Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΠΠΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Νοεμβρίου, 2023

Αμφιάρειο στον Ωρωπό


 



Το Αμφιάρειο του Ωρωπού βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα νοτιοδυτικά της σκάλας Ωρωπού, το Μαυροδήλεσι, που τη διασχίζει ένα ξερό ποτάμι το οποίο οι αρχαίοι ονόμαζαν Χαράδρα. Το Αμφιάρειο ήταν το μεγαλύτερο στην αρχαία Ελλάδα ιερό του χθόνιου θεού και ήρωα του Άργους Αμφιαράου. Σε όλη την περίοδο της λειτουργίας του ήταν το εθνικό ιερό του Ωρωπού, μιας από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Το Αμφιάρειο ιδρύθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. όταν ο Ωρωπός ήταν στα χέρια των Αθηναίων. Ο Αμφιάραος ανήκε στις θεότητες του κάτω κόσμου. Η ευτυχέστερη ίσως περίοδος της ιστορίας του Αμφιαρείου ήταν ο 3ος αιώνας π.Χ. και το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. (ως το 146 π.Χ.), οπότε ο Ωρωπός ήταν μέλος του Κοινού των Βοιωτών.

 

Ως λιμάνι με ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της επικοινωνίας του με την Εύβοια ο Ώρωπός υπήρξε αιτία διαμάχης ανάμεσα στους Βοιωτούς και τους Αθηναίους. Κατοίκηση στον Ωρωπό διαπιστώνεται από τη μεσοελλαδική εποχή στη θέση Νέα Παλάτια. Κεραμικά λείψανα της μεσοελλαδικής, της μυκηναϊκής, της πρωτογεωμετρικής, της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού. Μέχρι και το τέλος της αρχαϊκής εποχής η πόλη πρέπει να βρισκόταν υπό την επίδραση αν όχι κατοχή της Ερέτριας.

 

Γύρω στο 506 π.Χ. μετά τη νικηφόρα εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Βοιωτών ή λίγο αργότερα μετά τα μηδικά, ο Ωρωπός περιήλθε στην κατοχή της Αθήνας. Από κάποιο λόγο του ρήτορα Λυσία μαρτυρείται πως ο Αθηναίος Πολύστρατος ήταν διοικητής του Ωρωπού πριν από το 411 π.Χ. Οι κάτοχοι της πόλης εναλάσσονται για μεγάλο διάστημα ενώ μετά το 367/366 π.Χ. περίπου και για αρκετά χρόνια φαίνεται ότι απέκτησε την αυτονομία της.

 

Μεγάλο γεγονός για την πόλη υπήρξε η ίδρυση του Αμφιαρείου στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και ως το 338 π.Χ. (μάχη Χαιρώνειας) το Αμφιάρειο οργανώνεται και η φήμη του απλώνεται στην Ελλάδα. Κτίζονται σε αυτό κτήρια και στήνονται αγάλματα.Το ιερό φαίνεται να λειτουργεί με βάση σταθερό κανονισμό. Σύμφωνα με έναν κατάλογο με ονόματα νικητών εκείνης της εποχής κάθε χρόνο διοργανώνονταν αγώνες τα Αμφιάρεια τα Μικρά και κάθε πέμπτο χρόνο τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα. Τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα περιλάμβαναν μουσικούς, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος αθλητές λόγιοι και ηθοποιοί από όλη την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Μικρά Ασία.

 

Από το 338 π.Χ. ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μεσολαβεί περίοδος διαφόρων μεταβολών. Ο Φίλιππος της Μακεδονίας ή ο γιος του Αλέξανδρος παραχωρεί τον Ωρωπό στους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι αναδιοργανώνουν τις γιορτές και τους αγώνες του ιερού, προσφέρουν αφιερώματα στον Αμφιάριο και κατασκευάζουν κτήρια. Το 313 π.Χ τον Ωρωπό κυριεύει ο στρατηγός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου Πτολεμαίος. Το 287 π.Χ. ο Ωρωπός γίνεται μέλος του Κοινού των Βοιωτών και επακολουθεί άνθηση του Αμφιαρείου που διαρκεί ως το 146 π.Χ. Στο ιερό του προσέρχονται τώρα πλήθη ανθρώπων απ' όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Πολλές είναι και οι δωρεές και οι ευεργεσίες που δέχεται το ιερό. Τα λιμάνια του κράτους -Σκάλα και Δελφίνιο όπως ονομάζονται σήμερα - όπου αποβιβάζονταν οι προσκυνητές του ιερού συνέβαλλαν στη αύξηση των εσόδων του Ωρωπού. Μεγάλοι μονάρχες της Ανατολής όπως ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ ευνοούν υλικά την μικρή πόλη - κράτος.

 

Κατά την Ρωμαιοκρατία (από το 146 π.Χ.) ο Ωρωπός είναι "αυτόνομος". Άνθηση του ιερού κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. οφείλεται στην ευεργεσία του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. στα χρόνια του Αυγούστου ο Ωρωπός γίνεται πλέον οριστικά κτήση της Αθήνας. Αναθηματικές επιγραφές των πρώτων χριστιανικών χρόνων που βρέθηκαν στο Αμφιάρειο μας πληροφορούν ότι οι Αθηναίοι προσφέρουν αφιερώματα στον τιμώμενο θεό του ιερού. Η λατρεία του Αμφιαράου έσβησε με την επικράτηση του Χριστιανισμού.

 

Οι νεότεροι περιηγητές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το ιερό. Ο Leake, γνώστης του αρχαίου κόσμου έδωσε σωστές πληροφορίες για το Ιερό του Αμφιαρείου. Κατά το 19ο αι. και άλλοι περιηγητές ενδιαφέρθηκαν για την ανακάλυψη και τη μελέτη του ιερού.

 

Το 1884 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του ιερού από την Αρχαιολογική Εταιρεία με τον Βασίλειο Λεονάρδο. Η ανασκαφή διήρκησε με διαλείμματα ως το 1929 και αποκάλυψε τα ερείπια μνημείων στο Μαυροδήλεσι και πολλές επιγραφές που είναι πολύτιμες για τις πληροφορίες που περιέχουν.

 

Συντάκτης

Πηνελόπη Αγαλλοπούλου, αρχαιολόγος





29 Οκτωβρίου, 2023

Ακρόπολη Αθηνών - Acropolis of Athens

 



Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, το ''χρυσό αιώνα'' του Περικλή.

 

Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως ''κυκλώπειο'', σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.

 

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.

 

Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία. Ο βράχος της Ακρόπολης αποτελούσε το φρούριο της πόλης. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Το 1687, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή στα μνημεία σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.

 

Μετά την απελευθέρωση, τα μνημεία της Ακρόπολης τέθηκαν υπό τη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

Συντάκτης

Ιωάννα Βενιέρη, αρχαιολόγος



The greatest and finest sanctuary of ancient Athens, dedicated primarily to its patron, the goddess Athena, dominates the centre of the modern city from the rocky crag known as the Acropolis. The most celebrated myths of ancient Athens, its greatest religious festivals, earliest cults and several decisive events in the city's history are all connected to this sacred precinct. The monuments of the Acropolis stand in harmony with their natural setting. These unique masterpieces of ancient architecture combine different orders and styles of Classical art in a most innovative manner and have influenced art and culture for many centuries. The Acropolis of the fifth century BC is the most accurate reflection of the splendour, power and wealth of Athens at its greatest peak, the golden age of Perikles.

