alexandradeligiorgi.gr
Όλο και πιο συχνά, ολοένα και πιο πιεστικά αναρωτιέμαι πότε και που θα βρεθεί ένας άλλος Γκιούλιβερ να ταξιδέψει στη δική μας χώρα των Λιλιπούτειων. Να δει το ανθρώπινο και το φυσικό τοπίο, με γυμνό μάτι, χωρίς να παρεμβάλλονται μεγεθυντικοί ή σμικρυντικοί φακοί ή φίλτρα που θα βελτίωναν την εικόνα. Να σκεφτεί, στη συνέχεια, ψύχραιμα και προπαντός χωρίς να δεσμεύεται από ετικέτες, που έπαψαν προ πολλού να σημαίνουν αυτό που δηλώνουν. Και τέλος να μας πει – γιατί αυτό προέχει και επείγει με ύφος απλό, δυνατό και ξεκάθαρο όσα είδε και σκέφθηκε για μια πιθανή αναμόρφωση της δικής μας φυλής των Γιαχού. Μιας φυλής που μέσα από τα παθήματα και τις πρακτικές της δείχνει, παρ᾿ όλα αυτά, να έχει ανά πάσα στιγμή το κουράγιο να μεταμορφώνεται, για καλό ή για κακό, στη φυλή των Χουμνς, όταν στις διασκεδάσεις ή στις διεκδικήσεις της παραδίνεται σε παθιασμούς που χαλούν κι αυτό τον λιγοστό ειρμό που μπορεί να έχουν οι ορθολογικές ενέργειες μέσα σ᾿ ένα σύστημα που, μ᾿ όλο τον εξορθολογισμό του γεννάει παραλογισμούς και ανισότητα.
Αυτός ο άλλος Γκιούλιβερ ασφαλώς θα παραξενευόταν για την παιδεία στη χώρα μας, που δεν εκπαιδεύει αλλά εκποιεί τις συνειδήσεις των νέων ανθρώπων, για τα ήθη και τα έθιμά μας που καταλύουν επιλεκτικά άλλοτε τη μνήμη κι άλλοτε τη λήθη, για τον τρόπο που απολαμβάνουμε όσα δεν θα δικαιούμαστε να έχουμε, με τους ξέφρενους ρυθμούς με τους οποίους δεν διστάζουμε να ξεκάνουμε όσα λίγα, με κόπο, καταφέραμε ασθμαίνοντας και ιδροκοπώντας πολλά χρόνια τώρα της σύγχρονης ιστορίας μας.
Και επειδή ξέρει αυτός ο σύγχρονος Γκιούλιβερ ότι χρειάστηκε κόπος και δεκάδες δεκάδων χρόνια για να σκεφθούν κάποιοι Ευρωπαίοι διανοούμενοι πως οι κοινωνίες που φτιάξαμε δεν είναι ρολόγια που όταν δεν πάνε καλά, μπορείς να τα σταματήσεις, να πετάξεις τα χαλασμένα ελατήρια ή το μηχανισμό τους κι αφού τα διορθώσεις να τα ξαναθέσεις σε λειτουργία, ασφαλώς θα εξανίστατο που τις τελευταίες πολλές μέρες, ο χρόνος της δικής μας κοινωνίας σταμάτησε για να μας θυμίσει πως όσοι ανέλαβαν να συντηρούν το αόρατο ρολόι που αυτή υπαινίσσεται, έχουν προβλήματα: κεκτημένα (αλλά και καταχρηστικά, κάποτε) δικαιώματα που πλήττονται και βάρη που δύσκολα θα σηκώσουν με τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το ασφαλιστικό κι επομένως, κυρίες και κύριοι, αφού έτσι έχουν τα πράγματα, σταματούμε το φως, το χρόνο, το χρήμα.
Θα σκεπτόταν πως αν η δική μας φυλή των Γιαχού μπορούσε να μην τυφλώνεται από τα χρώματα των κομματικών εμβλημάτων και το πάθος της εξουσίας που παρασύρει ακόμη και τους απλούς ψηφοφόρους και διατηρούσε το δικαίωμα να διαλέγεται και να εκτιμά σαν να᾿ ταν η ψυχή και ο εγκέφαλος ενός ζωντανού οργανισμού που δεν διαμελίζεται, σήμερα, δεν θα συνέχιζαν να παίζουν με τους διακόπτες οι υπάλληλοι της ΔΕΗ, ούτε θα χρειαζόταν να παίζουν την κωμωδία που παίζουν οι υπάλληλοι των τραπεζών.
Ίσως αναρωτιόταν μήπως οι τελευταίοι (γιατί για τον ηλεκτρισμό δεν τίθεται θέμα) μας πιέζουν εμάς τους υπόλοιπους να σκεφθούμε τη ζωή μας σ’ αυτή τη μικρή χώρα των Λιλιπούτειων, ανεξάρτητα από τις τραπεζικές συναλλαγές. Επειδή, όμως, ξέρει ότι οι απεργίες δεν υποκαθιστούν καμιάν επανάσταση, το μόνο συμπέρασμα στο οποίο θα έβρισκε λογικό να καταλήξει, είναι πως η συνδικαλιστική νοοτροπία κάποιων πολιτών αυτής της ελάχιστης χώρας έχει αναχθεί σ’ έναν οργανωμένο ατομισμό, που καμιά σχέση δεν έχει πια με ό,τι σιγά-σιγά καταφέραμε να φανταστούμε και να αρθρώσουμε με τον όρο «κοινωνική συνείδηση». Σε μια χώρα που τόσο ελαφρά σκάβει το λάκκο της, τόση αγωνία για το ασφαλιστικό τι νόημα έχει, θ’ αναρωτιόταν.
Τέλος,για όσους από τους κατοίκους της θελήσαμε να φτιάξουμε μιαν αριστερή συνείδηση που να κρίνει, ν’ αναλύει, να αξιοθετεί, παραμένοντας έξω από τα κελύφη που θα την προωθούσαν, αν δεν την έπνιγαν, ίσως να ένιωθε οίκτο ή και συμπόνοια. Τι κρίμα, θα έλεγε, αυτή η φυλή, παραδοσιακή από άγνοια και σύγχρονη με το ζόρι, εξακολουθεί και στέργει ηθικολόγους.
ΤΑ ΝΕΑ,Οκτώβριος 1990