18 Αυγούστου, 2024

Πύλη Λεόντων Μυκηνών

 



Η Πύλη των Λεόντων, το υπέροχο αυτό μεγαλιθικό μνημείο, θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα μνημειώδους γλυπτικής που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών και κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. περίπου. Πήρε το όνομά της από την περίφημη ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών που κοσμούν το κουφιστικό τρίγωνο.

 

Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Παυσανία, η πύλη ήταν ορατή από την αρχαιότητα. Το 1841 την καθάρισε ο Πιττάκης για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1876 ο Σλήμαν διενήργησε συστηματική ανασκαφή. Το 1950 έγιναν μάλιστα και κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.

 

Η είσοδος της πύλης αποτελείται από δύο παραστάδες, το κατώφλι και το υπέρθυρο. Πάνω από το υπέρθυρο υπάρχει το λεγόμενο ανακουφιστικό τρίγωνο το οποίο μεταφέρει το κέντρο βάρους στα πλάγια. Το τρίγωνο αυτό καλύπτεται από τριγωνική πλάκα στην οποία παριστάνεται εραλδική σύνθεση δύο λιονταριών, τα οποία πατούν πάνω σε δύο αμφίκοιλους βωμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει κίονας Μινωικού τύπου.

 

Όσον αφορά στην ερμηνεία του παραπάνω ανάγλυφου, πολλές εκδοχές έχουν προταθεί ως σήμερα. Πιθανότατα πρόκειται για μια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου. Μπορεί ακόμα να συμβολίζει τη δύναμη του βασιλικού οίκου των Μυκηνών. Φέρνοντας στο νου μας και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό έργο αφού σε καμία από τις αρχαίες εισόδους δε βρέθηκε αντίστοιχο ανάγλυφο.

 

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Μυκηναίοι κατορθώνουν να φτιάξουν μια μνημειώδη λιτή ανάγλυφη παράσταση, η οποία εντάσσεται αρμονικά στην επιβλητική αρχιτεκτονική του χώρου. Το μνημείο αυτό με την τέλεια συμμετρία και το νατουραλιστικό του στυλ έχει στόχο να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και να συμβολίσει τη δύναμη και το γόητρο του Μυκηναϊκού ανακτόρου.

 


Ε.Παλαιολόγου,Σ.Αγγελίδου,Β.Μαυροθαλασσίτη–αρχαιολόγοι

 

 

Μυκήνες

 

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.

 

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

 

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

 

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

 

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.

 

 


17 Αυγούστου, 2024

Πλούταρχος:Περί Ἀλεξάνδρου τύχης καί ἀρετῆς,6 329Α-D

 





Καί μήν ἡ πολύ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ τήν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος εἰς ἓν τοῦτο συντείνει κεφάλαιον, ίνα μή κατά πόλεις μηδέ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλά πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καί πολίτας, εἷς δέ βίος ᾖ καί κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης. Τοῦτο Ζήνων μέν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καί πολιτείας ἀνατυπωσάμενος, Ἀλέξανδρος δέ τῷ λόγῳ τό ἔργον παρέσχεν.

 

 Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς μέν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δέ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καί τῶν μέν ὡς φίλων καί οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων πολλῶν καί φυγῶν ἐνέπλησε καί στάσεων ὑπούλων τήν ἡγεμονίαν, ἀλλά κοινός ἥκειν θεόθεν ἁρμοστής καί διαλλακτής τῶν ὅλων νομίζων, οὓς τῷ λόγῳ μή συνῆγε τοῖς ὅπλοις βιαζόμενος καί εἰς ταὐτό συνενεγκών τά πανταχόθεν, ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ μίξας τούς βίους καί τά ἤθη καί τούς γάμους καί τάς διαίτας, πατρίδα μέν τήν οἰκουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας, ἀκρόπολιν δέ καί φρουράν τό στρατόπεδον, συγγενεῖς δέ τούς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δέ τούς πονηρούς· τό δ’ Ἑλληνικόν καί βαρβαρικόν μή χλαμύδι μηδέ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδέ κάνδυι διορίζειν, ἀλλά τό μέν Ἑλληνικόν ἀρετῇ τό δέ βαρβαρικόν κακίᾳ τεκμαίρεσθαι, κοινάς δ’ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καίτραπέζας καί γάμους καί διαίτας, δι’ αἵματος καί τέκνων ἀνακεραννυμένους.