 

Pottery sherds of the Neolithic period (4000/3500-3000 BC) and, from near the Erechtheion, of the Early and Middle Bronze Age, show that the hill was inhabited from a very early period. A fortification wall was built around it in the thirteenth century BC and the citadel became the centre of a Mycenaean kingdom. This early fortification is partially preserved among the later monuments and its history can be traced fairly accurately. The Acropolis became a sacred precinct in the eighth century BC with the establishment of the cult of Athena Polias, whose temple stood at the northeast side of the hill. The sanctuary flourished under Peisistratos in the mid-sixth century BC, when the Panathinaia, the city's greatest religious festival, was established and the first monumental buildings of the Acropolis erected, among them the so-called “Old temple” and the Hekatompedos, the predecessor of the Parthenon, both dedicated to Athena. The shrine of Artemis Brauronia and the first monumental propylon also date to this period. Numerous opulent votive offerings, such as marble korai and horsemen, bronze and terracotta statuettes, were dedicated to the sanctuary. Several of these bear inscriptions that show the great importance of Athena's cult in the Archaic period. After the Athenians defeated the Persians at Marathon, in 490 BC, they began building a very large temple, the so-called Pre-Parthenon. This temple was still unfinished when the Persians invaded Attica in 480 BC, pillaged the Acropolis and set fire to its monuments. The Athenians buried the surviving sculptures and votive offerings inside natural cavities of the sacred rock, thus forming artificial terraces, and fortified the Acropolis with two new walls, the wall of Themistokles along the northern side and that of Kimon on the south. Several architectural elements of the ruined temples were incorporated in the northern wall and are still visible today.

 

In the mid-fifth century BC, when the Acropolis became the seat of the Athenian League and Athens was the greatest cultural centre of its time, Perikles initiated an ambitious building project which lasted the entire second half of the fifth century BC. Athenians and foreigners alike worked on this project, receiving a salary of one drachma a day. The most important buildings visible on the Acropolis today - that is, the Parthenon, the Propylaia, the Erechtheion and the temple of Athena Nike, were erected during this period under the supervision of the greatest architects, sculptors and artists of their time. The temples on the north side of the Acropolis housed primarily the earlier Athenian cults and those of the Olympian gods, while the southern part of the Acropolis was dedicated to the cult of Athena in her many qualities: as Polias (patron of the city), Parthenos, Pallas, Promachos (goddess of war), Ergane (goddess of manual labour) and Nike (Victory). After the end of the Peloponnesian war in 404 BC and until the first century BC no other important buildings were erected on the Acropolis. In 27 BC a small temple dedicated to Augustus and Rome was built east of the Parthenon. In Roman times, although other Greek sanctuaries were pillaged and damaged, the Acropolis retained its prestige and continued to attract the opulent votive offerings of the faithful. After the invasion of the Herulians in the third century AD, a new fortification wall was built, with two gates on the west side. One of these, the so-called Beul? Gate, named after the nineteenth century French archaeologist who investigated it, is preserved to this day.

 

In subsequent centuries the monuments of the Acropolis suffered from both natural causes and human intervention. After the establishment of Christianity and especially in the sixth century AD the temples were converted into Christian churches. The Parthenon was dedicated to Parthenos Maria (the Virgin Mary), was later re-named Panagia Athiniotissa (Virgin of Athens) and served as the city's cathedral in the eleventh century. The Erechtheion was dedicated to the Sotiras (Saviour) or the Panagia, the temple of Athena Nike became a chapel and the Propylaia an episcopal residence. The Acropolis became the fortress of the medieval city. Under Frankish occupation (1204-1456) the Propylaia were converted into a residence for the Frankish ruler and in the Ottoman period (1456-1833) into the Turkish garrison headquarters. The Venetians under F. Morozini besieged the Acropolis in 1687 and on September 26th bombarded and destroyed the Parthenon, which then served as a munitions store. Lord Elgin caused further serious damage in 1801-1802 by looting the sculptural decoration of the Parthenon, the temple of Athena Nike and the Erechtheion. The Acropolis was handed over to the Greeks in 1822, during the Greek War of Independence, and Odysseas Androutsos became its first Greek garrison commander.

 

After the liberation of Greece, the monuments of the Acropolis came under the care of the newly founded Greek state. Limited investigation took place in 1835 and 1837, while in 1885-1890 the site was systematically excavated under P. Kavvadias. In the early twentieth century N. Balanos headed the first large-scale restoration project. A Committee for the Conservation of the Monuments on the Acropolis was created in 1975 with the aim to plan and undertake large-scale conservation and restoration on the Acropolis. The project, conducted by the Service of Restoration of the Monuments of the Acropolis in collaboration with the First Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, is still in progress.

 

Author

Ioanna Venieri, archaeologist



17 Οκτωβρίου, 2023

Μακεδονικός Τάφος των Ανθεμίων - Mieza,the so-called Macedonian Tomb of the Palmettes

 


Από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της αρχαίας Μίεζας είναι ο μακεδονικός τάφος ''των Ανθεμίων''. Κατασκευάσθηκε στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα, όπως και άλλοι, παρόμοιοι τάφοι, από τους οποίους ο πιο κοντινός του είναι αυτός της Κρίσεως, 150 μ. ανατολικά. Ο τάφος των Ανθεμίων χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., δηλαδή είναι σύγχρονος με το μακεδονικό τάφο του Kinch, που επίσης βρίσκεται στην ίδια περιοχή.

 

