Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Μαρτίου, 2024

Αναβάθμιση υποδομών στον αρχαιολογικό χώρο Ολύνθου

 

Ψηφιδωτό δάπεδο στην Αρχαία Όλυνθο 


Στην αναβάθμιση του αρχαιολογικού χώρου της Ολύνθου σε επίπεδο φωτισμού, αλλά και υποδομών ασφάλειας προχωρά το Υπουργείο Πολιτισμού με σκοπό την ασφαλή κίνηση επισκεπτών και θεατών στην ιπποδάμεια αρχαία πόλη, χώρο που συμμετέχει ετησίως στις εκδηλώσεις του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός».

 

Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Τα έργα αναβάθμισης στον αρχαιολογικό χώρο της Ολύνθου εντάσσονται στο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού για τη βελτίωση χώρων και υποδομών, με σκοπό τη φιλοξενία εκδηλώσεων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, στη Χαλκιδική. Το έργο έχει συνολικό προϋπολογισμό 1.091.612 ευρώ και χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και περιλαμβάνει επεμβάσεις για τη βελτίωση της προσβασιμότητας προς τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και επεμβάσεις για τον φωτισμό και την ασφάλεια.



 Από το 1990, που ξεκίνησε η αναστήλωση των μνημείων και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ολύνθου μέχρι σήμερα, έχουν αποκατασταθεί αρκετά οικοδομικά τετράγωνα και τρία δημόσια κτήρια της κλασικής πόλης, αποδίδοντας στο κοινό έναν διαμορφωμένο αρχαιολογικό χώρο, με μεγάλη επισκεψιμότητα. Με τη βελτίωση των υποδομών αναβαθμίζουμε αισθητικά και λειτουργικά τον μοναδικό αυτόν αρχαιολογικό χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας, που φιλοξενεί ποικίλες εκδηλώσεις κατά τους θερινούς μήνες. Αποτελεί πολιτική μας ο εμπλουτισμός, η αναζωογόνηση και η αξιοποίηση του πολιτιστικού αποθέματος, με την όσμωση δράσεων σύγχρονης πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, στοχεύοντας στην ανάδειξη και αξιοποίηση του συνόλου του πολιτιστικού κεφαλαίου της πατρίδας μας».



 

H μελέτη φωτισμού έχει σκοπό την ασφαλή κίνηση των επισκεπτών, την ανάδειξη των εξωτερικών διαδρομών, της κεντρικής πλατείας και της φύτευσης. Προβλέπεται γενικός φωτισμός διαδρομών και οδού προς το Μουσείο του αρχαιολογικού χώρου και φωτισμός σε διαμορφώσεις πρασίνου και κήπου. Η μελέτη συστημάτων ασφαλείας περιλαμβάνει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για  την προστασία από πυρκαγιά με τοποθέτηση δικτύου καμερών, οι οποίες θα λειτουργούν μέσω ασύρματου τηλεπικοινωνιακού συστήματος, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος και η λειτουργία τους σε πραγματικό χρόνο από οπουδήποτε και από εξουσιοδοτημένο χρήστη μέσω κωδικού ασφαλείας. 



Προβλέπεται δυνατότητα ηχητικής ενημέρωσης και παροχής οδηγιών προς τους επισκέπτες, αλλά και η τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων για την καθοδήγηση των επισκεπτών.

 

Η αρχαία πόλη της Ολύνθου ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα μέσα του 7 ου αι. π.Χ. από τους Βοττιαίους και το 479 π.Χ. καταστράφηκε από τους Πέρσες. Το 432 π.Χ. ο Βασιλιάς των Μακεδόνων Περδίκκας Β΄ έπεισε τους κατοίκους πολλών παραθαλάσσιων πόλεων της Χαλκιδικής να συνοικισθούν στην Όλυνθο, η οποία αποτέλεσε την πολυανθρωπότερη και πλουσιότερη πόλη της περιοχής. Κατείχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα της Χαλκιδικής έως το 348 π.Χ., οπότε καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον Φίλιππο Β΄. Η πόλη είναι κτισμένη πάνω στο βόρειο λόφο σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα. 



Κατά την ανασκαφική έρευνα (1928-1938) από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, ερευνήθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης και ήλθε στο φως ένα από τα καλύτερα δείγματα πολεοδομικού σχεδιασμού και οικιστικής αρχιτεκτονικής (περισσότερες από 100 κατοικίες) από την κλασική εποχή. Στο νότιο τμήμα του λόφου εντοπίστηκαν κτήρια δημόσιου χαρακτήρα. Στο νοτιοανατολικό τμήμα, έξω από τα τείχη της πόλης εντοπίστηκε ο νεότερος τομέας της, κτισμένος μετά το 379 π.Χ., επίσης με το ιπποδάμειο σύστημα, όπου βρέθηκαν πλούσιες κατοικίες με συμβατικές ονομασίες όπως Έπαυλη της Αγαθής Τύχης, του Ηθοποιού, των Δίδυμων Ερώτων, κοσμημένες με εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα.


27 Ιανουαρίου, 2024

Η χρυσή λάρνακα της Μήδας

 


Η χρυσή λάρνακα της Μήδας

© Υπουργείο Πολιτισμού

Η χρυσή λάρνακα που λίγο υπολείπεται σε μέγεθος από εκείνη του Φιλίππου περιείχε το χρυσό διάδημα και τα καμένα οστά μιας νεαρής γυναίκας 22-23 χρονών, προφανώς συζύγου του νεκρού βασιλιά. Αφού, όπως δείχνει η μελέτη της κατασκευαστικής δομής του τάφου, ο προθάλαμος ολοκληρώθηκε μαζί με το θάλαμο και αφού το μνημείο έκλεισε και δεν ξανάνοιξε ποτέ, είναι προφανές ότι και οι δύο νεκροί θάφτηκαν μαζί. Αυτό αποκλείει την ταύτιση της νεκρής του προθαλάμου με την τελευταία σύζυγο του Φιλίππου Β΄ την ανιψιά του Αττάλου, την Κλεοπάτρα που θα πρέπει να σκοτώθηκε κάπως αργότερα, μετά την εκτέλεση του ισχυρού συγγενή της.


