Ανεκαλύφθησαν μοναδικής ομορφιάς τοιχογραφίες που δίνουν μίαν ιδέαν της αρχαίας ζωγραφικής
Της κ. Αθηνάς Γ. Καλογεροπούλου
Ελευθερία,14 Δεκεμβρίου 1958
Η ζωγραφική των αρχαίων ένας μεγάλος τομεύς τέχνης, που τόσο θα λαχταρούσε η ψυχή μας να τον γνωρίσει, ύστερα απ’όσα στοιχεία της ξέρουμε μ’ότι έχει έρθει ως τώρα στην επιφάνεια είναι για πάντα χαμένη. Αφανίστηκαν τα μεγάλα σπίτια, οι Πινακοθήκες, τα δημόσια κτίρια από τις ατέλειωτες συμφορές , φυσικές και πολεμικές, που γνώρισε ο τόπος, κι ο χρόνος με το σίγουρο και ανελέητο βήμα του αποτέλειωσε την καταστροφή. Κι αν θαυμάζουμε τόσο την τέχνη των κλασσικών χρόνων και αδιόρθωτοι και παθιασμένοι νοσταλγοί της ψάχνουμε τα μηδαμινότερα χνάρια για να την ξαναστήσουμε, έστω θαμπά και αχνά μπροστά μας, και να την χαρούμε, μας τρώει πάντα η λύπη πως στο πεδίο της μεγάλης ζωγραφικής , οι γνώσεις μας μόνο έμμεσα θα φωτιστούν και από πολύ μακριά θα πάρουμε μιαν αδιόρατην ιδέα ενός κλάδου τόσο σημαντικού για την ολοκληρωμένη γνωριμία της τέχνης μιας τόσο μεγάλης εποχής.
Άφθονοι μάρτυρες της το θαυμαστό πλήθος των αρχαίων αγγείων, – που πάντως δεν είναι η μεγάλη ζωγραφική. Κι όμως οι τόσο απίστευτα τέλειες γραμμές του σχεδίου στις αγγειογραφίες κι η ασύγκριτη πνευματικότητα και χάρη μερικών μορφών,- που η έρευνα έχει αποδώσει σε φημισμένους καλλιτέχνες- αυτά ίσως είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός και το σπουδαιότερο κίνητρο, για τις πιο απελπισμένες προσπάθειες να πλησιάσουμε από κοντά και να «δούμε» με τα μάτια μας το μεγαλείο, να χαρούμε την μοναδικήν απόλαυση που θα μπορούσε να χαρίσει ένα έργο ζωγραφικό, κλασσικό, σε μεγάλη κλίμακα καμωμένο, με τα χρώματα του στη θέση τους, με τα σχέδια, τη σύνθεση κι όλες γενικά τις τεχνικές λεπτομέρειες που το συνιστούν κι αποτελούν τη μοναδικότητά του, που κλείνουν την τελειότητά του.
Λίγες ξύλινες πινακίδες οι παραστάσεις σε ελάχιστα μεγάλα αγγεία μας πλησιάζουν κάπως στο πρόβλημα. Κι από κει κι ύστερα, πολύ μεταγενέστερες τοιχογραφίες , καμωμένες σε νεότερες εποχές , που αγάπησαν ίσως το αρχαίο πνεύμα και την δημιουργία του, το μιμήθηκαν, αλλά που είχαν χάσει την πνευματικότητα την απαραίτητη, για να το πλησιάσουν και να το αποδώσουν σωστά.
Εξ’ άλλου, το έργο της τέχνης καθρεφτίζει τόσο αναντικατάστατα την εποχή του , ώστε θα ‘ ταν μάταιος κόπος και περιττή κάθε προσπάθεια να πιάσει κανείς το όραμα της κλασσικής ζωγραφικής σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Αποδίδουν αυτοί το περίγραμμα, την γενική γραμμή, το σχέδιο ίσως, αλλά το στοιχείο που έκανε το αρχαίο έργο να μιλάει είναι παντοτινά χαμένο. Τίποτα δεν μπορεί να το ξαναπλάσει, όταν η εποχή του έχει πια περάσει κι έχει σβήσει το πνεύμα που θέρμαινε τον πολιτισμό της. Έτσι μόν’ ένας μακρινός αντίλαλος της μεγάλης ζωγραφικής των αρχαίων είναι οι τοιχογραφίες της Πομπηίας και άλλων τόπων.
Όμως, ο επιστήμονας ποτέ δεν απελπίζεται. Πάντα ζει με την προσδοκία και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιες πεποιθήσεις, τόσο ευγενικές και ανώτερες , έρχονται στιγμές που η ζωή απροσδόκητα τελείως και χωρίς καμιά προετοιμασία, τις ικανοποιεί. Αυτή , εξάλλου είναι η μεγάλη χάρη της επιστήμης. Η ανταμοιβή μιας πολύχρονης, επώδυνης πολλές φορές και ακούραστης προσπάθειας, με την ανακάλυψη του αγνώστου, αυτού που περίμενε κανείς υπομονετικά να βρει, χωρίς, όταν κάποτε ξεκίνησε, να μπορεί να το συλλάβει.
