21 Αυγούστου, 2024

Κνωσός – Knossos

 


 

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.

 

Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

 

Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.

 

Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.

 

Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.

 

Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική  Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 



The most important monuments of the site are:

 

The Palace of Knossos. It is the largest of the preserved Minoan palatial centres. Four wings are arranged around a central courtyard, containing the royal quarters, workshops, shrines, storerooms, repositories, the throne room and banquet halls. Dated to 2000-1350 B.C.

 

The Little Palace. It lies to the west of the main palace and has all the features of palatial architecture: scraped wall masonry, reception rooms, a pristyle hall, a double megaron with polythyra (pi er-and-door partitions) and a lustral basin-shrine. Dated to the 17th-15th centuries B.C.

 

The Royal Villa. It lies to the NE of the palace and its architectural form is distinguished by the polythyra, the pillar crypt and the double staircase, with two flights of stairs. It is strongly religious in character and might have been the residence of an aristocrat or a high priest. Dated to the 14th century B.C.

 

House of the Frescoes. It is located to the NW of the palace and is a small urban mansion with rich decoration on the walls. Dated to the 15th, 14th-12th centuries B.C.

 

Caravanserai. It lies to the south of the palace and was interpreted as a reception hall and hospice. Some of the rooms are equipped with baths and decorated with wall paintings.

 

The "Unexplored Mansion". Private building, probably of private-industrial function, to the NW of the palace. It is rectangular, with a central, four-pillared hall, corridors, storerooms and remains of a staircase. Dated to the 14th-12th centuries B.C.

 

Temple Tomb. It is located almost 600 m. to the south of the palace and was connected with the "House of the High Priest" by means of a paved street. It seems that one of the last kings of Knossos (17th-14th centuries B.C.) was buried here. Typical features of its architecture are the hypostyle, two-pillar crypt, the entrance with the courtyard, the portico and a small anteroom.

 

House of the High Priest. It lies 300 m. to the south of Caravanserai and contains a stone altar with two columns, framed by the bases of double axes.

 

The South Mansion. Private civic house, located to the south of the palace. It is a three-storeyed building with a lustral basin and a hypostyle crypt, dating from the 17th-15th centuries B.C.

 

Villa of Dionysos. Private, peristyle house of the Roman period. It is decorated with splendid mosaics by Apollinarius, depicting Dionysos. The house contains special rooms employed for the Dionysiac cult. Dated to the 2nd century A.D.


20 Αυγούστου, 2024

Modern Historians about Macedonia – Martin Sicker

 



The Greek leaders perceived the sudden resurgence of Persian power in the region as a new and significant challenge to their interests. To gain support for an activist policy, some attempted to redefine the nature of the Greek-Persian conflict from one of straightforward geopolitics to the more emotional issue of pan-Hellenism. For such proponents of a continuation of the struggle the issue was no longer merely the matter of the defense of the Greek city-states. The Persian challenge was now characterized as a conflict of principle, of Hellenic culture and civilization against Asiatic barbarism in an unrelenting struggle for survival. They advocated a crusade to be carried out by a unified Greek nation that was to include all that partook of Greek civilization. However, the traditional leadership of Athens and the other prominent city-states, exhausted by the long external and internal wars, were unable to mobilize the support necessary for an effective response to the Persian challenge. Nonetheless, the pan-Hellenic crusade was soon to be undertaken, but not by Athens. It was Macedonia that was to impose its own leadership on Greece and undertake the renewed struggle against Persia in the name of the Hellenes .



The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 99


After successfully annexing Thessaly and Thrace, Philip was widely acknowledged as the natural leader of a Hellenic alliance. The venerable Isocrates saw Philip as the man that Greece needed to deal with a chronic demographic problem that menaced its future. He argued that Greece was plagued by overpopulation, which produced large numbers of men suitable for military service who wandered about, without loyalty to any city, selling their services to anyone who could pay for them and thereby posing a constant menace to the stability of the country. What was needed, he suggested, was a new country that might be colonized by Greece’s surplus population. This new land would have to be conquered from Persia, and Philip of Macedon, who was already successfully challenging the Persians in a contest for control of the European shores of the Hellespont, was clearly the only one who might be able to annex all Anatolia to the Hellenic world. 



The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 100


 

Philip had no illusions about the stability of the Common Peace, given the turbulent history of the Greek city-states, their competitiveness, and their general reluctance to sacrifice their freedom of action even for the common good. Moreover, he was a Macedonian, from the backwater of the Greek world .

The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 100


 

A Persian offer of 300 talents was privately accepted by Demosthenes, who employed it for purposes compatible with mutual Athenian-Persian interests in thwarting Macedonian ascendancy  


The Pre-Islamic Middle East, Martin Sicker, 2000,page 102








ΥΠΠΟ:Αποκατάσταση και ανάδειξη του ιερού Αυλιδείας Αρτέμιδος, στην Εύβοια

 



Το Υπουργείο Πολιτισμού δρομολογεί τις εργασίες προστασίας, συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης του Ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδας στην Εύβοια, οι οποίες  θα επιτρέψουν να καταστεί ο αρχαιολογικός χώρος επισκέψιμος.

 

Η Αυλίδα, γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Ελλήνων, βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από την πηγή της Αρέθουσας. Οι μελέτες για την υλοποίηση του έργου εκπονήθηκαν στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, αποβλέποντας στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, επισκέψιμου, προσβάσιμου αρχαιολογικού χώρου, με την κατάλληλη ανάδειξη των μνημείων και τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών.

 




Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Οι γραπτές μαρτυρίες, για το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος, χρονολογούνται από τα ομηρικά έπη και τους Αθηναίους τραγικούς, ενώ οι αρχαίοι γεωγράφοι και περιηγητές, όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, αφιερώνουν μέρος της αφήγησής τους. Η ανάδειξη  του  αρχαιολογικού χώρου, ιστορικού τόπου  διεθνούς εμβέλειας, που μέχρι σήμερα παραμένει κλειστός, θα ενισχύσει την πολιτιστική φυσιογνωμία της περιοχής, καθώς  βρίσκεται κοντά στην είσοδο της πόλης της Χαλκίδας, στο σημείο σύνδεσης της Εύβοιας με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ, είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Ελλήνων, πριν από τον απόπλου  του για την Τροία. Ήταν η Αυλιδεία Άρτεμις που απαίτησε την θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του Αγαμέμνονα, επειδή αυτός είχε σκοτώσει, κατά λάθος, ένα ιερό ελάφι της θεάς, προκαλώντας την οργή της, με συνέπεια η απόλυτη άπνοια  να  ακινητοποιήσει τα καράβια. Στόχος της μελέτης είναι αφενός να διαμορφωθεί προσβάσιμος, σύγχρονος και επισκέψιμος, αρχαιολογικός χώρος, με μνημεία ευανάγνωστα και με τις βασικές λειτουργικές υποδομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών και αφετέρου η προβολή της ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας του και η σύνδεσή του με την κοινωνία. Η αρχιτεκτονική μελέτη παρουσιάζει τις προτάσεις ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου με τη μετατόπιση της οδού που τον διχοτομεί, ώστε ο επισκέπτης, κατανοώντας τον χώρο, να αποκομίζει την πλήρη εικόνα του. Περιλαμβάνοντας στον σχεδιασμό της  διαμόρφωσης την δημιουργία δικτύου μονοπατιών και εναλλακτικών διαδρομών επίσκεψης, η περιήγηση θα καθίσταται φιλική για όλους, με δυνατότητα προσέγγισης όλων των σημείων ενδιαφέροντος, προσφέροντας έτσι  μία πλούσια βιωματική εμπειρία».

 



Προβλέπονται η εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, τηλεφωνίας, ύδρευσης καθώς και υπογείωσης των δικτύων στη χάραξη της παλαιάς οδού, εδαφικές διαμορφώσεις και έλεγχος απορροής ομβρίων –σημαντικό έργο για την προστασία και ανάδειξη των μνημειακών ενοτήτων. Επίσης, χωροθετούνται φυλάκιο, χώρος στάθμευσης, χώρος στάσης και αναψυχής, εγκατάσταση χώρων υγιεινής. Για τη δημιουργία φιλόξενων σκιασμένων θέσεων στάσης και αναψυχής φυτεύονται πλατιά ελαιόδενδρα.

 

Τα αρχαία κατάλοιπα χωρίζονται σε τρεις μνημειακές ενότητες. Στη μνημειακή ενότητα 1, στην οποία, σύμφωνα με τη μελέτη, επικεντρώνεται το πρόγραμμα ανάδειξης και αναστήλωσης, αντιστοιχούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού και το συγκρότημα του λουτρού. Ο ναός αποτελεί το κεντρικό μνημείο αναφοράς του αρχαιολογικού χώρου και έτσι η ανάδειξή του αποτελεί προτεραιότητα. Η μετατόπιση της οδού που διέρχεται των αρχαιοτήτων δημιουργεί το πλαίσιο για την ανάδειξη του μνημείου. Στη μνημειακή ενότητα 2, σώζονται ερείπια συγκροτήματος βοηθητικών κτηρίων του ιερού, τα οποία συντηρούνται. Η μνημειακή ενότητα 3 περιλαμβάνει υπόγεια φρεατόσχημη κατασκευή που έχει ερμηνευθεί ως η Ιερή Κρήνη του ιερού. ​



 

Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1956 - 1962, φώτισε το μύθο της Ιφιγένειας και τη λατρεία της Άρτεμης, καθώς αποκαλύφθηκε ναϊκό οικοδόμημα του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο ταυτίστηκε με το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας. Πρόκειται για επιμήκη άπτερο ναό, ο οποίος έχει υποστεί τουλάχιστον δύο μεταβολές. Αρχική είναι η φάση της κλασικής περιόδου που περιλαμβάνει το σηκό και το άδυτο. Ο πρόναος προστέθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ τα κατάλοιπα των κιόνων και των βάσεών τους στο σηκό είναι της ρωμαϊκής περιόδου. Γύρω από το ναό έχουν εντοπιστεί, επίσης, η Ιερή Κρήνη, οικήματα που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ιερού και έχουν ερμηνευθεί ως ξενώνες και εργαστήρια κεραμικής, καθώς και αρχαία οδός που οδηγούσε από το λιμάνι στον όρμο του Μικρού Βαθέος στον χώρο του ιερού. Στα ανατολικά του ιερού δεσπόζει βραχώδης λόφος με την ονομασία Νησί ή Βεσαλάς όπου σώζεται οχύρωση κυκλώπειας τοιχοποιίας πιθανότατα μυκηναϊκής περιόδου, ενώ στα βορειοδυτικά του ιερού υψώνεται το Μεγάλο Βουνό, στην κορυφή του οποίου υπάρχει οχυρωμένη ακρόπολη του 4ου αι. π.Χ. Εκεί κατέληγε το τείχος του Ανηφορίτη που, ουσιαστικά, λειτουργούσε, ως γραμμή μεθορίου, ανάμεσα στην Εύβοια και στη Βοιωτία, αποσκοπώντας  στον έλεγχο οποιασδήποτε εχθρικής κίνησης από τη Βοιωτία προς την Εύβοια και το στρατηγικής σημασίας στενό του Ευρίπου.   


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...