Απομένει η Μήδα, η θυγατέρα του βασιλιά των Γετών Κοθήλα, η Θράκισσα πριγκίπισσα που ο Φίλιππος παντρεύτηκε, όταν γύριζε από την εκστρατεία στη Σκυθία, το 339 π.Χ. και την ώρα του θανάτου της θα ήταν 20-25 χρόνων. Υπακούοντας στο έθιμο της φυλής της που, όπως καταγράφει ο Ηρόδοτος, όριζε οι γυναίκες των επιφανών να συνοδεύουν τους συζύγους τους στον θάνατο, η νεαρή ξένη φαίνεται πως αυτοκτόνησε, όταν δολοφονήθηκε ο βασιλιάς. Ακολουθώντας τον άντρα και κύριό της στις φλόγες της νεκρικής πυράς και στον τάφο, συντρόφισσα για πάντα της κλίνης του βασιλιά στον Άδη, έγινε για τους Μακεδόνες, που οπωσδήποτε δεν ήταν εξοικειωμένοι με τέτοια δείγματα αφοσίωσης, μια νέα Άλκηστη, πρότυπο συζυγικής αρετής και πίστης.

Μεγάλο δωδεκάκτινο αστέρι κοσμεί το καπάκι της λάρνακας

Αυτός φαίνεται να είναι ο λόγος που ο Αλέξανδρος, ο νέος βασιλιάς, την τίμησε τόσο πολύ, δίνοντάς της στο ταξίδι χωρίς γυρισμό δώρα αμύθητης αξίας. 

 

Συντάκτης

Αγγελική  Κοτταρίδη


22 Ιανουαρίου, 2024

Η χρυσελεφάντινη κλίνη του Αλεξάνδρου Δ΄

 

 Ο νεαρός σάτυρος οδηγεί παίζοντας το σουραύλι του το θεϊκό ζευγάρι του Διονύσου με τη σύντροφό του  


Τοποθετημένη στο θάλαμο του τάφου μπροστά από το λίθινο βάθρο με την τεφροδόχο η κλίνη αυτή έμοιαζε αρκετά με εκείνες του Φιλίππου, μολονότι η διακόσμησή της που περιοριζόταν στην εμπρός πλευρά ήταν λιγότερο πλούσια.

 

Ανάγλυφο γενειοφόρου με ανατολίτικη φορεσιά  

Στις βαθιές ζωφόρους δεν υπάρχουν πολυπρόσωπες παραστάσεις αλλά το τυπικό θέμα του διασπαραγμού με γρύπες και άλλα αγρίμια που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπλασή τους. Μια καινοτομία είναι η παρουσία ανάμεσα στις έλικες των επικράνων ανάγλυφων γενειοφόρων μορφών με την ανατολίτικη φορεσιά και τον φρυγικό σκούφο, που ίσως ταυτίζονται με τον θεό Σαβάζιο, μια θρακική παραλλαγή του Διόνυσου.

 

Ανάγλυφες μορφές γενειοφόρων διακοσμούσαν τα επίκρανα  

Ωστόσο το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η παράσταση που αναπτυσσόταν στην στενή ζωφόρο στην επάνω τραβέρσα της κλίνης. Εδώ σε ένα εξαιρετικά κομψό ελεφαντοστέϊνο ανάγλυφο, ένα αληθινό μικροσκοπικό αριστούργημα στο οποίο αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η αβρότητα και η εκλέπτυνση της τέχνης των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, εμφανίζεται χαμογελαστός και χρυσοστεφανωμένος ο Διόνυσος, γενειοφόρος, με τη δάδα στο ένα χέρι, αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γοητευτική συντρόφισσά του από τον ώμο με το άλλο, να προχωρεί στο γλέντι. Ένας νεαρός σάτυρος οδηγεί το θεϊκό ζευγάρι παίζοντας το σουραύλι του, ενώ σάτυροι και μαινάδες στροβιλίζονται εκστατικοί σε έναν τόπο ιερό που τον ορίζουν χορηγικοί τρίποδες.

 

Το ελεφαντοστέινο ανάγλυφο του νεαρού σατύρου  

Δυστυχώς οι περισσότερες μορφές χάθηκαν και αυτές που σώζονται είναι πολύ διαβρωμένες ωστόσο στο σύμπλεγμα του Διόνυσου που σαν από θαύμα μας σώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απαράμιλλη ποιότητα και την εκπληκτική ακρίβεια της επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό της προσοχής που δόθηκε και στην τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και του επιπέδου τελειότητας στο οποίο είχε φτάσει η τεχνική της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου στα χρόνια αυτά είναι το γεγονός ότι ο λιλιπούτειος αυλός που έχει πάχος μόλις ένα χιλιοστό ήταν διάτρητος. 


Ο χρυσοστεφανωμένος Διόνυσος αγκαλιάζει τη σύντροφό του προχωρώντας προς το γλέντι.  


Χρονολόγηση:   310 π.Χ.

    Τόπος Εύρεσης: τάφος του Αλεξάνδρου Δ', Αιγές

   Υλικό: Χρυσός, Ελεφαντοστό  


 ©  Υπουργείο Πολιτισμού 


21 Ιανουαρίου, 2024

Take a look inside the newly reopened Ancient Greek palace where Alexander the Great was crowned

 




It was the largest building of classical Greece: the palace where Alexander the Great was proclaimed king before he launched a conquest that took him as far as modern-day Afghanistan.