Εκείνη η πολυθαύμαστη Πολιτεία του Ζήνωνα, που ίδρυσε τη Σχολή των Στωικών, αποβλέπει σε έναν κύριο σκοπό:να μην κατοικούμε χωρισμένοι σε πόλεις ούτε σε δήμους, που έχουν ιδιαίτερους κανόνες δικαίου, αλλά να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους συνδημότες και συμπολίτες, και να υπάρχει ένας κοινός τρόπος ζωής και μία τάξη, όπως σε μια αγέλη που βόσκει και τρέφεται μαζί υπό έναν κοινό “νόμο”.

 

Αυτά έγραψε ο Ζήνων, αναπλάθοντάς τα σαν ένα όνειρο ή μια εικόνα του φιλοσόφου για την εύνομη πολιτεία.

 

Αλλά εκείνος που έκανε πράξη τη θεωρία ήταν ο Αλέξανδρος. Γιατί δεν φόρτωσε τη διακυβέρνησή του με πολλούς πολέμους και εξορίες και συνωμοτικές εξεγέρσεις, αντιμετωπίζοντας τους Έλληνες ως ηγέτης και τους βαρβάρους ως δεσπότης, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο Αριστοτέλης, και φροντίζοντας τους πρώτους ως φίλους και συγγενείς και τους δεύτερους ως ζώα ή φυτά. Αλλά, πιστεύοντας ότι είχε αποσταλεί από τον θεό ως κοινός ρυθμιστής και συμφιλιωτής όλων, εξαναγκάζοντας με τα όπλα όσους δεν έπειθε με τον λόγο και συνενώνοντας σε ενιαίο σύνολο τα πάντα, αναμειγνύοντας τους τρόπους ζωής και τα ήθη και τους γάμους και τις συνήθειες, όπως σε μια κούπα φιλίας, πρόσταξε πως πρέπει όλοι να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη, ακρόπολη και φρουρά τους το στρατόπεδο, συγγενείς τούς αγαθούς και ξένους τους τούς φαύλους.

 

Και τον Έλληνα ή τον βάρβαρο να μην τον καθορίζει η χλαμύδα ή η ασπίδα, ούτε το περσικό ξίφος ή ο μανδύας, αλλά να συμπεραίνουν ότι κάποιος είναι Έλληνας από την αρετή του και βάρβαρος από την κακία του. και να θεωρούν κοινά τα ενδύματα και τα φαγητά και τους γάμους και τις συνήθειες, καθώς θα έχουν αναμειχθεί με δεσμούς αίματος και με κοινά παιδιά.


15 Αυγούστου, 2024

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης:Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου

 


Μία τῶν γλυκυτέρων καί συμπαθεστέρων ἑορτῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι καί ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἣν σήμερον ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία. Εὐθύς ἀπό τῶν πρώτων μ.Χ. αἰώνων ἔξοχος ὑπῆρξεν ἡ τιμή καί εὐλάβεια, ἣν ἀπένεμον οἱ χριστιανοί πρός τήν Παρθένον Μαρίαν. Ἀλλ᾿ ἡ σημερινή ἑορτή εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχήν μνήμη τῆς Θεοτόκου, ἅτε τήν Κοίμησιν αὐτῆς ὑπόθεσιν ἔχουσα.

 

Ἡ Κοίμησις αὕτη συνέβη, κατά τήν εὐσεβῆ παράδοσιν, τῇ 15 Αὐγούστου, ἀλλά προϊόντος τοῦ χρόνου, σύν τῇ καλλιεργείᾳ καί ἀναπτύξει τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος, ἐτάχθη ἡ προηγουμένη τῆς ἡμέρας ταύτης δεκατετραήμερος ἐγκράτεια, πρός τιμήν τῆς ὑπεράγνου Θεομήτορος καί αὐτή γινομένη. Ἀγομένης τῆς νηστείας ταύτης, ψάλλονται ἐν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς ἐναλλάξ καθ᾿ ἑκάστην οἱ δύο μελῳδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, ἡ Μεγάλη λεγομένη παράκλησις καί ἡ Μικρά. Καί αὕτη μέν ἐπιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχοῦ, οἱ δέ Θεοφάνους», καί πιθανώτατον, ὅτι εἶναι τοῦ Θεοφάνους μᾶλλον, διότι πράγματι φαίνεται ἔργον δοκιμωτάτου ποιητοῦ, ἡ δέ Μεγάλη παράκλησις εἶναι ποίημα τοῦ βασιλέως Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λασκάρεως. Ἐξόριστος ἀπό τῆς Βασιλευούσης, ἁλωθείσης ὑπό τῶν Λατίνων, ὁ ἀτυχής ἐκεῖνος βασιλεύς, εὐγλώττως ἐκχέει τά παράπονά του πρός τήν μόνην πολιοῦχον αὐτῆς καί προστάτιδα: «Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνή; ποῦ προσδράμω λοιπόν καί σωθήσομαι; ποῦ πορευθῶ;. . . εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι, καί ἐπί σέ θαρρῶν κατέφυγον».