Πρόκειται για υπόγειο ταφικό κτίσμα, το οποίο μετά την ολοκλήρωση της ταφής του νεκρού και των καθιερωμένων τελετουργιών προς τιμήν του, καλύφθηκε από τύμβο που είχε ύψος τουλάχιστον 2,50 μ. και διάμετρο 15-17 μ. Ο τάφος είναι διθάλαμος, καμαροσκεπής και είχε ναόσχημη πρόσοψη με τέσσερις ημικίονες ιωνικού ρυθμού και με διακόσμηση από πολύχρωμα ιωνικά και δωρικά κυμάτια. Η είσοδός του είχε κλειστεί με έξι δόμους από πωρόλιθο. Στο αέτωμα (ύψος τυμπάνου 1 μ.) σώζεται ωραία ζωγραφική παράσταση, που εικονίζει ζευγάρι ώριμης ηλικίας καθισμένο σε ανάκλιντρο συμποσίου. Και οι δύο μορφές είναι ντυμένες με χιτώνα και ιμάτιο, που ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με εντυπωσιακές και πλούσιες πτυχές. Την επίστεψη του αετώματος αποτελούν τρία ανάγλυφα ανθέμια με έντονες φωτοσκιάσεις. Ο στενός προθάλαμος του τάφου ήταν επιχρισμένος με ανοιχτό κίτρινο χρώμα στο ανώτερο μέρος των τοίχων και με μαύρο στο κατώτερο, ενώ τα δύο τμήματα χωρίζονταν με ταινίες μαύρου και λευκού χρώματος. Μια εντυπωσιακή παράσταση διακοσμεί την οροφή του προθαλάμου: έξι ανθέμια εναλλάσσονται με νερολούλουδα πάνω σε γαλαζοπράσινο βάθος, που θυμίζει λουλούδια να πλέουν στην επιφάνεια λίμνης. Ο προθάλαμος χωριζόταν από τον κυρίως νεκρικό θάλαμο με μαρμάρινη δίφυλλη θύρα ύψους 3,50 μ. και πλάτους 0,90 μ., διακοσμημένη με ανάγλυφα μοτίβα. Στο εσωτερικό του θαλάμου σώζεται τετράπλευρη λίθινη βάση, που θα περιείχε το αγγείο ή τη λάρνακα με τα οστά του νεκρού. Η καμαρωτή οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με ανοιχτό κίτρινο κονίαμα, ενώ οι τοίχοι είναι μονόχρωμοι και μιμούνται ορθομαρμάρωση: το κάτω τμήμα τους έχει χρώμα μαύρο, το επάνω έχει χρώμα βαθυκόκκινο και χωρίζονται με λευκή ταινία. Η λεπτομέρεια στο σχέδιο και η πολυχρωμία της ιωνικής διακόσμησης χαρακτηρίζουν το μνημείο και δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη χρονολόγησή του αλλά και για τη μεγάλη ζωγραφική στον ελληνικό χώρο. Ο τάφος των Ανθεμίων είχε συληθεί πολλές φορές, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα, και ελάχιστα αντικείμενα βρέθηκαν στο εσωτερικό του, αλλά αρκετά για να δώσουν μια εικόνα από τα πλούσια κτερίσματα που περιείχε. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν τμήματα ελεφαντόδοντου από την ανάγλυφη διακόσμηση της νεκρικής κλίνης.

 

Ο τάφος ανασκάφηκε το 1971 από την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου μετά από απόπειρα λαθρανασκαφής. Σήμερα προστατεύεται με στέγαστρο, που καλύπτει τμήμα του μνημείου, ενώ η είσοδός του έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για την πρόσβαση των επισκεπτών.

 

Συντάκτης

Ειρ. Ψαρρά,αρχαιολόγος

 

 




The Tomb of the Flowers, one of the most magnificent and best preserved monuments of ancient Mieza, lies together with other similar tombs, like the Tomb of Judgement only a hundred and fifty metres to the east, along the ancient road connecting Mieza with Pella, the capital of the kingdom of Macedon. The Tomb of the Flowers dates to the first half of the third century BC, and so is contemporary with the 'Kinch' Tomb in the same area.

 

After the burial of the deceased and the completion of the customary funerary rites this subterranean funerary monument was covered by a tumulus over 2.50 metres high and 15-17 metres in diameter. The tomb consists of two barrel-vaulted chambers and a temple-shaped fa?ade with four engaged Ionic columns and polychrome Ionic and Doric kymatia. The entrance to the tomb was sealed with six poros blocks. The one metre high tympanon of the pediment was decorated with a beautiful painted scene depicting an elderly couple reclining on a symposium couch. Both figures wear a chiton and himation with opulent folds. The pediment is crowned by three palmettes painted in chiaroscuro. The walls in the narrow ante-chamber were painted black in the lower part and white in the upper part, the two colours being divided by bands of black and white. A beautiful painting of six flowers alternating with water-lilies on a blue-green background, as if floating on the surface of a pond, adorns the ceiling. A double door of marble, 3.50 metres high and 0.90 metres wide, with relief motifs separates the ante-chamber from the burial chamber. The latter preserves a rectangular stone base, upon which stood the box or larnax containing the bones of the deceased. The vaulted ceiling is covered with pale yellow plaster, and the walls were painted in imitation of marble revetment, black in their lower part and red in their upper part, the two colours being divided by a white band. The monument's characteric Ionic decoration, with its detailed design and polychromy, provides useful information for both its dating and for large-scale painting in Greece. Although the tomb was looted several times in antiquity enough furnishings remain to offer a glimpse of the opulent grave gifts it once contained. Especially important are the ivory plaques from the revetment of a bed.

 

The tomb was excavated in 1971 by the then Ephor of Antiquities Katerina Romiopoulou after an attempted illicit excavation. Today it is covered by a shelter and is accessible to visitors. Soon, the shelter will be extended and the earthen tumulus, which once covered the monument, will be restored.

 

Author

I. Psarra, archaeologist  


16 Οκτωβρίου, 2023

Μακεδονικός Τάφος της Κρίσεως - Mieza,the so-called macedonian tomb of Jugdment

 



Από τους σημαντικότερους και καλύτερα διατηρημένους μακεδονικούς τάφους, που έχουν έλθει στο φως μέχρι σήμερα, είναι αυτός ''της Κρίσεως'', ένα από τα ταφικά μνημεία της αρχαίας Μίεζας, που είχαν κατασκευασθεί στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε την πόλη με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα. Οφείλει την ονομασία του στη μοναδική για την αρχαία τέχνη ζωγραφική παράσταση που τον διακοσμεί και έχει ως θέμα την κρίση του νεκρού. Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι π.Χ. και ξεχωρίζει ανάμεσα στους μακεδονικούς τάφους για τις μνημειώδεις διαστάσεις του και την επιβλητική του πρόσοψη.

 