 

The historic Palace of Aigai, built more than 2,300 years ago and once stood as the epicentre of the Ancient Greek world, has just reopened to the public following a 16-year makeover.

 

 




The renovation, with a total cost exceeding €20 million, aims to restore and revive the historical significance of the ancient palace where Alexander the Great was crowned King of Macedonia.

 

Constructed during the rule of Phillip II, Alexander's father who transformed the kingdom of Macedonia into a dominant military power of ancient Greece, the palace served as its royal capital. 

 

Boasting lavish column-rimmed courtyards, places of worship, and spacious banquet halls adorned with patterned marble and intricate mosaics, the palace covered a ground area of 15,000 square metres, just slightly smaller than the U.S. Capitol building.

 

Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis attended an inauguration event at the site. 


euro.news.culture

18 Ιανουαρίου, 2024

Νυμφαίο - Σχολή Αριστοτέλους

 


Στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας  Μίεζας εντάσσεται και ο αρχαιολογικός χώρος του Νυμφαίου που βρίσκεται στη θέση Ισβόρια, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από το χωριό Κοπανός προς την επαρχία της Νάουσας του Νομού Ημαθίας. Πρόκειται για ένα φυσικό τοπίο που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με την ομορφιά του. Ο χώρος αυτός έχει ταυτιστεί με τη Σχολή του Αριστοτέλους. Εδώ, ο μελλοντικός βασιλιάς της  Μακεδονίας μαζί με έναν εκλεκτό κύκλο μαθητών από γόνους ευγενών μακεδονικών οικογενειών μυήθηκε στη φιλοσοφία και στην ποίηση, στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Ο Μέγας Αλέξανδρος παρέμεινε στη Σχολή μέχρι το 340 π.Χ., οπότε επέστρεψε στην Πέλλα για να ασκήσει καθήκοντα αντιβασιλέα, κατά την απουσία του πατέρα του.

 

Η επίδραση της αριστοτελικής σκέψης στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού διαδόχου, αλλά και στη φιλοσοφία ζωής που είχε ο μετέπειτα κοσμοκράτορας για την ηθική και την πολιτική, γνωρίζουμε πως στάθηκε καθοριστική. Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα λειτουργίας της Σχολής, τρία μόλις χρόνια, η συνύπαρξη στο χώρο αυτό του Αριστοτέλη, μιας από τις μεγαλύτερες σε παγκόσμιο επίπεδο πνευματικές φυσιογνωμίες, και του Αλέξανδρου, της γοητευτικότερης ίσως προσωπικότητας του αρχαίου κόσμου, αναδεικνύει τη Σχολή Αριστοτέλους ως ένα ιστορικό τόπο με παγκόσμια ακτινοβολία.

 

Οι αρχαίοι συγγραφείς Πλούταρχος (Αλέξ. 7) και Πλίνιος (Nat. Hist. XXXI,30) αναφέρονται στα κείμενα τους στη Σχολή του μεγάλου φιλοσόφου, που προσκλήθηκε από το Φίλιππο Β΄ να αναλάβει την αγωγή του δεκατριάχρονου τότε γιου του, Αλέξανδρου (343/2 π.Χ.).

 

Ο Πλούταρχος, περιγράφοντας στο Βίο του Αλεξάνδρου το χώρο που επιλέχτηκε για την ίδρυση της βασιλικής Σχολής, αναφέρει το ''περί Μίεζαν Νυμφαίο'', δηλαδή το Νυμφαίο κοντά στη Μίεζα, με τους υπόσκιους περιπάτους και τις λίθινες έδρες, που σώζονταν ακόμη στην εποχή του και επισημαίνει μάλιστα ότι επιδεικνυόταν ως αξιοθέατο.

 

Ο χώρος είχε γίνει γνωστός στην έρευνα από το Γάλλο περιηγητή  Delacoulonce στα μέσα του 19ου αι. αλλά το 1965 καθαρίστηκε για πρώτη φορά από τη βλάστηση και ένα τμήμα του ανασκάφτηκε τα επόμενα χρόνια από το Φώτη Πέτσα, ο οποίος, συνδυάζοντας εύστοχα τις γραπτές πηγές, τις τοπογραφικές παρατηρήσεις και τα ανασκαφικά δεδομένα, ταύτισε τη θέση με τη Σχολή του Αριστοτέλους.

 

Συντάκτης

Ε. Ψαρρά, Αρχαιολόγος


22 Νοεμβρίου, 2023

Αμφιάρειο στον Ωρωπό


 



Το Αμφιάρειο του Ωρωπού βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα νοτιοδυτικά της σκάλας Ωρωπού, το Μαυροδήλεσι, που τη διασχίζει ένα ξερό ποτάμι το οποίο οι αρχαίοι ονόμαζαν Χαράδρα. Το Αμφιάρειο ήταν το μεγαλύτερο στην αρχαία Ελλάδα ιερό του χθόνιου θεού και ήρωα του Άργους Αμφιαράου. Σε όλη την περίοδο της λειτουργίας του ήταν το εθνικό ιερό του Ωρωπού, μιας από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Το Αμφιάρειο ιδρύθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. όταν ο Ωρωπός ήταν στα χέρια των Αθηναίων. Ο Αμφιάραος ανήκε στις θεότητες του κάτω κόσμου. Η ευτυχέστερη ίσως περίοδος της ιστορίας του Αμφιαρείου ήταν ο 3ος αιώνας π.Χ. και το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. (ως το 146 π.Χ.), οπότε ο Ωρωπός ήταν μέλος του Κοινού των Βοιωτών.

