hogarth, page 10

 

 

“Macedonia” therefore, throughout historical times until the accession of Philip the Second, presents the spectacle of a nation that was no nation, but a group of discordant units, without community of race, religion, speech or sentiment, resultant from half-accomplished conquest and weak as the several sticks of the faggot in the fable.

 



“Philip and Alexander of Macedon” by David G. Hogarth, page 10 


18 Αυγούστου, 2024

Πύλη Λεόντων Μυκηνών

 



Η Πύλη των Λεόντων, το υπέροχο αυτό μεγαλιθικό μνημείο, θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα μνημειώδους γλυπτικής που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών και κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. περίπου. Πήρε το όνομά της από την περίφημη ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών που κοσμούν το κουφιστικό τρίγωνο.

 

Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Παυσανία, η πύλη ήταν ορατή από την αρχαιότητα. Το 1841 την καθάρισε ο Πιττάκης για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1876 ο Σλήμαν διενήργησε συστηματική ανασκαφή. Το 1950 έγιναν μάλιστα και κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.

 

Η είσοδος της πύλης αποτελείται από δύο παραστάδες, το κατώφλι και το υπέρθυρο. Πάνω από το υπέρθυρο υπάρχει το λεγόμενο ανακουφιστικό τρίγωνο το οποίο μεταφέρει το κέντρο βάρους στα πλάγια. Το τρίγωνο αυτό καλύπτεται από τριγωνική πλάκα στην οποία παριστάνεται εραλδική σύνθεση δύο λιονταριών, τα οποία πατούν πάνω σε δύο αμφίκοιλους βωμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει κίονας Μινωικού τύπου.

 

Όσον αφορά στην ερμηνεία του παραπάνω ανάγλυφου, πολλές εκδοχές έχουν προταθεί ως σήμερα. Πιθανότατα πρόκειται για μια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου. Μπορεί ακόμα να συμβολίζει τη δύναμη του βασιλικού οίκου των Μυκηνών. Φέρνοντας στο νου μας και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό έργο αφού σε καμία από τις αρχαίες εισόδους δε βρέθηκε αντίστοιχο ανάγλυφο.

 

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Μυκηναίοι κατορθώνουν να φτιάξουν μια μνημειώδη λιτή ανάγλυφη παράσταση, η οποία εντάσσεται αρμονικά στην επιβλητική αρχιτεκτονική του χώρου. Το μνημείο αυτό με την τέλεια συμμετρία και το νατουραλιστικό του στυλ έχει στόχο να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και να συμβολίσει τη δύναμη και το γόητρο του Μυκηναϊκού ανακτόρου.

 


Ε.Παλαιολόγου,Σ.Αγγελίδου,Β.Μαυροθαλασσίτη–αρχαιολόγοι

 

 

Μυκήνες

 

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.

 

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

 

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

 

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

 

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.

 

 


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...