 

Περί τό τέλος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος ψάλλονται καί τά κατανυκτικώτατα ἐκεῖνα Ἐξαποστειλάρια. Τό πρῶτον, ὡς ἐκ μέρους τῆς Θεοτόκου, ἀρχαιοπρεπές καί ἀπέριττον, ἔχει ὧδε: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα, καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεῦμα». Τό τρίτον, ἱκεσία ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, εἶναι περιπαθέστατον: «Καί σέ μεσίτριαν ἔχω, πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τάς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων, παρακαλῶ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει». Πρός τό τροπάριον τοῦτο συνδέεται εὐσεβής τις δοξασία ἀπό στόματος εἰς στόμα φερομένη καί ἀσπαστή παρ᾿ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς, ὅτι, κατά τήν τελευταίαν Κρίσιν, καί πρό τῆς φρικτῆς ἀποφάσεως τοῦ ἀδεκάστου δικαστοῦ, ἡ εὔσπλαγχνος Μήτηρ καί Παρθένος θ᾿ ἀνατείνῃ τὸ τελευταῖον χεῖρας ἱκέτιδας πρός τόν Υἱόν της καί Κύριον, ἐπικαλουμένη τήν συγκατάβασιν αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν.

 

Μετά τήν δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν καί νηστείαν, ἄρχεται ἡ ἑορτή, καί μετ᾿ αὐτήν τά μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι τῆς 23 τοῦ μηνός, καθ᾿ ἣν τελεῖται ἡ ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς, ἡ ἄλλως λεγομένη καὶ Μετάστασις τῆς Θεοτόκου. Ἀλλά καί ὅλος ὁ Αὔγουστος μήν θεωρεῖται ἀφιερωμένος εἰς τήν Θεομήτορα, ἐν τῷ ἱερῷ δέ Ἄθῳ, τῇ ἀκροπόλει ταύτῃ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἐδέχθη μετά  τήν πτῶσιν τῆς Βασιλευούσης ὅσα κειμήλια καί θησαυρούς δέν περιεσύλησαν οἱ ἀλλόφυλοι, καί ὅπου περιεσώθη πρός τοῖς ἄλλοις καί ἡ πρός τήν Θεοτόκον ἰδιάζουσα τιμή καί τό προνόμιον τοῦ ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῆς σεμνύνεσθαι, τά μεθέορτα ἐξακολουθοῦσι καί μετά τήν 23 τοῦ μηνός. Χάριν δέ περιεργείας δύναται νά σημειωθῇ καί ἡ σύμπτωσις, ὅτι ὁ Αὔγουστος ἀστρονομικῶς ἀνήκει εἰς τό ζῴδιον, τό λεγόμενον τῆς Παρθένου.

 

Κατ᾿ αὐτήν τήν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τά ᾄσματα καί οἱ ὕμνοι εἶναι ἐκ τῶν καλλίστων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι ὑψηλόν καί ὡραῖον ἔγραψέ ποτε ὁ Κοσμᾶς καί ὁ Δαμασκηνός Ἰωάννης, οἱ δύο μέγιστοι τῆς Ἐκκλησίας μελοποιοί, τονίζεται τήν ἡμέραν ταύτην ἐπ᾿ ἐκκλησίας, καί ἡ ἀκολουθία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἁμιλλᾶται πρός τάς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τῶν Χριστουγέννων. Λυρικώτατος εἶναι ὁ ἔνθεος Κανών τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ, τό «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ», εἰς ἦχον α´ ᾀδόμενος, πανηγυρικώτατος δέ ὁ τοῦ θείου Δαμασκηνοῦ, πρός τό «Ἀνοίξω τό στόμα μου», εἰς δ´ ἦχον. Ὁ εἱρμός τῆς α´ ᾠδῆς τοῦ α´ ἤχου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερά καί εὐκλεής Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, πρός εὐφροσύνην τούς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ μετά χορῶν καί τυμπάνων, τῷ σῷ ᾄδοντας Μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται».