 

Ως λιμάνι με ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της επικοινωνίας του με την Εύβοια ο Ώρωπός υπήρξε αιτία διαμάχης ανάμεσα στους Βοιωτούς και τους Αθηναίους. Κατοίκηση στον Ωρωπό διαπιστώνεται από τη μεσοελλαδική εποχή στη θέση Νέα Παλάτια. Κεραμικά λείψανα της μεσοελλαδικής, της μυκηναϊκής, της πρωτογεωμετρικής, της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού. Μέχρι και το τέλος της αρχαϊκής εποχής η πόλη πρέπει να βρισκόταν υπό την επίδραση αν όχι κατοχή της Ερέτριας.

 

Γύρω στο 506 π.Χ. μετά τη νικηφόρα εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Βοιωτών ή λίγο αργότερα μετά τα μηδικά, ο Ωρωπός περιήλθε στην κατοχή της Αθήνας. Από κάποιο λόγο του ρήτορα Λυσία μαρτυρείται πως ο Αθηναίος Πολύστρατος ήταν διοικητής του Ωρωπού πριν από το 411 π.Χ. Οι κάτοχοι της πόλης εναλάσσονται για μεγάλο διάστημα ενώ μετά το 367/366 π.Χ. περίπου και για αρκετά χρόνια φαίνεται ότι απέκτησε την αυτονομία της.

 

Μεγάλο γεγονός για την πόλη υπήρξε η ίδρυση του Αμφιαρείου στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και ως το 338 π.Χ. (μάχη Χαιρώνειας) το Αμφιάρειο οργανώνεται και η φήμη του απλώνεται στην Ελλάδα. Κτίζονται σε αυτό κτήρια και στήνονται αγάλματα.Το ιερό φαίνεται να λειτουργεί με βάση σταθερό κανονισμό. Σύμφωνα με έναν κατάλογο με ονόματα νικητών εκείνης της εποχής κάθε χρόνο διοργανώνονταν αγώνες τα Αμφιάρεια τα Μικρά και κάθε πέμπτο χρόνο τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα. Τα Αμφιάρεια τα Μεγάλα περιλάμβαναν μουσικούς, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος αθλητές λόγιοι και ηθοποιοί από όλη την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Μικρά Ασία.

 

Από το 338 π.Χ. ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μεσολαβεί περίοδος διαφόρων μεταβολών. Ο Φίλιππος της Μακεδονίας ή ο γιος του Αλέξανδρος παραχωρεί τον Ωρωπό στους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι αναδιοργανώνουν τις γιορτές και τους αγώνες του ιερού, προσφέρουν αφιερώματα στον Αμφιάριο και κατασκευάζουν κτήρια. Το 313 π.Χ τον Ωρωπό κυριεύει ο στρατηγός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου Πτολεμαίος. Το 287 π.Χ. ο Ωρωπός γίνεται μέλος του Κοινού των Βοιωτών και επακολουθεί άνθηση του Αμφιαρείου που διαρκεί ως το 146 π.Χ. Στο ιερό του προσέρχονται τώρα πλήθη ανθρώπων απ' όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Πολλές είναι και οι δωρεές και οι ευεργεσίες που δέχεται το ιερό. Τα λιμάνια του κράτους -Σκάλα και Δελφίνιο όπως ονομάζονται σήμερα - όπου αποβιβάζονταν οι προσκυνητές του ιερού συνέβαλλαν στη αύξηση των εσόδων του Ωρωπού. Μεγάλοι μονάρχες της Ανατολής όπως ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ ευνοούν υλικά την μικρή πόλη - κράτος.

 

Κατά την Ρωμαιοκρατία (από το 146 π.Χ.) ο Ωρωπός είναι "αυτόνομος". Άνθηση του ιερού κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. οφείλεται στην ευεργεσία του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. στα χρόνια του Αυγούστου ο Ωρωπός γίνεται πλέον οριστικά κτήση της Αθήνας. Αναθηματικές επιγραφές των πρώτων χριστιανικών χρόνων που βρέθηκαν στο Αμφιάρειο μας πληροφορούν ότι οι Αθηναίοι προσφέρουν αφιερώματα στον τιμώμενο θεό του ιερού. Η λατρεία του Αμφιαράου έσβησε με την επικράτηση του Χριστιανισμού.

 

Οι νεότεροι περιηγητές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το ιερό. Ο Leake, γνώστης του αρχαίου κόσμου έδωσε σωστές πληροφορίες για το Ιερό του Αμφιαρείου. Κατά το 19ο αι. και άλλοι περιηγητές ενδιαφέρθηκαν για την ανακάλυψη και τη μελέτη του ιερού.

 

Το 1884 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του ιερού από την Αρχαιολογική Εταιρεία με τον Βασίλειο Λεονάρδο. Η ανασκαφή διήρκησε με διαλείμματα ως το 1929 και αποκάλυψε τα ερείπια μνημείων στο Μαυροδήλεσι και πολλές επιγραφές που είναι πολύτιμες για τις πληροφορίες που περιέχουν.

 

Συντάκτης

Πηνελόπη Αγαλλοπούλου, αρχαιολόγος





08 Νοεμβρίου, 2023

Ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακαλύπτει τον τάφο του Φιλίππου Β’

 

Συνέντευξη τύπου του Μανόλη Ανδρόνικου στο  κεντρικό αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Α.Π.Θ.,24/11/1977 


Συμπληρώνονται σήμερα 46 χρόνια από την σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη του αρχαιολόγου και καθηγητή του Α.Π.Θ. Μανόλη Ανδρόνικου στη Βεργίνα. Ειδικότερα, στις 8 Νοεμβρίου 1977 ήρθε στο φως ο τάφος του Φιλίππου Β' στη Βεργίνα. Στον τάφο αυτό ανακαλύφθηκαν μοναδικά ευρήματα, όπως όπλα, χάλκινα σκεύη, η χρυσή λάρνακα με τον ήλιο της Βεργίνας, το χρυσό στεφάνι μυρτιάς, κ.ά. Η συστηματική μελέτη αυτών των ευρημάτων έκαναν τον Ανδρόνικο να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο τάφος αυτός ανήκει στο Βασιλιά Φίλιππο Β' της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το αστέρι με τις δεκαέξι ακτίνες στο κάλυμμα της λάρνακας 


Η ανασκαφή αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες στη Βόρειο Ελλάδα μιας και ανανέωσε το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για την αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας, έφερε στο φως πληθώρα νέων και σημαντικών ευρημάτων και συνέβαλε στην αλματώδη τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Η έρευνα στην περιοχή συνεχίζεται ως σήμερα από την συνεργάτιδα του Ανδρόνικου, Αγγελική Κοτταρίδη η οποία με την ομάδα της συνέβαλε στην αποκατάσταση του ανακτόρου και τη δημιουργία του νέου Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών.

Σχεδιάγραμμα της ανασκαφής και των ευρημάτων  


Το Αρχείο της ΕΡΤ παρουσιάζει ένα μοναδικό επεισόδιο-ντοκουμέντο από την εκπομπή ''Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα'' παραγωγής 1980, με τίτλο ''Ο Ανδρόνικος στη Βεργίνα'', σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή. Στο παρακάτω απόσπασμα, ο σπουδαίος αρχαιολόγος ξεναγεί τους συντελεστές της εκπομπής στο εργαστήριο συντήρησης των ευρημάτων και προβάλλει για πρώτη φορά σημαντικά αρχαιολογικά τεκμήρια -όπως ασπίδες- στην τηλεόραση. Αμέσως μετά, γίνεται λόγος για τη δουλειά των τεχνιτών στο βασιλικό τάφο και αναδεικνύεται η σημασία της συντήρησης των αρχαιολογικών ευρημάτων.


Δείτε ολόκληρο το αφιέρωμα ”Ο Ανδρόνικος στη Βεργίνα”  εδώ




👉 Μανόλης Ανδρόνικος 


29 Οκτωβρίου, 2023

Ακρόπολη Αθηνών - Acropolis of Athens

 



Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, το ''χρυσό αιώνα'' του Περικλή.

 

Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως ''κυκλώπειο'', σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.

 

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.

 

Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία. Ο βράχος της Ακρόπολης αποτελούσε το φρούριο της πόλης. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456), τα Προπύλαια μετατράπηκαν σε ανάκτορο των Φράγκων ηγεμόνων, ενώ στην Τουρκοκρατία (1456-1833) η Ακρόπολη και πάλι έγινε το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος. Το 1687, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού πολέμου, ο λόφος πολιορκήθηκε από τον Φ. Μοροζίνι και στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η επόμενη σοβαρή καταστροφή στα μνημεία σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1801-1802, με τη διαρπαγή του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν και την αφαίρεση γλυπτών από το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ακρόπολη πέρασε οριστικά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίσθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.

 

Μετά την απελευθέρωση, τα μνημεία της Ακρόπολης τέθηκαν υπό τη μέριμνα του νέου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ανασκαφές στο βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1835 και 1837. Η μεγάλη συστηματική ανασκαφή της Ακρόπολης διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

Συντάκτης

Ιωάννα Βενιέρη, αρχαιολόγος



The greatest and finest sanctuary of ancient Athens, dedicated primarily to its patron, the goddess Athena, dominates the centre of the modern city from the rocky crag known as the Acropolis. The most celebrated myths of ancient Athens, its greatest religious festivals, earliest cults and several decisive events in the city's history are all connected to this sacred precinct. The monuments of the Acropolis stand in harmony with their natural setting. These unique masterpieces of ancient architecture combine different orders and styles of Classical art in a most innovative manner and have influenced art and culture for many centuries. The Acropolis of the fifth century BC is the most accurate reflection of the splendour, power and wealth of Athens at its greatest peak, the golden age of Perikles.

 

Pottery sherds of the Neolithic period (4000/3500-3000 BC) and, from near the Erechtheion, of the Early and Middle Bronze Age, show that the hill was inhabited from a very early period. A fortification wall was built around it in the thirteenth century BC and the citadel became the centre of a Mycenaean kingdom. This early fortification is partially preserved among the later monuments and its history can be traced fairly accurately. The Acropolis became a sacred precinct in the eighth century BC with the establishment of the cult of Athena Polias, whose temple stood at the northeast side of the hill. The sanctuary flourished under Peisistratos in the mid-sixth century BC, when the Panathinaia, the city's greatest religious festival, was established and the first monumental buildings of the Acropolis erected, among them the so-called “Old temple” and the Hekatompedos, the predecessor of the Parthenon, both dedicated to Athena. The shrine of Artemis Brauronia and the first monumental propylon also date to this period. Numerous opulent votive offerings, such as marble korai and horsemen, bronze and terracotta statuettes, were dedicated to the sanctuary. Several of these bear inscriptions that show the great importance of Athena's cult in the Archaic period. After the Athenians defeated the Persians at Marathon, in 490 BC, they began building a very large temple, the so-called Pre-Parthenon. This temple was still unfinished when the Persians invaded Attica in 480 BC, pillaged the Acropolis and set fire to its monuments. The Athenians buried the surviving sculptures and votive offerings inside natural cavities of the sacred rock, thus forming artificial terraces, and fortified the Acropolis with two new walls, the wall of Themistokles along the northern side and that of Kimon on the south. Several architectural elements of the ruined temples were incorporated in the northern wall and are still visible today.

 

In the mid-fifth century BC, when the Acropolis became the seat of the Athenian League and Athens was the greatest cultural centre of its time, Perikles initiated an ambitious building project which lasted the entire second half of the fifth century BC. Athenians and foreigners alike worked on this project, receiving a salary of one drachma a day. The most important buildings visible on the Acropolis today - that is, the Parthenon, the Propylaia, the Erechtheion and the temple of Athena Nike, were erected during this period under the supervision of the greatest architects, sculptors and artists of their time. The temples on the north side of the Acropolis housed primarily the earlier Athenian cults and those of the Olympian gods, while the southern part of the Acropolis was dedicated to the cult of Athena in her many qualities: as Polias (patron of the city), Parthenos, Pallas, Promachos (goddess of war), Ergane (goddess of manual labour) and Nike (Victory). After the end of the Peloponnesian war in 404 BC and until the first century BC no other important buildings were erected on the Acropolis. In 27 BC a small temple dedicated to Augustus and Rome was built east of the Parthenon. In Roman times, although other Greek sanctuaries were pillaged and damaged, the Acropolis retained its prestige and continued to attract the opulent votive offerings of the faithful. After the invasion of the Herulians in the third century AD, a new fortification wall was built, with two gates on the west side. One of these, the so-called Beul? Gate, named after the nineteenth century French archaeologist who investigated it, is preserved to this day.

 

In subsequent centuries the monuments of the Acropolis suffered from both natural causes and human intervention. After the establishment of Christianity and especially in the sixth century AD the temples were converted into Christian churches. The Parthenon was dedicated to Parthenos Maria (the Virgin Mary), was later re-named Panagia Athiniotissa (Virgin of Athens) and served as the city's cathedral in the eleventh century. The Erechtheion was dedicated to the Sotiras (Saviour) or the Panagia, the temple of Athena Nike became a chapel and the Propylaia an episcopal residence. The Acropolis became the fortress of the medieval city. Under Frankish occupation (1204-1456) the Propylaia were converted into a residence for the Frankish ruler and in the Ottoman period (1456-1833) into the Turkish garrison headquarters. The Venetians under F. Morozini besieged the Acropolis in 1687 and on September 26th bombarded and destroyed the Parthenon, which then served as a munitions store. Lord Elgin caused further serious damage in 1801-1802 by looting the sculptural decoration of the Parthenon, the temple of Athena Nike and the Erechtheion. The Acropolis was handed over to the Greeks in 1822, during the Greek War of Independence, and Odysseas Androutsos became its first Greek garrison commander.

 

After the liberation of Greece, the monuments of the Acropolis came under the care of the newly founded Greek state. Limited investigation took place in 1835 and 1837, while in 1885-1890 the site was systematically excavated under P. Kavvadias. In the early twentieth century N. Balanos headed the first large-scale restoration project. A Committee for the Conservation of the Monuments on the Acropolis was created in 1975 with the aim to plan and undertake large-scale conservation and restoration on the Acropolis. The project, conducted by the Service of Restoration of the Monuments of the Acropolis in collaboration with the First Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, is still in progress.

 

Author

Ioanna Venieri, archaeologist



17 Οκτωβρίου, 2023

Μακεδονικός Τάφος των Ανθεμίων - Mieza,the so-called Macedonian Tomb of the Palmettes

 


Από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της αρχαίας Μίεζας είναι ο μακεδονικός τάφος ''των Ανθεμίων''. Κατασκευάσθηκε στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα, όπως και άλλοι, παρόμοιοι τάφοι, από τους οποίους ο πιο κοντινός του είναι αυτός της Κρίσεως, 150 μ. ανατολικά. Ο τάφος των Ανθεμίων χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., δηλαδή είναι σύγχρονος με το μακεδονικό τάφο του Kinch, που επίσης βρίσκεται στην ίδια περιοχή.

 

Πρόκειται για υπόγειο ταφικό κτίσμα, το οποίο μετά την ολοκλήρωση της ταφής του νεκρού και των καθιερωμένων τελετουργιών προς τιμήν του, καλύφθηκε από τύμβο που είχε ύψος τουλάχιστον 2,50 μ. και διάμετρο 15-17 μ. Ο τάφος είναι διθάλαμος, καμαροσκεπής και είχε ναόσχημη πρόσοψη με τέσσερις ημικίονες ιωνικού ρυθμού και με διακόσμηση από πολύχρωμα ιωνικά και δωρικά κυμάτια. Η είσοδός του είχε κλειστεί με έξι δόμους από πωρόλιθο. Στο αέτωμα (ύψος τυμπάνου 1 μ.) σώζεται ωραία ζωγραφική παράσταση, που εικονίζει ζευγάρι ώριμης ηλικίας καθισμένο σε ανάκλιντρο συμποσίου. Και οι δύο μορφές είναι ντυμένες με χιτώνα και ιμάτιο, που ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με εντυπωσιακές και πλούσιες πτυχές. Την επίστεψη του αετώματος αποτελούν τρία ανάγλυφα ανθέμια με έντονες φωτοσκιάσεις. Ο στενός προθάλαμος του τάφου ήταν επιχρισμένος με ανοιχτό κίτρινο χρώμα στο ανώτερο μέρος των τοίχων και με μαύρο στο κατώτερο, ενώ τα δύο τμήματα χωρίζονταν με ταινίες μαύρου και λευκού χρώματος. Μια εντυπωσιακή παράσταση διακοσμεί την οροφή του προθαλάμου: έξι ανθέμια εναλλάσσονται με νερολούλουδα πάνω σε γαλαζοπράσινο βάθος, που θυμίζει λουλούδια να πλέουν στην επιφάνεια λίμνης. Ο προθάλαμος χωριζόταν από τον κυρίως νεκρικό θάλαμο με μαρμάρινη δίφυλλη θύρα ύψους 3,50 μ. και πλάτους 0,90 μ., διακοσμημένη με ανάγλυφα μοτίβα. Στο εσωτερικό του θαλάμου σώζεται τετράπλευρη λίθινη βάση, που θα περιείχε το αγγείο ή τη λάρνακα με τα οστά του νεκρού. Η καμαρωτή οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με ανοιχτό κίτρινο κονίαμα, ενώ οι τοίχοι είναι μονόχρωμοι και μιμούνται ορθομαρμάρωση: το κάτω τμήμα τους έχει χρώμα μαύρο, το επάνω έχει χρώμα βαθυκόκκινο και χωρίζονται με λευκή ταινία. Η λεπτομέρεια στο σχέδιο και η πολυχρωμία της ιωνικής διακόσμησης χαρακτηρίζουν το μνημείο και δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη χρονολόγησή του αλλά και για τη μεγάλη ζωγραφική στον ελληνικό χώρο. Ο τάφος των Ανθεμίων είχε συληθεί πολλές φορές, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα, και ελάχιστα αντικείμενα βρέθηκαν στο εσωτερικό του, αλλά αρκετά για να δώσουν μια εικόνα από τα πλούσια κτερίσματα που περιείχε. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν τμήματα ελεφαντόδοντου από την ανάγλυφη διακόσμηση της νεκρικής κλίνης.

 

Ο τάφος ανασκάφηκε το 1971 από την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου μετά από απόπειρα λαθρανασκαφής. Σήμερα προστατεύεται με στέγαστρο, που καλύπτει τμήμα του μνημείου, ενώ η είσοδός του έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για την πρόσβαση των επισκεπτών.

 

Συντάκτης

Ειρ. Ψαρρά,αρχαιολόγος

 

 




The Tomb of the Flowers, one of the most magnificent and best preserved monuments of ancient Mieza, lies together with other similar tombs, like the Tomb of Judgement only a hundred and fifty metres to the east, along the ancient road connecting Mieza with Pella, the capital of the kingdom of Macedon. The Tomb of the Flowers dates to the first half of the third century BC, and so is contemporary with the 'Kinch' Tomb in the same area.

 

After the burial of the deceased and the completion of the customary funerary rites this subterranean funerary monument was covered by a tumulus over 2.50 metres high and 15-17 metres in diameter. The tomb consists of two barrel-vaulted chambers and a temple-shaped fa?ade with four engaged Ionic columns and polychrome Ionic and Doric kymatia. The entrance to the tomb was sealed with six poros blocks. The one metre high tympanon of the pediment was decorated with a beautiful painted scene depicting an elderly couple reclining on a symposium couch. Both figures wear a chiton and himation with opulent folds. The pediment is crowned by three palmettes painted in chiaroscuro. The walls in the narrow ante-chamber were painted black in the lower part and white in the upper part, the two colours being divided by bands of black and white. A beautiful painting of six flowers alternating with water-lilies on a blue-green background, as if floating on the surface of a pond, adorns the ceiling. A double door of marble, 3.50 metres high and 0.90 metres wide, with relief motifs separates the ante-chamber from the burial chamber. The latter preserves a rectangular stone base, upon which stood the box or larnax containing the bones of the deceased. The vaulted ceiling is covered with pale yellow plaster, and the walls were painted in imitation of marble revetment, black in their lower part and red in their upper part, the two colours being divided by a white band. The monument's characteric Ionic decoration, with its detailed design and polychromy, provides useful information for both its dating and for large-scale painting in Greece. Although the tomb was looted several times in antiquity enough furnishings remain to offer a glimpse of the opulent grave gifts it once contained. Especially important are the ivory plaques from the revetment of a bed.

 

The tomb was excavated in 1971 by the then Ephor of Antiquities Katerina Romiopoulou after an attempted illicit excavation. Today it is covered by a shelter and is accessible to visitors. Soon, the shelter will be extended and the earthen tumulus, which once covered the monument, will be restored.

 

Author

I. Psarra, archaeologist  


16 Οκτωβρίου, 2023

Μακεδονικός Τάφος της Κρίσεως - Mieza,the so-called macedonian tomb of Jugdment

 



Από τους σημαντικότερους και καλύτερα διατηρημένους μακεδονικούς τάφους, που έχουν έλθει στο φως μέχρι σήμερα, είναι αυτός ''της Κρίσεως'', ένα από τα ταφικά μνημεία της αρχαίας Μίεζας, που είχαν κατασκευασθεί στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε την πόλη με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα. Οφείλει την ονομασία του στη μοναδική για την αρχαία τέχνη ζωγραφική παράσταση που τον διακοσμεί και έχει ως θέμα την κρίση του νεκρού. Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι π.Χ. και ξεχωρίζει ανάμεσα στους μακεδονικούς τάφους για τις μνημειώδεις διαστάσεις του και την επιβλητική του πρόσοψη.

 

Το μνημείο ανήκει στον τύπο του διθάλαμου μακεδονικού τάφου με καμαρωτή στέγη και καλυπτόταν με χωμάτινο τύμβο που είχε ύψος 1,50 μ. και διάμετρο 10 μ. Η πρόσοψή του είναι διώροφη, συνδυάζει το δωρικό με τον ιωνικό ρυθμό και δίνει την εντύπωση αρχαίου διώροφου κτηρίου με αετωματική επίστεψη. Ο ''πρώτος όροφος'' είναι δωρικού ρυθμού με τέσσερις ημικίονες (τετράστυλο πρόπυλο με παραστάδες στις άκρες), επάνω στους οποίους στηρίζεται το δωρικό γείσο. Αποτελείται από τρίγλυφα και ένδεκα μετόπες, που διατηρούν τμηματικά την πολυχρωμία τους και διακοσμούνται με ένα πολύ γνωστό θέμα, την αναμέτρηση των Κενταύρων με τους Λαπίθες. Ταινία με σταγόνες και γραπτή ζώνη με άνθη και έλικες διαχωρίζουν τις μετόπες από την ιωνική ζωφόρο που ακολουθεί. Το θέμα του διακόσμου της είναι κάποια μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές που τη συνθέτουν είναι ανάγλυφες (stucco). Πάνω από το γείσο αναπτύσσεται ο ''δεύτερος όροφος'' της πρόσοψης. Αποτελείται από έξι μικρούς ιωνικούς ημικίονες με ύψος 1,46 μ., ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν διαστήματα διαμορφωμένα ως ψευδόθυρες. Το αέτωμα πρέπει να διέθετε γραπτή διακόσμηση, όπως προκύπτει από διάφορα θραύσματα που έχουν έλθει στο φως. Ανάμεσα στις ακραίες παραστάδες και στους δωρικούς ημικίονες, που πλαισιώνουν τη θύρα, υπάρχουν τέσσερις ζωγραφικοί πίνακες, οι οποίοι αποτελούν ενιαία σύνθεση που απεικονίζει τη σκηνή της κρίσης του νεκρού. Ο νεκρός πολεμιστής οδηγείται από τον ψυχοπομπό Ερμή στους κριτές του Κάτω Κόσμου, Αιακό και Ραδάμανθυ, θέμα εξαιρετικά σπάνιο στην εικονογραφία, αλλά γνωστό από τον πλατωνικό διάλογο ''Γοργίας''. Από τον τρόπο απόδοσης των μορφών προκύπτει ότι δύο ζωγράφοι συμμετείχαν στη διακόσμηση του τάφου. Ο προθάλαμος, αν και δεν έχει ανασκαφεί πλήρως, φαίνεται ότι δεν διέθετε γραπτές παραστάσεις. Αντίθετα, ο νεκρικός θάλαμος με την αρχιτεκτονική διάρθρωση των τοίχων θυμίζει έντονα τις εσωτερικές όψεις σπιτιών της Πέλλας και της Δήλου. Διαθέτει τοιχοβάτη, κυρίως τοίχο, παραστάδες στις γωνίες, θριγκό και καμαρωτή στέγη. Βαθύ γαλάζιο, κόκκινο και λευκό είναι τα χρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο θάλαμο, ενώ ιωνικά κυμάτια, ρόδακες και ταινίες διακοσμούν τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη.

 

Ο τάφος της Κρίσεως εντοπίσθηκε τυχαία το 1954 κατά τις εργασίες διάνοιξης επαρχιακού δρόμου και ανασκάφηκε από τον καθηγητή Φώτιο Πέτσα κατά τα έτη 1954-1964. Είχε υποστεί σοβαρές φθορές ήδη από την αρχαιότητα, τόσο στην καμάρα του προθαλάμου όσο και στην πρόσοψη. Εργασίες συντήρησης των κονιαμάτων και δομικής αποκατάστασης της πρόσοψης έγιναν το 1998, παράλληλα με ανασκαφή από τη Λ. Στεφανή, ενώ σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο ανάδειξης του μνημείου, που προβλέπει και νέα πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες.

 

Συντάκτης

Ε. Ψαρρά, αρχαιολόγος 

 

 

 

One of the most important and best-preserved Macedonian tombs discovered so far is the so-called Tomb of Judgement. Its name derives from the painted representation of the judgement of the dead, unique in antiquity. The tomb lies with other similar funerary monuments along the road connecting the town of Mieza with Pela, the capital of the Macedonian Kingdom. Dated to the last quarter of the fourth century BC, it has a particularly imposing facade and is the largest known Macedonian tomb.

 

The monument is a typical double-chambered Macedonian tomb with barrel-vaulted ceilings, buried under a tumulus 1.50 metres high and 10 metres in diameter. The two-storeyed fa?ade, which combines both Doric and Ionic styles, is crowned by a pediment and gives the impression of a two-storeyed building. The 'ground floor' is Doric with four engaged columns in antis supporting a Doric entablature of triglyphs and metopes. The eleven metopes preserve part of their polychrome decoration with representations of the battle of the Centaurs and Lapiths, a popular theme. A band of pegs and another with painted flowers and volutes separate the metopes from the Ionic frieze above. This bas-relief frieze with stucco figures depicts a battle between Greeks and Persians. The 'second storey' has six Ionic engaged columns, 1.46 metres high, alternating with false doors, and was surmounted by a pediment. The pediment, of which only fragments survive, had painted decoration. On the 'ground floor', between the antae and the engaged columns are four painted panels representing the judgement of the deceased. The dead soldier is lead by Hermes Psychopompos ('guide of the souls') before the judges of the Underworld, Aiakos and Rhadamanthys. This theme, known from Plato's Gorgias, is extremely rare in iconography. Differences in the rendering of the figures indicate that two painters worked on the composition. The ante-chamber, though not fully excavated, does not appear to have had painted decoration. The interior of the burial chamber, however, with its ornate architectural features recalls the houses at Pella and Delos. It has a toichobate, a wall proper, antae at each corner, an entablature and a vaulted ceiling. The walls are painted deep blue, red and white, and the architectural members are decorated with painted Ionic kymatia, rosettes and bands.

 

The Tomb of Judgement was discovered during road construction in 1954 and was excavated by Professor Photios Petsas in 1954-1964. Both the ante-chamber and the facade were severely damaged in antiquity. The monument was re-excavated in recent years by L. Stephani and restored in 1998. An access ramp for visitors with ambulatory difficulties is currently under construction.

 

Author

I. Psarra, archaeologist

 



 


Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...