Το μνημείο ανήκει στον τύπο του διθάλαμου μακεδονικού τάφου με καμαρωτή στέγη και καλυπτόταν με χωμάτινο τύμβο που είχε ύψος 1,50 μ. και διάμετρο 10 μ. Η πρόσοψή του είναι διώροφη, συνδυάζει το δωρικό με τον ιωνικό ρυθμό και δίνει την εντύπωση αρχαίου διώροφου κτηρίου με αετωματική επίστεψη. Ο ''πρώτος όροφος'' είναι δωρικού ρυθμού με τέσσερις ημικίονες (τετράστυλο πρόπυλο με παραστάδες στις άκρες), επάνω στους οποίους στηρίζεται το δωρικό γείσο. Αποτελείται από τρίγλυφα και ένδεκα μετόπες, που διατηρούν τμηματικά την πολυχρωμία τους και διακοσμούνται με ένα πολύ γνωστό θέμα, την αναμέτρηση των Κενταύρων με τους Λαπίθες. Ταινία με σταγόνες και γραπτή ζώνη με άνθη και έλικες διαχωρίζουν τις μετόπες από την ιωνική ζωφόρο που ακολουθεί. Το θέμα του διακόσμου της είναι κάποια μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές που τη συνθέτουν είναι ανάγλυφες (stucco). Πάνω από το γείσο αναπτύσσεται ο ''δεύτερος όροφος'' της πρόσοψης. Αποτελείται από έξι μικρούς ιωνικούς ημικίονες με ύψος 1,46 μ., ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν διαστήματα διαμορφωμένα ως ψευδόθυρες. Το αέτωμα πρέπει να διέθετε γραπτή διακόσμηση, όπως προκύπτει από διάφορα θραύσματα που έχουν έλθει στο φως. Ανάμεσα στις ακραίες παραστάδες και στους δωρικούς ημικίονες, που πλαισιώνουν τη θύρα, υπάρχουν τέσσερις ζωγραφικοί πίνακες, οι οποίοι αποτελούν ενιαία σύνθεση που απεικονίζει τη σκηνή της κρίσης του νεκρού. Ο νεκρός πολεμιστής οδηγείται από τον ψυχοπομπό Ερμή στους κριτές του Κάτω Κόσμου, Αιακό και Ραδάμανθυ, θέμα εξαιρετικά σπάνιο στην εικονογραφία, αλλά γνωστό από τον πλατωνικό διάλογο ''Γοργίας''. Από τον τρόπο απόδοσης των μορφών προκύπτει ότι δύο ζωγράφοι συμμετείχαν στη διακόσμηση του τάφου. Ο προθάλαμος, αν και δεν έχει ανασκαφεί πλήρως, φαίνεται ότι δεν διέθετε γραπτές παραστάσεις. Αντίθετα, ο νεκρικός θάλαμος με την αρχιτεκτονική διάρθρωση των τοίχων θυμίζει έντονα τις εσωτερικές όψεις σπιτιών της Πέλλας και της Δήλου. Διαθέτει τοιχοβάτη, κυρίως τοίχο, παραστάδες στις γωνίες, θριγκό και καμαρωτή στέγη. Βαθύ γαλάζιο, κόκκινο και λευκό είναι τα χρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο θάλαμο, ενώ ιωνικά κυμάτια, ρόδακες και ταινίες διακοσμούν τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη.

 

Ο τάφος της Κρίσεως εντοπίσθηκε τυχαία το 1954 κατά τις εργασίες διάνοιξης επαρχιακού δρόμου και ανασκάφηκε από τον καθηγητή Φώτιο Πέτσα κατά τα έτη 1954-1964. Είχε υποστεί σοβαρές φθορές ήδη από την αρχαιότητα, τόσο στην καμάρα του προθαλάμου όσο και στην πρόσοψη. Εργασίες συντήρησης των κονιαμάτων και δομικής αποκατάστασης της πρόσοψης έγιναν το 1998, παράλληλα με ανασκαφή από τη Λ. Στεφανή, ενώ σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο ανάδειξης του μνημείου, που προβλέπει και νέα πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες.

 

Συντάκτης

Ε. Ψαρρά, αρχαιολόγος 

 

 

 

One of the most important and best-preserved Macedonian tombs discovered so far is the so-called Tomb of Judgement. Its name derives from the painted representation of the judgement of the dead, unique in antiquity. The tomb lies with other similar funerary monuments along the road connecting the town of Mieza with Pela, the capital of the Macedonian Kingdom. Dated to the last quarter of the fourth century BC, it has a particularly imposing facade and is the largest known Macedonian tomb.

 

The monument is a typical double-chambered Macedonian tomb with barrel-vaulted ceilings, buried under a tumulus 1.50 metres high and 10 metres in diameter. The two-storeyed fa?ade, which combines both Doric and Ionic styles, is crowned by a pediment and gives the impression of a two-storeyed building. The 'ground floor' is Doric with four engaged columns in antis supporting a Doric entablature of triglyphs and metopes. The eleven metopes preserve part of their polychrome decoration with representations of the battle of the Centaurs and Lapiths, a popular theme. A band of pegs and another with painted flowers and volutes separate the metopes from the Ionic frieze above. This bas-relief frieze with stucco figures depicts a battle between Greeks and Persians. The 'second storey' has six Ionic engaged columns, 1.46 metres high, alternating with false doors, and was surmounted by a pediment. The pediment, of which only fragments survive, had painted decoration. On the 'ground floor', between the antae and the engaged columns are four painted panels representing the judgement of the deceased. The dead soldier is lead by Hermes Psychopompos ('guide of the souls') before the judges of the Underworld, Aiakos and Rhadamanthys. This theme, known from Plato's Gorgias, is extremely rare in iconography. Differences in the rendering of the figures indicate that two painters worked on the composition. The ante-chamber, though not fully excavated, does not appear to have had painted decoration. The interior of the burial chamber, however, with its ornate architectural features recalls the houses at Pella and Delos. It has a toichobate, a wall proper, antae at each corner, an entablature and a vaulted ceiling. The walls are painted deep blue, red and white, and the architectural members are decorated with painted Ionic kymatia, rosettes and bands.

 

The Tomb of Judgement was discovered during road construction in 1954 and was excavated by Professor Photios Petsas in 1954-1964. Both the ante-chamber and the facade were severely damaged in antiquity. The monument was re-excavated in recent years by L. Stephani and restored in 1998. An access ramp for visitors with ambulatory difficulties is currently under construction.

 

Author

I. Psarra, archaeologist

 



 


13 Οκτωβρίου, 2023

Μακεδονικός τάφος στον Φοίνικα - Macedonian tomb at Phoinikas

 




Από τους πιο σημαντικούς και εντυπωσιακούς μακεδονικούς τάφους στην ευρύτερη περιφέρεια της Θεσσαλονίκης είναι αυτός στο Φοίνικα, νοτιοανατολικά της πόλης. Πρόκειται για το αρχαιότερο δείγμα μακεδονικού τάφου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά και για ένα από τα αρχαιότερα μνημεία αυτού του τύπου, όπου ο δωρικός ρυθμός βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή του. Παρά το γεγονός ότι ο τάφος βρέθηκε συλημένος, η μορφή του και τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι ετοιμάσθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. για να δεχθεί έναν αναμφίβολα επιφανή νεκρό, πιθανότατα ανώτατο στέλεχος του μακεδονικού στρατού, και τη γυναίκα του.

 

Πρόκειται για επιβλητικό μονοθάλαμο οικοδόμημα, κατασκευασμένο από πωρόλιθο και επιχρισμένο με ασβεστοκονίαμα. Ένας βαθμιδωτός δρόμος, που έχει λαξευθεί στο φυσικό βράχο, οδηγεί στη θύρα του τάφου, που ήταν φραγμένη με έξι επάλληλους ογκόλιθους. Εσωτερικά ο τάφος έκλεινε με ξύλινη δίφυλλη πόρτα. Η πρόσοψη του μνημείου, που σώζεται σχεδόν ακέραια, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Έχει πλάτος 4,96 μ. και ύψος 5,68 μ. και είναι επιχρισμένη με λευκό μαρμαροκονίαμα. Ο δωρικός ρυθμός εδώ αναδεικνύεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, καθώς οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες της ανωδομής τονίζονται με πολύχρωμα κονιάματα. Βαθυκύανα τρίγλυφα πλαισιώνουν τις λευκές μετόπες, όπου με χρυσαφιές πινελιές επαναλαμβάνεται η εικόνα μιας μεταλλικής φιάλης. Το διάκοσμο της πρόσοψης ολοκλήρωνε η ζωγραφική παράσταση του αετώματος, που είχε, δυστυχώς, φθαρεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της καταστροφής του επαέτιου γείσου από τους αρχαιοκάπηλους. Η εσωτερική διαμόρφωση του θαλάμου, όπου δεσπόζουν δύο βωμόσχημα βάθρα επάνω σε ορθογώνιες βάσεις, είναι πραγματικά μοναδική. Τα εντυπωσιακά βάθρα, με πολύχρωμο γραμμικό διάκοσμο σε μαύρο φόντο, είχαν επίσης υποστεί μεγάλη φθορά από τους αρχαιοκάπηλους, που αφαίρεσαν τα τεφροδόχα σκεύη και διασκόρπισαν τα καμένα οστά των νεκρών. Την εικόνα του χώρου συμπληρώνουν δύο κτιστά θρανία, για την εναπόθεση προσφορών προς τους νεκρούς.