 

Τό α´ τροπάριον τῆς αὐτῆς ᾠδῆς λέγει:

 

«Ἀμφεπονεῖτο ἀΰλων τάξις, οὐρανοβάμων ἐν Σιών τό θεῖον σῶμά σου· ἄφνω δέ συρρεύσασα, τῶν Ἀποστόλων ἡ πληθύς, ἐκ περάτων Θεοτόκε, σοί παρέστησαν ἄρδην, μεθ᾿ ὧν Ἄχραντε, σοῦ τήν σεπτήν, Παρθένε, μνήμην δοξάζομεν».

 

Καί τό β´ τροπάριον:

 

«Νικητικά μέν βραβεῖα ἤρω, κατά τῆς φύσεως Ἁγνή, Θεόν κυήσασα· ὅμως μιμουμένη δέ, τόν ποιητήν σου καί Υἱόν, ὑπέρ φύσιν ὑποκύπτεις, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις· διό θνῄσκουσα, σύν τῷ Υἱῷ, ἐγείρῃ διαιωνίζουσα».

Ἀξιοσημείωτα εἶναι τά δύο τροπάρια τῆς ε´ ᾠδῆς τοῦ δ´ ἤχου, πρός τό «Ἐξέστη τά σύμπαντα»:

 

«Κροτείτωσαν σάλπιγγες, τῶν θεολόγων σήμερον, γλῶσσα δέ πολύφθογγος ἀνθρώπων, νῦν εὐφημείτω, περιηχείτω ἀήρ, ἀπείρῳ λαμπόμενος φωτί, ἄγγελοι ὑμνείτωσαν, τῆς Παρθένου τήν κοίμησιν».

 

«Τό Σκεῦος διέπρεπε, τῆς ἐκλογῆς τοῖς ὕμνοις σου, ὅλος ἐξιστάμενος Παρθένε, ἔκδημος ὅλος, ἱερωμένος Θεῷ, τοῖς πᾶσι θεόληπτος καί ὤν, ὄντως καί δεικνύμενος, Θεοτόκε πανύμνητε».

 

Ὁ εἱρμός τῆς ζ´ ᾠδῆς τοῦ α´ ἤχου, ἐν ᾧ μνημονεύεται κατά  χρέος ἡ ἱστορία τῶν Τριῶν Παίδων, ἔχει ὡς ἕπεται:

 

«Ἰταμῷ θυμῷ τε καί πυρί, θεῖος ἔρως ἀντιταττόμενος, τό μέν πῦρ ἐδρόσιζε, τῷ θυμῷ δέ ἐγέλα, θεοπνεύστῳ λογικῇ, τῇ τῶν ὁσίων τριφθόγγῳ λύρᾳ ἀντιφθεγγόμενος, μουσικοῖς ὀργάνοις ἐν μέσῳ φλογός· ὁ δεδοξασμένος, τῶν πατέρων καί ἡμῶν, Θεός εὐλογητός εἶ».

 

Τό ἑπόμενον τῷ εἱρμῷ τούτῳ τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν, ἢ μᾶλλον ἀντίθεσιν, ἀφορμήν λαβοῦσαν ἐκ τῆς συντρίψεως τῶν πλακῶν τῆς Διαθήκης ὑπό τοῦ Μωυσέως:

 

«Θεοπνεύστους πλάκας Μωσῆς, γεγραμμένας τῷ θείῳ Πνεύματι, ἐν θυμῷ συνέτριψεν, ἀλλ᾿ ὁ τούτου Δεσπότης, τήν τεκοῦσαν ἀσινῆ, τοῖς οὐρανίοις φυλάξας δόμοις, νῦν εἰσῳκίσατο· σύν αὐτῇ σκιρτῶντες, βοῶμεν Χριστῷ ὁ δεδοξασμένος, τῶν πατέρων καί ἡμῶν, Θεός εὐλογητός εἶ».

Ἀλλ᾿ ἡ χρυσῆ κορωνίς καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ Κανόνος, εἶναι ἡ ὡραιοτάτη ἐκείνη Καταβασία τῆς θ´ ᾠδῆς, μετά τοῦ Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη καὶ ἐν τῇ Λειτουργίᾳ: «Αἱ γενεαί πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τήν μόνην Θεοτόκον. «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοί Παρθένε ἄχραντε, παρθενεύει γάρ τόκος, καί ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος· ἡ μετά τόκον Παρθένος, καί μετά θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομίαν σου».

 

(1887)

 

Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν  


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...