Η θαυμάσια μακεδονική γη, η πλούσια και ανεξάντλητη, εκτός από τις άπειρες ποικιλίες που έχει να παρουσιάσει στον ταξιδιώτη, όταν την επισκέπτεται για πρώτη φορά, τον κάνει άθελα του να προσέξει, σε πολλές περιοχές της μερικά παράξενα τεχνητά χωματένια λοφάκια, που οι ντόπιοι τα λένε τούμπες, και που ξεπετιούνται άξαφνα πλάι στις δημοσιές ή περ’ απ’ αυτές, δημιουργώντας την απορία σ’ όποιον δεν ξέρει, για τι ακριβώς πρόκειται. Είναι θαυμάσιες τούφες, όταν είναι φυτεμένες, που σπάζουν την μονοτονία της πεδιάδας. Τις περισσότερες φορές, κάτω τους, έχει θαφτεί ένας αξιόλογος άνθρωπος σ’ έναν τάφο ιδιόρρυθμο, που το σχήμα και η μορφή του, παρ’ όλο που έχει βρεθεί και σ’ άλλους ελληνικούς τόπους (την Καλιδώνα, την Ερέτρια κ.α.) ή χώρους της Μικράς Ασίας ή και την Αλεξάνδρεια, φαίνεται πως ξεκίνησε από την Μακεδονία και γι’ αυτό στην αρχαιολογία είναι γνωστός αυτός ο τύπος ως τάφος «μακεδονικός».
Πρόκειται για υπόγεια μνημεία που ξεκινούν από μια παράξενη αντίληψη. Ο νεκρός θάβεται σ’ ένα κτίριο, φροντισμένο από κάθε άποψη, οικοδομημένο με προσοχή, διακοσμημένο στην εντέλεια, που χανόταν όμως για τους ανθρώπους , μαζί με τον νεκρό που έφευγε από την ζωή. Θαβόταν μαζί του, κανείς πια δεν το έβλεπε, και ο τάφος «ιερό κεκμηκότων» για την αρχαία αντίληψη, αν θα πρόσφερε πια κάποιαν αισθητική απόλαυση, θα’ ταν μόνο για τον νεκρό ή τους νεκρούς που έκλεινε μέσα του. Από πάνω από αυτά τα οικοδομήματα σώριαζαν χώματα πολλά, σχηματίζοντας ένα «τύμβο», κι από εκεί προέρχεται και η σημερινή λέξη στο στόμα των ντόπιων η «τούμπα».
Οι μακεδονικοί τάφοι έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, γιατί στις λεπτομέρειες και στην διάταξη παρουσιάζουν αρκετές ιδιομορφίες. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για κτίρια τυμβόχωστα με ένα ή δύο δωμάτια ( προθάλαμο και κυρίως θάλαμο). Μέσα έχουν ένα μαρμάρινο θρόνο, μεγαλόπρεπο και με πλούσια ζωγραφική και γλυπτική διακόσμηση. Σε μιαν άκρη του νεκρικού θαλάμου υπάρχει η «κλίνη», μαρμαρένια ή χτιστή.
Εκεί απάνω απόθεταν τους νεκρούς με τα «κτερίσματα» τους. Ο τάφος εσωτερικά έχει πλουσιότατη διακόσμηση, ζωγραφική και γλυπτική. Θαυμάσια υποδείγματα τέτοιων μεγάλων τάφων υπάρχουν στη Μακεδονία, στην περιοχή πίσω από τη Βέροια. Ο ένας τέλεια δημοσιευμένος, από τον καθηγητή και ακαδημαϊκό κ. Κ.Ρωμαίο, βρίσκεται στη Βεργίνα. Ο άλλος, εύρημα του εφόρου Μακεδονίας κ. Μακαρόνα, σκάφτηκε από τον έφορο αρχαιοτήτων κ. Φ. Πέτσα και βρίσκεται στα Λευκάδια, κοντά στη Νάουσα. Και οι δύο αυτοί τάφοι είναι μνημειώδη λαμπρά κτίρια από τα πιο αντιπροσωπευτικά του τύπου των μακεδονικών τάφων. Η πρόσοψη των κτιρίων αυτών, μοιάζει με πρόσοψη ναού, με όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες φροντισμένες. Απλώς, επειδή δεν υπήρχε τεχνική ανάγκη πρωστώου, τους κίονες του ναού έχουν αντικαταστήσει με ημικιόνια.
Ακόμη, εφ ‘ όσον ποτέ το κτίριο δεν θα ήταν ανάγκη να φανεί προς τα έξω στο φως, λείπει το κρηπίδωμα, η βάση όπου στέκεται ο αρχαίος ναός, που τόσο απαραίτητη ήταν για την εμφάνιση ενός κτιρίου.