 

Το μνημείο ήλθε στο φως την άνοιξη του 1987, ακριβώς πίσω από το Νοσοκομείο Άγιος Παύλος, στο χώρο απ' όπου θα περνούσε τμήμα της ανατολικής περιφερειακής οδού. Μετά την ανασκαφή η κατασκευή του δρόμου ολοκληρώθηκε, ενώ μια ελαφρά υπερυψωμένη γέφυρα στέγασε τον τάφο. Σήμερα, ο ειδικά διαμορφωμένος υπόγειος χώρος περιλαμβάνει επίσης έκθεση εποπτικού υλικού σχετικά με την ανασκαφή του μνημείου αλλά και με την ευρύτερη περιοχή, καθώς και παρουσίαση των γνωστών και άγνωστων μακεδονικών τάφων στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης ώστε ο επισκέπτης να αποκομίσει ολοκληρωμένη εικόνα για το θέμα. Σε απόσταση λίγων μέτρων νοτιοανατολικά του τάφου ορθωνόταν ένας ταφικός τύμβος, παλαιότερα γνωστός ως «Τούμπα Κις», ενώ όλη η περιοχή εντάσσεται σε νεκροταφείο κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, που καταστράφηκε από αυθαίρετες αμμοληψίες στις προηγούμενες δεκαετίες. Παρά την καταστροφή, οι σωστικές ενέργειες τις ΙΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων απέδωσαν αρκετούς ασύλητους τάφους του 4ου και 3ου αι. π.Χ. 

 



One of the significant and most impressive Macedonian tombs in the Thessaloniki metropolitan area is situated in Phinikas settlement, to the southeast of the town. This is the oldest tomb in Thessaloniki and the surroundings, one of the earliest of its type, giving full expression to the Doric order. Despite the lootings, both its form and the excavation evidence prove that it was prepared with great care during the last quarter of the fourth century BC to host an undoubtedly renowned defunct, probably a senior official of the Macedonian army and his wife.

 

This is an impressive single-chambered building of poros stone plastered with lime mortar. A stepped way hewn into the rock leads to the tomb entrance, sealed with six successive blocks. Internally it closed by a wooden double-leaf door. The fa?ade, almost entirely preserved, is very impressive: 4.96m wide and 5.68m high, it is covered with white stucco. The Doric order is sumptuously emerging as the architectural elements of the superstructure are highlighted with colourful mortars. Dark-blue triglyphs flank white metopes ornate with the repeated motif of a metallic gold-painted phiale. The decoration of the fa?ade was brought to completion through the painted representation on the pediment; unfortunately, the latter was largely worn out due to the destruction of the gabled cornice by antiquities looters. The internal shape of the burial chamber, dominated by two altar-like pedestals on rectangular bases, is truly unmatched. The impressive pedestals of multicolour linear decoration upon black background had been also damaged by illicit antiquities traders, who removed the burial urns and dispersed the ashes of the deceased. The picture also captures two stone-built benches for the placement of offerings to the defunct.

 

The monument was uncovered in the spring of 1987, right behind the Agios Pavlos (St. Paul) Hospital, where the east ring road would pass according to schedule. After the excavation, the road was completed and the tomb was sheltered under a slightly elevated bridge. Today, the accordingly arranged subterranean space includes an exhibition of visual material about the excavation of the monument and the wider area, and a presentation of known and unknown Macedonian tombs located within Thessaloniki prefecture, in order to provide a complete picture to the visitor. A few metres to the southeast of the tomb stood a burial tumulus earlier known as ‘’Toumba Kis’’: it makes part of the surrounding cemetery dated to the Classical and Early Hellenistic periods, which was destroyed by arbitrary earth clearings in previous decades. Despite the destruction, the preservation efforts made by the sixteenth Ephorate for Prehistoric and Classical Antiquities bore fruits, i.e. uncovered several non-looted tombs of the fourth and third century BC.


22 Σεπτεμβρίου, 2023

Δωδώνη:Τα Μνημεία του Χώρου

 



 Ιερά Οικία

 

Η Ιερά Οικία, ο ναός του Δία, είναι ένα απλό, μικρό οικοδόμημα αλλά πολύ σημαντικό για το ιερό του Δία, καθώς περίκλειε την προφητική βελανιδιά. Πρόκειται για το κεντρικό τεράγωνο κτήριο Ε1 διαστάσεων 20,80 x 19,20 μ., το οποίο παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδομικές φάσεις και μία ή δύο τουλάχιστον προοικοδομικές. Ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., ο Ζευς της Δωδώνης δεν είχε ναό. Η λατρεία του τελούνταν στο ύπαιθρο και ο Θεός, κατά τρόπο σπάνιο, κατοικούσε (έναιε) "εν πυθμένι φηγού" (Ησίοδος), στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, που την περιστοίχιζε μια σειρά από χάλκινους τρίποδες με λέβητες. Γύρω του κατοικούσαν οι Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς του Δία, με γυμνά πόδια και κοιμώμενοι καταγής, για να έρχονται σε επαφή με τη Μητέρα Γη, απ' όπου αντλούσαν τις μυστηριακές δυνάμεις της μαντείας.

 

Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. χτίστηκε ένας απλός μικρός ναός, διαστάσεων 4 x 6,50 μ., με πρόναο και σηκό. Έτσι, στο ιερό του Δία, στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., υπήρχαν μόνον ένας μικρός ναός χωρίς κίονες και η ιερή βελανιδιά, που την περιέκλειναν κυκλικά χάλκινοι τρίποδες με λέβητες. Ο ναός δεν προοριζόταν για κατοικία του Θεού και για τη λατρεία, αλλά για στέγαση των αφιερωμάτων.



 

Κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. επήλθε κάποια σοβαρή μεταβολή στο ιερό. Ένας ευρύχωρος ισοδομικός περίβολος (13 x 11,80 μ.) με είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, που περιέκλεινε τη φηγό (την ιερή βελανιδιά) και ενώθηκε με την πρόσοψη του μικρού ναού, αντικατέστησε τον περίβολο με τους χάλκινους τρίποδες και τους λέβητες. Στη θέση των μαντικών λεβήτων τοποθετήθηκε το χαλκείον, ανάθημα των Κερκυραίων. Τη συσκευή αυτή αποτελούσαν δύο κιονίσκοι. Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε έβνα μαστίγιο με τρεις ουρές από χάλκινους αστραγάλους, ο άλλος ένα χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες, καθώς αιωρούνταν από τον άνεμο, χτυπούσαν στο λέβητα και παρήγαγαν έναν ήχο, με τη βοήθεια του οποίου οι μάντεις χρησμοδοτούσαν. Ο ήχος του λέβητα διαρκούσε πολύ, ώσπου να μετρήσει κανείς ως το τετρακόσια και όχι σπάνια ήταν αδιάκοπος, γιατί στη Δωδώνη οι άνεμοι είναι συχνοί. Για το λόγο τούτο παρέμεινε η παροιμιώδης φράση "Κερκυραίων μάστιξ", που σήμαινε το φλύαρο, όπως ο ήχος του χαλκείου. Μερικά κομμάτια από τα μαστίγια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ένα στο Μουσείο Ιωαννίνων.


 

Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπεριλάβει στο σχέδιο ανοικοδόμησης έξι ελληνικών ιερών και τη Δωδώνη, με το υπέρογκο ποσό των 1.500 ταλάντων (9.000.000 αρχαίες δραχμές). Όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε το έργο απραγματοποίητο. Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο βασιλιάς Πύρρος, που στην εύνοια του μαντείου έβλεπε ένα σπουδαίο ηθικό έρεισμα για τα πολιτικά του σχέδια. Ο παλαιός ισοδομικός περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο περίβολο με τρεις ιωνικές στοές στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Η υπαίθρια αυλή και η δρυς περιβλήθηκαν με ένα στωικό πλαίσιο με κατεύθυνση ανατολική. Η ανατολική πλευρά της αυλής έμενε ελεύθερη, χωρίς στοά, γιατί εκεί υψωνόταν η μαντική δρυς, η ιερή κατοικία του Δία και της Διώνης. Στη νότια πλευρά υπήρχε είσοδος, μεταξύ των δύο παραστάδων.

 

Στις στοές, θα φυλάσσονταν οι διάφορες συμφωνίες και τα ψηφίσματα των Ηπειρωτών, όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν αιφνίδια το ιερό (219 π.Χ.) και το πυρπόλησαν. Κατά τον Πολύβιο, οι Αιτωλοί δεν έκαψαν την Ιερά Οικία, αλλά την κατεδάφισαν, "για να μην υπάρχουν τα διάφορα σύμφωνα των Ηπειρωτών" που είχαν κατατεθεί εκεί.

 

Την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου ανταπέδωσαν οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, ύστερα από την αιφνιδιαστική κατάληψη του Θέρμου (218 π.Χ.). Από τα λάφυρα ο Φίλιππος ο Ε΄ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα ιερά. Ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε ένας μεγαλύτερος ναός, πρόστυλος ιωνικός, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη. Οι στοές ξαναχτίστηκαν. Το παλιό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τα θεμέλια του ελληνιστικού ναού. Έτσι, το οικοδόμημα απέκτησε μνημειακότητα και αυστηρή συμμετρία. Το όλο σχήμα του οικοδομήματος έμοιαζε με ένα αρχαίο ελληνικό σπίτι. Έτσι κατανοούμε για ποιό λόγο ο Πολύβιος το ονομάζει ιερά οικία. 


 Ναός της Διώνης στην Δωδώνη

 

Σημαντική θέση στο ιερό της Δωδώνης κατείχε η λατρεία της θεάς Διώνης, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητέρα της Αφροδίτης. Μαζί με τη Θέμιδα ονομάζονταν «νάιοι θέοι, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία». Ο αρχαιότερος ναός, που αφιερώθηκε στη Διώνη βρισκόταν κοντά στην Ιερή Οικία, προς τα βόρεια, στο κεντρικό τμήμα του ιερού. Κατασκευάσθηκε στο β΄ μισό του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.

 

Ο ναός είχε προσανατολισμό Α-Δ, σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και σε διαστάσεις (9,80 x 9,40 μ.) ήταν περίπου μισός από το γειτονικό ναό του Δία. Διέθετε σηκό και πρόναο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες από αμμόλιθο στην πρόσοψη, και η ανωδομή του ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίνθους. Στον ενδιάμεσο τοίχο, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται το λίθινο κατώφλι της εισόδου, που έκλεινε με δίφυλλη θύρα, πλάτους 1,20 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρούνται λείψανα ενός βάθρου, που θα χρησίμευε για το λατρευτικό άγαλμα της Διώνης, το λεγόμενο «έδος». Αυτό το σεβάσμιο «έδος» κοσμούσαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι, στέλνοντας θεωρία και πλούσια δώρα, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης.

 

Με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά το 219 π.Χ., κατασκευάσθηκε νέος ναός αφιερωμένος στη Διώνη, λίγο νοτιότερα, με αισθητή απόκλιση από το ναό του Δία. Ήταν ιωνικός πρόστυλος, τετράστυλος, με πρόναο και σηκό, συνολικών διαστάσεων 9,60 x 6,35 μ. Οι κίονές του ήταν κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο και εξωτερικά καλύπτονταν με λεπτό ασβεστοκονίαμα ή μαρμαροκονία, που έδινε στις επιφάνειες τη λευκότητα και τη λειότητα του μαρμάρου. Οι αναβαθμοί στην πρόσοψη ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο καλής ποιότητας, όμοιο με τους κίονες των παρόδων του θεάτρου. Στον τοίχο, που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό, διατηρείται το λίθινο κατώφλι με τα ίχνη της δίφυλλης θύρας, πλάτους 1,30 μ., ενώ στο βάθος του σηκού διατηρείται το βάθρο, όπου στεκόταν το άγαλμα της Διώνης.  


 

 

 Ναός της Θέμιδας στην Δωδώνη

Ο ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς του ιερού της Δωδώνης, που βρίσκονταν γύρω από την ιερή βελανιδιά του Δία, μαζί με την Ιερή Οικία και το ναό της Διώνης, ήταν αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία, κόρη του Ουρανού και της Γης. Η λατρεία της, που ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ήπειρο, φαίνεται ότι συνέχισε τη λατρεία της προϊστορικής Μεγάλης Θεάς και ιδιαίτερα στη Δωδώνη είναι ευνόητη, γιατί σχετίζεται με τη λατρεία της Γης. Η ταύτιση του ναού (κτήριο Ζ) έγινε με τη βοήθεια μιας μολύβδινης επιγραφής, που βρέθηκε στη στοά του βουλευτηρίου, και στην οποία αναφέρονται μαζί με το Δία, η Θέμις και η Διώνη ως «νάιοι θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία. Ήταν, επομένως, οι δύο θεές οι σπουδαιότερες μετά το Δία, πάρεδροι του θεού. Για τη χρονολόγηση του ναού, το μόνο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη, είναι η χρήση του μαλακού αμμόλιθου για τις παραστάδες του πρόναου, ενός υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στον αρχαίο ναό της Διώνης, στην Ιερή Οικία των χρόνων του Πύρρου και στη δωρική στοά του βουλευτηρίου. Πιθανότερα χρονολογείται στην περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (340-232 π.Χ.).

 

Ο ναός είχε προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και ήταν απλός στην κατασκευή του, με διαστάσεις 10,30 x 6,25 μ. Ήταν πρόστυλος με τέσσερις ιωνικούς κίονες, και διέθετε πρόναο και σηκό. Μπροστά από το ναό διατηρείται η θεμελίωση μεγάλου βωμού (διαστάσεων 4,20 x 3,30 μ.) και αμέσως ανατολικότερα ένα τετράγωνο βάθρο, όπου θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ανάθημα. Όπως δείχνουν τα λαξεύματα, οι ορθοστάτες περιέβαλλαν από τις τέσσερις πλευρές το βωμό, με είσοδο από το μέρος του ναού. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ήταν 2,60 x 1,80 μ. Προς τα νοτιοδυτικά του ναού υπάρχει ένα ακόμη μικρό τετράγωνο κτίσμα (κτήριο Η), το οποίο ωστόσο δεν έχει ταυτισθεί ακόμη, και παραμένει άγνωστη η σημασία του, καθώς και ο χρόνος κατασκευής του.


Ναός του Ηρακλή στην Δωδώνη 


Στο ανατολικό άκρο του ιερού του Δία στη Δωδώνη, περίπου 30 μ. δυτικά από την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, βρίσκεται ο ναός του Ηρακλή, εν μέρει κάτω από τη χριστιανική βασιλική Β. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει το γένος του με το μυθικό ήρωα, ιδιαίτερα ύστερα από το δεύτερο γάμο του με τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, που καταγόταν από τον Ηρακλή.

 

Ο ναός είναι ο μεγαλύτερος μετά το ναό του Δία, και ο μοναδικός γνωστός δωρικού ρυθμού στο ιερό. Έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και διαστάσεις 16,50 x 9,50 μ. Αποτελείται από πρόναο και σηκό, και διαθέτει τέσσερις ή έξι δωρικούς κίονες στην πρόσοψη (τετράστυλος ή εξάστυλος πρόστυλος). Μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., ανοικοδομήθηκε και τα κατεστραμμένα αρχιτεκτονικά μέλη από μαλακό αμμόλιθο (τρίγλυφα, κιονόκρανα, γείσο) εντοιχίσθηκαν στον τοίχο που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό. Ανατολικά του προνάου σώζεται ένα μεγάλο βάθρο, με διαστάσεις 5,70 x 3,20 μ., που ανήκε στο βωμό του ναού.

 

Τη σχέση του ναού με τη λατρεία του Ηρακλή βεβαιώνουν μερικά αρχαϊστικά χάλκινα ελάσματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, παραγναθίδες από κράνη, με ανάγλυφη παράσταση της φιλονεικίας του Απόλλωνα και του Ηρακλή για την κατοχή του δελφικού τρίποδα, και ιδίως μία μετόπη από ασβεστόλιθο του 3ου αι. π.Χ., με ανάγλυφη παράσταση του αγώνα του Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Στο ανάγλυφο παριστάνεται ο ήρωας να πατεί δυνατά με το δεξί γόνατο το σώμα του θηρίου, που εικονιζόταν δεξιά του, ενώ ένα πλοκάμι της Ύδρας, αριστερά του, προσπαθεί να κάψει με το δαυλό ο Ιόλαος, που βρίσκεται αριστερά του Ηρακλή (διακρίνεται ο δεξιός μηρός του). Κοντά στο δεξιό μηρό του Ηρακλή ένας καρκίνος υπαινίσσεται το έλος της Λέρνας, όπου διαδραματίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή.


Ναός της Αφροδίτης στην Δωδώνη


 Ο ναός της Αφροδίτης βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του ιερού της Δωδώνης, κοντά στο ναό της Θέμιδας. Η ταύτισή του έγινε με βάση τα πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από αυτόν και παριστάνουν μία γυναικεία μορφή να κρατεί με το δεξί της χέρι μπροστά στο στήθος περιστέρι, σύμβολο της θεάς. Με βάση ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα ευρήματα που προήλθαν από το εσωτερικό του, ο ναός μπορεί να χρονολογηθεί στον 4ο ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., η ύπαρξη, όμως, στη θέση αυτή μιας αρχαιότερης λατρείας δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η λατρεία της Αφροδίτης στη Δωδώνη επιβεβαιώνεται από επιγραφική μαρτυρία, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο καθιερώθηκε. Πιθανώς είναι παλαιότερη των χρόνων του Πύρρου, αλλά είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συγχωνεύθηκε με τη λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της δυτικής Σικελίας. Η θεότητα αυτή συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους τρωικούς μύθους, που ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στους Μολοσσούς, γιατί, σύμφωνα με τις αρχαιότερες παραδόσεις, οι Μολοσσοί κατάγονταν από την Τροία μέσω της Ανδρομάχης.



 

Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., δωρικού ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης. Είναι απλός, με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος. Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα, περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., καθώς και ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.  


Πρυτανείο Δωδώνης


  Από τα σημαντικότερα οικοδομήματα διοικητικού χαρακτήρα στο ιερό της Δωδώνης ήταν το Πρυτανείο. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα με περιστύλιο. Διαθέτει μνημειακή μορφή και εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Τοπογραφικά βρίσκεται σε κεντρική θέση στο ιερό, ανατολικά από το θέατρο και νότια από το Βουλευτήριο. Πρόκειται για το μεγάλο οικοδόμημα Ο-Ο1 (Πρυτανείο), με πρόσοψη 31,45 μ., όσο περίπου και η πρόσοψη του Βουλευτηρίου (32,35 μ.). Κατά την κατασκευή των δύο οικοδομημάτων διαλύθηκε στο σημείο αυτό ο εξωτερικός ισοδομικός περίβολος του ιερού και μετατέθηκε δυτικότερα. Στη νοτιοανατολική γωνία του οικοδομήματος Ο διακρίνεται η διακλάδωση του νέου περιβόλου, που κατευθύνεται δυτικά και ύστερα βόρεια για να ενωθεί με το οικοδόμημα Μ, μπροστά από το νοτιοανατολικό πύργο του θεάτρου. Κάτω από το δάπεδο της στοάς βρέθηκαν τα ίχνη του αρχαιότερου περιβόλου και η δυτική πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό του ιερού.

 

Η ανασκαφή του οικοδομήματος Ο δεν έχει ακόμα περατωθεί. Η κατασκευή του είναι σύγχρονη με αυτή του Βουλευτηρίου, τοποπθετείται δηλαδή χρονολογικά στις αρχές του 3ου ή στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ, κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (232-168 π.Χ.), προστέθηκε στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος Ο μία νέα πτέρυγα 33,35 μ. με 6 δωμάτια (κτίσμα Ο1), τρεις βοηθητικοί χώροι δυτικά και τρία εννεάκλινα δωμάτια διαστάσεων 5,50 χ 5,20 μ., που χρησίμευαν για την εστίαση και διαμονή των αρχόντων του Κοινού.

 

Δυτικά της περίστυλης αυλής δεσπόζει η μεγάλη αίθουσα Ο με λείψανα λίθινων εδωλίων σε όλο το πλάτος της αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν δύο φάσεις μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Τα αρχαιότερα εδώλια του 3ου αι. π.Χ. ήταν πιθανώς ξύλινα.

 

Ο ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι τμήμα της αρχαιότερης δυτικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου του 4ου αι. π.Χ., που διατηρήθηκε κατά την κατασκευή του πρώτου ελληνιστικού οικοδομήματος, αφού ανοίχθηκε είσοδος στην αίθουσα των εδωλίων. Μπροστά από την είσοδο βρέθηκε η βάση βωμού και λίγο πιο αριστερά, μπροστά από την πρόσοψη της αίθουσας, αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη κυκλική βάση θόλου, διαμέτρου 2 μέτρων, η οποία θόλος θα χρησίμευε ως μαγειρείο για την παρασκευή τροφής για τη σίτιση των αρχόντων που συνέρχονταν στην αίθουσα του συνεδρίου.

 

Στην ανατολική πλευρά η νέα προσθήκη είχε διαμορφωθεί σε ιωνική στοά, με μια σειρά βάθρων στην πρόσοψη, που εκτείνεται σχεδόν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του ιερού. Το οικοδόμημα Ο-Ο1 καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε ασφαλώς από τους Ρωμαίους, διότι σε όλη την έκταση της βόρειας πτέρυγας Ο1 βρέθηκε στο δάπεδο στρώμα φωτιάς από την πυρπόληση του έτους 167 π.Χ.

 

Αλλά, ενώ η βόρεια πτέρυγα Ο1 δεν ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή αυτή, στο κύριο οικοδόμημα Ο διαπιστώνονται δύο φάσεις ανακατασκευής των τοίχων με μικρά λιθάρια και ασβέστη. Το οικοδόμημα θα έπαψε να λειτουργεί στο β΄ μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βόρεια του Ο1 διατηρούνται σε υψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν λείψανα ρωμαϊκών χρόνων από την πλακόστρωτη ιερά οδό, που οδηγούσε προς την ιερά οικία, και ένα λίθινο ρείθρο που αποχέτευε τα νερά έξω από το χώρο του ιερού.

 

Η γειτνίαση του οικοδομήματος Ο-Ο1 με το Βουλευτήριο, η αίθουσα των συνέδρων, ο τύπος του κτηρίου, που ακολουθεί τον τύπο του σπιτιού με περίστυλη αυλή, μας οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι πρυτάνεις ή σύνεδροι. Σε μία χρηστήρια μολύβδινη επιγραφή του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., οι διαιτοί (κριτές) ρωτούν το Νάιο Δία και τη Διώνη αν πρέπει να διαθέσουν για το πρυτανείο τα χρήματα που έλαβαν από την πόλη. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης. Η παράλειψη όμως του ονόματος είναι ευνόητη, εφόσον πρόκειται για τη Δωδώνη.


 Βουλευτήριο Δωδώνης 

 

Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό-πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων. Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.

 

Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230-220 π.Χ.).

 



Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε. Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών. Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία.

 

Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου. Άλλες δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα λιθάρια. Με την αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου. Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168/148 ως το τέλος του 1ου π.Χ. αι.).

 

Στον 4ο αι. μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός. 


 Αρχαίο στάδιο Δωδώνης

 

Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες.

 

Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα. Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22 σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές. Από τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό.

 

Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.  


Ακρόπολη Δωδώνης 

 

Εκτός από τα μνημεία που βρίσκονταν μέσα στην περίβολο του ιερού του Διός και εκτείνονταν στους πρόποδες του λόφου, αναπτύσσεται στην κορυφή του η ακρόπολη του οικισμού της Δωδώνης. Η κορυφή του λόφου, ύψους 23 μ. περίπου, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4 αι. π.Χ. Η νότια πλευρά παρουσιάζει σε μεγάλη έκταση επισκευές. Η περίμετρός του, 750 μέτρα περίπου, περιέκλεινε εμβαδόν 3,4 εκτάρια, που, σύμφωνα με την οικιστική πυκνότητα της Αρχαίας Ηπείρου, θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμό περίπου 1000 κατοίκων. Ασφαλώς όμως ο πληθυσμός της Δωδώνης ήταν μεγαλύτερος και θα κατοικούσε στη γύρω περιοχή, στις υπώρειες του Τόμαρου και ιδίως της ανατολικής βουνοσειράς, όπως δείχνουν μερικά αρχαία λείψανα κτηρίου, 1 χλμ. ανατολικά του ιερού. Επομένως, το τείχος χρησίμευε πιο πολύ ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη.

 

Κατά διαστήματα το τείχος ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά που ήταν πιο βατές. Τρεις πύργοι υπήρχαν και στη νότια πλευρά. Οι δύο προστάτευαν τη νοτιοδυτική μεγάλη πύλη, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, και ο τρίτος τη μικρή πυλίδα στο μέσο του νότιου τείχους.

 

Στο κατώφλι της νοτιοδυτικής πύλης σώζονται οι ορθογώνιες ορειχάλκινες θήκες, όπου περιστρέφονταν οι ορειχάλκινοι επίσης ολμίσκοι μαζί με τους άξονες της πύλης. Ένας τέτοιος ολμίσκος βρέθηκε επιτόπου και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ιωαννίνων.

 

Η ανατολική πύλη του τείχους, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Έχει πλάτος 3,50 μ., αλλά το άνοιγμα περιορίζεται με τις δύο παραστάδες της θύρας σε 2,50 μ. Στη βάση των παραστάδων διατηρούνται, δεξιά και αριστερά, δύο ορθογώνιοι τόρμοι για τις μεταλλικές θήκες και τους δύο ολμίσκους που περιστρέφονταν μαζί με τους άξονες της πύλης, όπως στο νοτιοδυτικό πυλώνα του κάστρου. Η πύλη ασφαλιζόταν εσωτερικά με μια ισχυρή δοκό, όπως δείχνει ένα βαθύ ορθογώνιο αυλάκι που εισχωρούσε στο νότιο πύργο. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδροστεγές κονίαμα.

 

Η χρονολόγηση του τείχους στον 4ο αι. π.Χ. προκύπτει από το γεγονός ότι ο κάτω ισοδομικός περίβολος του ιερού, που περιέκλεινε τα λατρευτικά οικοδομήματα, είναι αρχαιότερος του βουλευτηρίου και του θεάτρου που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Επειδή ο ισοδομικός περίβολος του ιερού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το τείχος, προκύπτει ότι τούτο είναι σύγχρονο ή αρχαιότερο του περιβόλου και θα ανάγεται επομένως στον 4ο αι. π.Χ., και πιθανότερα στο β΄μισό του αιώνα, λόγω της εξελιγμένης μορφής των πύργων, οι οποίοι στο ισόγειο είναι κενοί και χρησίμευαν για τη διαμονή φρουράς.  

ΥΠΠΟ




Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...