Η στέγη σ’αυτούς τους τάφους είναι καμάρα. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που έχουν επίπεδη τη στέγη του θαλάμου ή του προθαλάμου. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αυτών των τυμβόχωστων κτιρίων ήταν ντόπιος πορόλιθος, που τον άλειφαν με επίχρισμα, σε δύο στρώσεις- τη μια με παχύτερο, και την τελευταία με λεπτότερο κονίαμα. Σ’ αυτή την επιφάνεια ζωγράφιζαν διάφορες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Στον μεγάλο τάφο στα Λευκάδια έχουν σωθεί και τοιχογραφίες, που είναι σπουδαιότατες για τη γνώση της αρχαίας ζωγραφικής, γιατί είναι πρωτότυπα παραδείγματα,μοναδικά της ζωγραφικής των αρχαίων Ελλήνων.
Μάρμαρο χρησιμοποιούσαν για την πρόσοψη του τάφου και μέσα στον θάλαμο, για τον θρόνο και την κλίνη. Επίσης, οι πόρτες, τόσο του προθαλάμου, όσο και του θαλάμου, είναι μαρμάρινες, πολύ βαριές μάλιστα. Εξαιρετικό παράδειγμα είναι οι μνημειώδεις διπλές θύρες του μακεδονικού τάφου της Βεργίνας.Σε πολλούς τάφους αυτού του τύπου έχει καταστραφεί η χωμάτινη διακόσμηση ή σε άλλους ήταν τελείως υποτυπώδης- όταν είναι μικρά κτίρια. Εκεί όμως, που υπάρχει , πραγματικά προσφέρει αφάνταστα και μας δίνει τα νήματα για να φωτιστούμε την αρχαία μεγάλη ζωγραφική.
Τη χρωματική τους διακόσμηση την διατήρησαν,-και αποκαλύφθηκε θαυμάσια στα μάτια μας,-οι δυο μεγάλοι τάφοι που αναφέραμε παραπάνω: της Βεργίνας και των Λευκαδίων. Στη θαυμάσια έκδοση του κ. Ρωμαίου μπορεί κανείς, εκτός από την γεμάτη σοφή παρατηρητικότητα και ευαισθησία, ανάλυση και τοποθέτηση του έργου, να χαρεί τους χρωματιστούς πίνακες που παραθέτει. Τον τάφο των Λευκαδίων, που είναι ο μεγαλύτερος κι ο μνημειωδέστερος- έχει διώροφη πρόσοψη πολύ περιποιημένη και το σπουδαιότερο διατήρησε τέσσαρες μεγάλες τοιχογραφίες- δεν έχει ακόμα γίνει η τελική δημοσίευση. Απλώς, ο κ.Φ.Πέτσας είχε την καλοσύνη για χάρη των αναγνωστών μας, να μας παραχωρήσει την άδεια να δημοσιεύσουμε στοιχεία και μερικά σχέδια ύστερ’ από την ομιλία που έκαμε στο 7ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιολογίας στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο εφέτος, με θέμα τους Μακεδονικούς τάφους.( Γι’ αυτή την άδεια, πολύ τον ευχαριστούμε).
Παρουσίασε, τότε, σε εικόνες πέντε νέους Μακεδονικούς τάφους που σκάφτηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή των Λευκαδίων .Αφού ανέλυσε τα κοινά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, έδωσε σε ωραιότατες χρωματικές προβολές στοιχεία από τη ζωγραφική διακόσμηση των τάφων, – κυρίως του μεγάλου των Λευκαδίων- που κίνησε εξαιρετικά το ενδιαφέρον πολλών ξένων αρχαιολόγων που μελετούν όμοιους τάφους στην Αλεξάνδρεια ή έχουν θέμα έρευνας τους τη αρχαία ζωγραφική της Πομπηίας και άλλων τόπων γιατί με την εύρεση αυτών των τοιχογραφιών κυρίως, αποκτούμε μια καλή ιδέα της μεγάλης ζωγραφικής στην ελληνιστική περίοδο, την εποχή δηλαδή που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Κάποιος παλαίμαχος στρατηγός, εξάλλου της κοσμογονικής εκείνης εκστρατείας, φαίνεται πως είχε θαφτεί στα Λευκάδια, με τα στοιχεία που μπορούν να δώσουν για τη χρονολόγηση του, επιγραφές που υπάρχουν πλάι στις 4 μορφές που αποκαλύφθηκαν στην πρόσοψη του τάφου και που δείχνουν την ταυτότητα τους. Πρόκειται για τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό, δυο από τους Κριτές του Άδη, που δέχονται τον νεκρό οδηγημένο ως αυτούς από τον «ψυχοπομπό» Ερμή.
Είναι πολλοί οι άσκαφτοι μακεδονικοί τάφοι. Είναι πλήθος ίσως όσα δεν ξέρουμε ακόμα, σ’αυτή την τόσο λίγο εξερευνημένη περιοχή της ελληνικής γης. Ποιος ξέρει, λοιπόν, τι εκπλήξεις, τι συγκινήσεις, μπορεί να δώσουν μελλοντικές έρευνες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου