18 Μαρτίου, 2023

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη:Δαίδαλοι της σκέψης. Κοινός νους,νευρο-εγκέφαλος-πνεύμα

 

 


 Η σκέψη είναι μια περιπέτεια

 

Εντ. Μορέν, H μέθοδος

Είναι αυτονόητο ότι καμιά ομιλία δεν αντικαθιστά το βιβλίο*. Στην καλύτερη περίπτωση, δίνει το έναυσμα, για να προστρέξουμε στα βιβλία που, στην προκειμένη περίπτωση, εμπλέκονται άμεσα στη βασική γνωστική και μαθησιακή διαδικασία της ζωής.

Εδώ, θα αναφερθώ στη λεγόμενη πολύπλοκη σκέψη, τη μόνη δύναμη που διαθέτουμε για τη δημιουργία και για την καταστροφή. Και θα αναφερθώ σε αυτή γιατί, μολονότι είναι το κατ’ εξοχήν όργανο διεύρυνσης, εμβάθυνσης και διαύγασης των σχέσεών μας με τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό μας, συχνά εγκλωβίζεται σε διαδικασίες συσκότισης και διαστρέβλωσης.

Αυτό που δίνει στις ψυχο-νοητικές ικανότητές μας αινιγματικό χαρακτήρα είναι η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στον τρόπο που μάθαμε να σκεφτόμαστε και στη δυνατότητα να σκεφτούμε αλλιώς.

Και μολονότι η σκέψη εξετάζεται και ερευνάται εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και σήμερα, ένας άλυτος γρίφος για επιστήμες όπως η βιολογία, η βιοχημεία και η βιοψυχολογία.

Φυσικά, ο τρόπος λειτουργίας του νου απασχόλησε τους πλατωνικούς διαλόγους Πολιτεία, Παρμενίδη, Σοφιστή, Πολιτικό, όπως και το Περί ψυχής του Αριστοτέλη. Για τον Πλάτωνα, το αγαθό, δηλαδή το δίκαιο πολίτευμα, είναι παράγωγο του γεωμέτρη και του διαλεκτικού νου. Κι όπως στην Πολιτεία έτσι και στο Περί ψυχής του Αριστοτέλη, το φυτικό, το επιθυμητικό, το βουλητικό, η διάνοια, ο λόγος, που είναι μέρη της ψυχής, λειτουργούν συντονισμένα ως όλον, το οποίο ούτε ο Πλάτων ούτε ο Αριστοτέλης διανοήθηκαν να διαχωρίσουν στα μέρη του.

Και αν η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είναι και θα παραμείνει αξεπέραστη παγκόσμια κληρονομιά, είναι γιατί λύνει με αυτό τον ολιστικό τρόπο, το αίνιγμα της σκέψης του βιοψυχικού όντος που είναι ο άνθρωπος. Και είναι ευτύχημα που ο εκκοσμικευμένος αριστοτελικός πλατωνισμός δεν έπαψε να μεταστοιχειώνεται μέχρι σήμερα.

 

I

 Οι διαχωρισμοί, οι απλουστεύσεις, οι ομογενοποιήσεις της σκέψης έγιναν σε μεταγενέστερες φάσεις της Ιστορίας, έτσι ώστε το αίνιγμα του νοείν να ξαναγίνει άλυτο, καθώς η σύγχρονη νευρο-φυσιολογία και βιοχημεία έριξαν το βάρος στον νευρο-εγκέφαλο, με τον οποίο κάνουμε μαθηματικούς υπολογισμούς, χειρισμούς εργαλείων και υπολογιστών, διαχείριση τεχνικών και πρακτικών ζητημάτων που βελτιώνουν τις υλικές συνθήκες ζωής στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες. Γι’ αυτό και η λειτουργία του υπολογισμού προκρίθηκε ως η πρώτιστη ανάγκη με όλα τα προγράμματα μεγέθυνσης και αύξησης ποσοτικών μεγεθών που θεωρήθηκαν προγράμματα ανάπτυξης. Γι’ αυτό και με τη δημιουργία του πρώτου τεχνητού υπολογιστή από τον Turing, (1943), ο υπολογισμός (computing) που είναι κεντρική λειτουργία της σκέψης, κινδυνεύει να γίνει και η μοναδική, περιθωριοποιώντας τις διεργασίες της συνείδησης και του πνεύματος. Σε αυτή την τροπή συνέβαλε και η Κυβερνητική του Νοrbert Wiener το 1947, μια επιστήμη που προήγαγε τον έλεγχο[1] της επικοινωνίας, στη βάση της αναλογίας εντόμου και μηχανής, ζωντανού και τεχνητού, θεωρώντας ότι μηχανές και συστήματα, αυτορυθμίζονται και αυτοοργανώνονται, όπως το κύτταρο ή το βακτηρίδιο.

Ανοίχθηκε έτσι ο δρόμος για την ανάπτυξη της τεχνο-επιστήμης που συντονίζει τις έρευνες της ρομποτικής και των γνωστικών επιστημών, φιλοδοξώντας να κατασκευάσει την τέλεια τεχνητή νοημοσύνη-υποκατάστατο της ανθρώπινης. Μολονότι επενδύονται πολλά σ' αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα, με τις σημερινές δυνατότητές μας παραμένει χιμαιρικό και τολμώ να πω αφελές. Γιατί ο ανθρώπινος νους δεν σωρεύει απλώς πληροφορία ούτε κάνει λάθη υπολογισμού και τεχνητών χειρισμών αποκλειστικά και μόνον. Τα σοβαρότερα λάθη μας αφορούν τη διάγνωση ή την εκτίμηση καταστάσεων και προβλημάτων, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν οι υπολογιστές. Γι’ αυτό και η κατασκευή μιας τεχνητής νοημοσύνης που να συνδυάζει τη σοφία με το δαιμόνιον της ανθρώπινης, δείχνει μάλλον την έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης, στην οποία μας καταδικάζει η τυφλή χρήση της τεχνικής, όταν εξισώνει άκριτα τον εγκέφαλο με έναν ισχυρό υπολογιστή, διαχειριστή πληροφορίας.

Γιατί η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι μόνον ένας υπολογιστής με βάση αποθηκευμένη πληροφορία. Είναι και φορτιστής ψυχικών διεργασιών, επεξεργαστής και μετασχηματιστής δεδομένων που δεν ανάγονται σε μαθηματικά μεγέθη ούτε τυποποιούνται, εκτός και αν τα σχηματοποιήσουμε μέσω αφαιρέσεων.

Με τέτοιες υπεραπλουστεύσεις κινείται ο κοινός νους, στον οποίο βασιζόμαστε, όταν χωρίς την αναγκαία διανοητική περιέργεια, και το γνώναι ορέγεσθαι, εθίζεται το μυαλό στα στερεότυπα της μηντιακής επικοινωνίας. Με αυτή την τάση απλούστευσης του πολύπλοκου, που δεν είναι πάντα αρνητική, διαχωρίζεται η σκέψη από την δράση, η θεωρία από την πράξη, η φιλοσοφία από την επιστήμη, το συναίσθημα από τον ορθό λόγο, η φύση από την ιστορία κ.ο.κ., και προκρίνεται η δράση.

Ο διαχωρισμός, όμως, είναι αβάσιμος, γιατί και η σκέψη είναι δράση που μεθοδεύει πολλών ειδών διαδικασίες, σε διάφορα πεδία της ζωής. Εννοείται ότι το ενεργό σκέπτεσθαι είναι άσχετο με άλογες αντιδράσεις, κραυγές, φωνές, χειρονομίες ενός ψυχισμού που δεν έμαθε να αρθρώνει λόγο. Και καθώς η πράξη προϋποθέτει κίνηση και ενεργητικότητα, ο διαχωρισμός της από τη θεωρία φαίνεται βάσιμος, χωρίς να είναι, περιορίζοντας έτσι την σκέψη στην παθητική πρόσληψη των αισθητηριακών ερεθισμάτων ή στην εργαλειακή ορθολογικότητα που τα σχηματοποιεί. Γι’ αυτό και η φράση «άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη» είναι αποκύημα του κοινού νου, μιας και η θεωρία παράγει γνώση ικανή να μετασχηματίσει πράγματα, τα οποία κάποιους συνέφερε να τα θεωρούν αναλλοίωτα.

Αντίθετα με τον κοινό νου, ο σκεπτόμενος νους δεν είναι παθητικός δέκτης αισθητηριακών ερεθισμάτων και πληροφοριών. Επεξεργάζεται στο επίπεδο της συμβολοποίησης, της εννοιοποίησης και της κατηγοριοποίησης, τα ερεθίσματα που δέχεται με την άμεση εποπτεία των αισθήσεων, αλλά και με την έμμεση νοητική εποπτεία, η οποία μας τροφοδοτεί με δεδομένα μη παρατηρήσιμα με το μάτι, το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο, όπως είναι τα άυλα πραγματικά στοιχεία —η δομή, η οργάνωση, η θέσμιση, κλπ—, που προκύπτουν από την ανάλυση.

Φυσικά, η σκέψη, όταν ενεργοποιηθεί, αρχής γενομένης με την πρόσληψη αισθητηριακών και νοητικών δεδομένων, μπορεί και μετασχηματίζει πράγματα που έχει δρομολογήσει ο νευρο-εγκέφαλος ή η συνείδηση-πνεύμα, σε κάποια προηγούμενη φάση ανάπτυξής τους, εξού και η μετάβαση από τον homo neadertalis στον homo sapiens και παραπέρα στον homo computans ή στον homo demens.

Τέτοιες μετασχηματιστικές διεργασίες αδυνατεί να κάνει ο κοινός νους, ο οποίος αρκείται, κατά κανόνα, σε κοινότυπα αλλά αδιάψευστα συμπεράσματα ή σε ένα είδος θυμοσοφίας που κλείνει παρά ανοίγει ζητήματα, λειτουργώντας ως αγωγός της καθημερινής μας προσαρμογής. Γι’ αυτό μη εμπειριστές, κυρίως, φιλόσοφοι και επιστήμονες, χωρίς να παραβιάζουν απλούς και αλάθητους συλλογισμούς, δεν κινούνται με βάση τον κοινό νου, τον οποίο δεν έχουν περί πολλού, ούτε επενδύουν σε αυτόν, εφόσον το ενδιαφέρον τους είναι στραμμένο στην παραγωγή παρά στην αφομοίωση και στην κατανάλωση της γνώσης.

Η λογιστική διάνοια έχει πίσω της μιαν ιστορία αρκετών αιώνων εργαλειοποίησής της, από την οποία βαθμιαία προέκυψε η τεχνο-επιστήμη, που, στις μέρες μας, θεωρείται η ύψιστη κατάκτηση του ανθρώπου. Σημείο εκκίνησής της υπήρξε ο καρτεσιανός μηχανικισμός, που μαθηματικοποίησε τη φυσική και, με τη διαμεσολάβηση του οποίου η θεολογία μετατράπηκε σε δογματική μεταφυσική ή αλλιώς σε θεοδικία. Βασικός συντελεστής του εργαλειακού ορθολογισμού υπήρξε και ο αγγλοσαξωνικός εμπειρισμός του 18ου που υποστήριξε ότι η διάνοια (human understanding) αδυνατεί να μας γνωρίσει τα φαινόμενα στην ουσία τους, δηλ. στην αληθινή τους πραγματικότητα, στη λεγόμενη differentia specifica ή στη δομή τους. Θέματα ουσίας, αλήθειας, σταθερότητας, αθανασίας της ψυχής κλπ. τα έλυνε η δογματική μεταφυσική, παράγοντας πλάνη παρά γνώση, μη εσκεμμένα, όπως υποστήριξε μετριάζοντας τους τόνους ο Κάντ, χωρίς, ωστόσο, να αποφύγει το σκάνδαλο της απαγόρευσης του έργου του για ένα διάστημα στην Γερμανία.

*

Από την συνάντηση μηχανικισμού και εμπειρισμού, τον 19ο αι., προέκυψε το θετικιστικό γνωστικό παράδειγμα που απέρριψε τη μεταφυσική —δογματική και μη— στο σύνολό της, και κινήθηκε αυστηρά με την αναγωγή, την αφαίρεση, την οργάνωση με βάση την ομοιογένεια, και την ανιστορικότητα. Πρεσβεύοντας την αυστηρή κοσμική και κοινωνική νομοτέλεια, ο θετικισμός έδωσε το βάρος στον υπολογισμό με μονοσήμαντα σύμβολα της τεχνητής γλώσσας των μαθηματικών. Με την τεχνο-επιστήμη ως δημιούργημά του, ο θετικισμός παραμένει μέχρι σήμερα το κυρίαρχο γνωστικό παράδειγμα, πράγμα στο οποίο συνέτεινε και η παγκοσμιοποίηση. Εξού και η τεχνοκρατική-γραφειοκρατική αντιμετώπιση της ζωής, στη φύση και στην κοινωνία, με συνέπεια την απάλειψη της ευθύνης, χωρίς την οποία δεν νοείται ελευθερία.

Φτάσαμε, έτσι, να θεωρούμε κόστος και ζημία τη χρηματοδότηση της κοινωνικής έρευνας και των ανθρωπιστικών σπουδών, με το σκεπτικό ότι δεν αποφέρουν όφελος, επειδή δεν συμβάλλουν στην υπερσυσσώρευση εκείνων των πληροφοριών που οδηγούν στον υπερέλεγχο.

Αυτή η κοντόφθαλμη αντιμετώπιση γεννά φαύλους κύκλους, γιατί ο περιορισμός της κοινωνικής έρευνας και των επιστημών του ανθρώπου σωστό είναι να συνυπολογίζονται στο κόστος και στη ζημία που αποφέρουν στη κοινωνική ζωή η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και η αλόγιστη υπεράντληση των φυσικών πόρων και η γραμμική κατανάλωσή τους, που παραβλέπει την αγωνία που προκαλεί στον σημερινό άνθρωπο ο τρόπος αντιμετώπισης των αναγκών του και οι κίνδυνοι με τους οποίους τον απειλεί η άγνοια τρόπων εξοικονόμησής τους.

Η τεχνογνωσία από μόνη της δεν μπορεί να βελτιώσει τη ζωή στις σημερινές μεταβατικές κοινωνίες. Χρειάζεται να συνδυασθεί με την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδηση που προωθούν οι κοινωνικές, πολιτισμικές και ανθρωπολογικές επιστήμες και μας βοηθούν να υπερβούμε προκαταλήψεις που οφείλονται στην άγνοια, την ημιμάθεια, τον δογματισμό. Και φυσικά να διορθώσουμε λάθη όχι υπολογισμού, αλλά κρίσεων και εκτιμήσεων που ευθύνονται για τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. Φυσικά, η τεχνογνωσία μείωσε τον ανθρώπινο πόνο αλλά, την ίδια στιγμή, η απαξίωση του αναστοχαστικού λόγου και της κριτικής δύναμής του, αυξάνει τον ανθρώπινο πόνο, με το πλήθος των εσφαλμένων επιλογών και αποφάσεων που προκαλεί.

Με όλα τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι η πολύπλευρη κρίση που διέρχονται οι σημερινές κοινωνίες δεν είναι άσχετη από την υπερεντατική χρήση της σκέψης σαν εργαλείο λογιστικής διαχείρισης ποσοτικών μεγεθών, σαν GPS και σαν λύτη τεχνικών προβλημάτων. Γιατί έτσι αφήνουμε να πολλαπλασιάζονται άλυτα προβλήματα που προξενούν λανθασμένες εκτιμήσεις, ιεραρχήσεις προτεραιότητες.

Γι’ αυτό και ο συνδυασμός τεχνογνωσίας και αυτογνωσίας, και παραπέρα αυτοσυνείδησης που συμβάλλει στην ορθοκρισία και στη διόρθωση εσφαλμένων αξιοθετήσεων ή αποτιμήσεων, είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ, για να απεμπλακεί η σκέψη αλλά και η ύπαρξή μας από τους επικίνδυνους μονόδρομους της τεχνοκρατίας. Το ζήτημα είναι ποιοι τρόποι σκέψης μας οδηγούν στο επίπεδο της αυτογνωσίας όπου απαντιέται το ερώτημα «ποιοι είμαστε;» και παραπέρα στο επίπεδο της αυτοσυνείδησης, όπου απαντιέται το ερώτημα «τι να κάνουμε;»

Με αυτή την προοπτική αναπτύχθηκαν, τους τελευταίους δύο αιώνες, το ερμηνευτικό μοντέλο κατανόησης των ανθρώπινων έργων, και το διαλεκτικό μοντέλο εξήγησης κοινωνικών φαινομένων [2]. Και το ερμηνευτικό και το διαλεκτικό γνωστικό μοντέλο έχουν στη βάση τους μια κοσμο-αντίληψη και μια οντο-γνωσιοθεωρία που προέκυψαν από την κριτική της δογματικής μεταφυσικής, μέσω της οποίας αναδείχθηκε η δυνατότητα μιας επιστημονικής μεταφυσικής ικανής να πλαισιώσει τη μελέτη του δυναμικού γίγνεσθαι, μέσα στη συγκεκριμένη και όχι αφηρημένη πραγματικότητα της φύσης και της κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δύο αυτά γνωστικά μοντέλα συσχετίζουν τους ντετερμινισμούς με την απροσδιοριστία, την αναγκαιότητα με την ελευθερία, εκλαμβανόμενη ως μορφοποίηση είτε του δυνατού είτε του τυχαίου.

Η επανεργοποίηση της διαλεκτικής, από τον 19ο αι. και εξής, αρχής γενομένης με τις Καντιανές Κριτικές, ήταν καρπός της μεταστοιχείωσης του εκκοσμικευμένου αριστοτελικού πλατωνισμού από τον Σέλλινγκ, τον Χέγκελ, τον Μαρξ και στη συνέχεια από μαρξιστές και μη μαρξιστές φιλοσόφους και επιστημολόγους του 20ό αιώνα, από τον Bachelard ώς τον Μαρκούζε, τον Μερλώ-Ποντύ, τον Καστοριάδη ή τον Εντγκάρ Μορέν. Αυτοί οι επιστημολόγοι και θεωρητικοί ανακίνησαν το θέμα των δαιδάλων ή των λαβυρίνθων μιας πολυδιάστατης, πολύπτυχης, πολύ-επίπεδης και πολύτροπης σκέψης που μπορεί και παράγει διαφορετικά γνωστικά μοντέλα, όπως το ερμηνευτικό ή το διαλεκτικό, συνυπολογίζοντας και τον χρόνο μαζί με τον χώρο και καθιστώντας έτσι δυνατή τη γνώση των δυναμικών διαδικασιών του φυσικού και του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Η λογική τους, τους επιτρέπει, με τις προσδιοριστικές και τις στοχαστικές κρίσεις τους, να ρίχνουν φως σε διαδικασίες σχηματισμού και μετασχηματισμού πολλαπλών και ποικίλων συστημάτων σκέψης. Μπορούν έτσι και δείχνουν όχι μόνον το πώς λειτουργεί (know-how), αλλά και το τι είναι η σκέψη, το γιατί ή το ου ένεκα των γνωστικών λειτουργιών της. Καθιστούν έτσι σαφές ότι τα συστήματα σκέψης, αναλόγως των βλέψεων που υπηρετούν, οργανώνουν με διαφορετικό τρόπο τη ζωή μέσα στη φύση και στις κοινωνίες.

Με το διαλεκτικό και το ερμηνευτικό γνωστικό μοντέλο, ο διαχωρισμός τεχνογνωσίας και αυτογνωσίας έδωσε τη θέση του σε μια σύγκλισή τους, προς όφελος των ανθρώπων, και της ζωής τους μέσα στη φύση και την κοινωνία.

 

II

 Contraria sunt complementa

Η σύγκλιση τεχνογνωσίας και αυτογνωσίας είναι το βασικό αίτημα ενός νέου γνωστικού μοντέλου, του μοντέλου της πολύπλοκης σκέψης που άρχισε να συγκροτείται, μετά τον Β΄ Π.Π., από κοινωνικούς επιστήμονες όπως τον Jean Piaget [3], ιδρυτή του γενετικού δομισμού, τον G. Gurvitch [4], ιδρυτή του διαλεκτικού υπερεμπειρισμού, τον αστροφυσικό Ιλία Πριγκοζίν [5] που μίλησε για τους νόμους του χάους και τη μη αντιστρέψιμη κίνηση του βέλους του χρόνου, τον Im. Wallerstein [6], μελετητή της ιστορίας του καπιταλισμού, τον φιλόσοφο Κ. Καστοριάδη [7] και τον κοινωνιολόγο και επιστημολόγο Εd. Μοren [8].

Μέσα από διεπιστημονικές έρευνες, το νέο αυτό γνωστικό παράδειγμα έδειξε ότι ο νευρο-εγκέφαλος είναι ένα πλέγμα πολλών και ποικίλων λειτουργιών: ενορμάται, ορέγεται, επιθυμεί, διανοείται, αναστοχάζεται, βούλεται, συλλογίζεται, κρίνει, αξιοθετεί. Με όλη αυτή τη συνθετότητα, αποτελεί ισομορφικά μικρογραφία του σύμπαντος.

Με βάση τις επιστημονικές μελέτες των νευρωνικών διαδικτύων του εγκεφάλου, το μοντέλο της πολυπλοκότητας αποσαφηνίζει τον τρόπο με τον οποίο, με τη μεσολάβηση της γλώσσας, η πολύπλοκη οργάνωση του νευρο-εγκεφάλου κάνει να αναπτυχθούν η συνείδηση και το πνεύμα.

Έτσι, αντί των διαχωρισμών και των δυισμών που διενεργεί ο θετικισμός και η τεχνο-επιστήμη, η επιστήμη της πολυπλοκότητας συνδυάζει την τεχνογνωσία που προσλαμβάνει και επεξεργάζεται λογικο-μαθηματικά τα εμπειρικά δεδομένα με την αναστοχαστική σκέψη και την κριτική δύναμή της, που κινείται με μη αξιωματικές αρχές, οι οποίες προέκυψαν από έρευνες και πορίσματα του διαλεκτικού και του ερμηνευτικού γνωστικού μοντέλου. Τα δυο αυτά μοντέλα, με τη γνώση των ιστορικο-κοινωνικών και πολιτισμικών φαινομένων που παράγουν, συμβάλλουν στην αυτογνωσία και παραπέρα στην αυτοσυνείδηση.

Τέτοιες μη αξιωματικές αρχές με τις οποίες κινείται η επιστήμη και η επιστημολογία της πολυπλοκότητας είναι:

1) Διαλογική ή διαλεκτική αρχή, με την οποία εντοπίζουμε διαπλοκές και διαδράσεις φαινομένων που λειτουργούν σε δίκτυα αντιθετικών, ανταγωνιστικών ή συμπληρωματικών σχέσεων. Αυτά τα διαδίκτυα εικονίζουν το νου και το σύμπαν ως πλέγματα διασύνδεσης της τάξης που οδηγεί στην αταξία, η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί σε μια νέα τάξη (αρνητική και θετική εντροπία). Μπορεί να πει κανείς ότι η πραγματική κίνηση του σύμπαντος και αυτή της σκέψης είναι οι δυο όψεις της γνωστικής διαδικασίας.

2) Με την αρχή της ανάδρασης, με την οποία φωτίζουμε κυκλικές γνωστικές διαδικασίες, που οι συνέπειές τους δρουν πάνω στις αιτίες που τις προκάλεσαν. Τέτοιου είδους αναδράσεις παρατηρούνται στα προϊόντα που καθορίζουν τους παραγωγούς τους, όπως συμβαίνει λχ. με τα κείμενα που επηρεάζουν τους συγγραφείς που τα έγραψαν, με τους μαθητές που επηρεάζουν τους δασκάλους από τους οποίους έχουν επηρεασθεί.

3) Μια τρίτη αρχή, κοσμολογική και οντο-γνωσιοθεωρητική είναι η αρχή της ολογράφησης, με την οποία, αναπαριστούμε στερεοσκοπικά την τρισδιάστατη πραγματικότητα ως ολότητα κοιταγμένη υπό την ευρύτερη δυνατή οπτική γωνία των 180 μοιρών. Με βάση αυτή την αρχή μπορούμε και εγγράφουμε τα μέρη στο όλον, αλλά και το όλον στα μέρη, όπως μπορεί και κάνει η τεχνική του ηλεκτρονικού ολογράμματος. Το ηλεκτρονικό ολόγραμμα δείχνει ότι κάθε επιμέρους στοιχείο είναι ένα εν δυνάμει όλον. Το ωάριο λχ. και το σπερματοζωάριο, ενώ είναι στοιχεία του οργανισμού, αναπαράγουν ολόκληρο τον οργανισμό. Όπως το αυγό που αναπαράγει την κότα που το γέννησε. Με ανάλογο τρόπο, ο συμπαντικός μακρόκοσμος ενυπάρχει στους μικροκόσμους που τον συναποτελούν, όπως ένα κοσμο-σύστημα ενυπάρχει στο καθένα από τα υποσυστήματά του.[9]

Είναι σημαντικό ότι οι τρεις αυτές αρχές ισχύουν και σε συνθήκες σταθερότητας, συνέχειας, αταραξίας και ισορροπίας, αλλά και σε συνθήκες μεταβλητότητας, αστάθειας ή ανισορροπίας. Γιατί ο κόσμος έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται και τον νοεί η πολύπλοκη σκέψη είναι συγχρόνως σταθερός και ασταθής, συνεχής και ασυνεχής, νομοτελειακά προσδιορίσιμος, αλλά και απροσδιόριστος.

Και οι τρεις αρχές μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τη ρύθμιση και οργάνωση, αλλά και την απορρύθμιση και αποδιοργάνωση του εξωτερικού και του εσωτερικού μας κόσμου. Γι’ αυτό και αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες ώστε η σκέψη να μην αντιλαμβάνεται την κίνηση των φαινομένων μονότροπα, είτε ως συνεχή μόνον είτε ως ασυνεχή μόνον. Το ίδιο, και οι βλέψεις και οι επιταγές, στις οποίες υπακούει η σκέψη, μπορούν να είναι διπλές, οδηγώντας με την αμφισημία τους, και στη μια και στην αντίθετη βλέψη μέχρις ότου εξισορροπηθούν η μια μέσα από την άλλη.[10]

Καθώς το δεδομένο ιστορικό-κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό κοσμοσύστημα φτιάχτηκε και οργανώθηκε με κύρια βλέψη την υπερσυσσώρευση και τον υπερέλεγχο, δεν παραδέχεται ότι θέτοντας σε β΄ μοίρα άλλες βλέψεις, που θα μπορούσαν να ανανεώσουν τη ζωή μέσα σ’ αυτό, έφτασε στο όριό της. Σε παλαιότερες φάσεις, το κοσμοσύστημα έδινε χώρο στο πνεύμα και στην κουλτούρα, την οποία, όμως, μετά τον Β΄ Π.Π., προσάρμοσε στον καταναλωτισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε η κουλτούρα να συρρικνώνεται στο θέαμα.

Με άλλα λόγια, όλα όσα αρνείται το δεδομένο κοσμοσύστημα, τα αρνείται και η μονόπλευρη σκέψη που το δρομολόγησε. Έτσι, απορρίπτει ως αντιθετικούς, και επομένως αλληλο-αποκλειόμενους, τρόπους σκέψης που υπηρετούν διαφορετικές αλλά εξίσου αναγκαίες και πρωταρχικές βλέψεις, όπως τη βλέψη της αλληλέγγυας αναδιανομής του πλούτου, τη βλέψη της παγκόσμιας ειρήνης ή της διαφωτιστικής χειραφέτησης. Γι’ αυτό και τις απαξιώνει συνεχώς ως ασύμφορες. Όμως, τόσο η σκέψη μας όσο και η ζωή μας εμπλέκονται σε διπλούς δεσμούς (double bind) επιθυμιών και βλέψεων που φαίνεται η μία να αποκλείει την άλλη.

*

Για την πολύπλοκη σκέψη, ωστόσο, δεν υπάρχουν αγεφύρωτες αντιθέσεις, γιατί ο ανθρώπινος οργανισμός —ανώτερος των άλλων θηλαστικών— αναπτύσσει, εκτός από τον μαθηματικό υπολογισμό, και άλλες μη μαθηματικοποιήσιμες και μη τυποποιήσιμες γνωστικές λειτουργίες, που καθιστούν δυνατή τη γεφύρωση και την εξισορρόπηση αντίθετων βλέψεων/ενδιαφερόντων. Αυτό το επιβεβαιώνουν τα έργα που παράγει ο εγκέφαλος με το πλέγμα αισθητηριακών νευρώνων που επιτρέπουν την άμεση εποπτεία και με το πλέγμα κινητικών νευρώνων που επιτρέπουν τη δημιουργία και τον μετασχηματισμό συνθηκών γνώσης της φύσης, της κοινωνίας, του πολιτισμού.

Οι υπολογιστές, βάσει των προγραμμάτων που καταρτίζουν οι άνθρωποι, λειτουργούν με μια συμβολική λογική δυο μονοσήμαντων συμβόλων ή μάλλον σημείων + και –, 1 και 0, και μπορούν και ελέγχουν οργανωτικές και διαχειριστικές δράσεις, επιλύουν πρακτικά προβλήματα, κάνουν διαγνώσεις ασθενειών (ψηφιακοί τομογράφοι κλπ.) ή εκτελούν απλές και αναίμακτες χειρουργικές επεμβάσες με το ηλεκτρονικό νυστερι (cyber knife). Παρ’ όλ’ αυτά, αν και πολύπλοκος υπολογιστής, ο ανθρώπινος νευρο-εγκέφαλος, δεν μπόρεσε μέχρι στιγμής να εντοπίσει και να παρακολουθήσει τις βιοψυχικές και γνωστικές διεργασίες του αναστοχαστικού λόγου ή αλλιώς του πνεύματος, ούτε το πώς τα γενετικά προγράμματα, το DNA, αναπτύχθηκαν και μετασχηματίσθηκαν μέσα από μια πολύπλοκη εξελικτική διαδικασία, χωρίς την παρέμβαση κανενός. Ένα απλό έμβιο ον αυτο-οργανώνεται, αυτό-παράγεται, αυτό-συντηρείται, αυτό-προσδιορίζεται. Κι αυτό, γιατί η υποκειμενικότητά του είναι πολύ απλή. Αντιθέτως, τα πολυκυτταρικά έμβια όντα είναι γνωστικά και δεν αυτό-παράγονται. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την χρηματοπιστωτική αγορά που δεν αυτορυθμίζεται όπως η αγορά την εποχή του laissez-faire.

Η ζωή εν γένει αποτελεί γνωστική διαδικασία κρυμμένη στο computo και είναι αδιαχώριστη από την οργάνωση της δράσης των πολυκυτταρικών έμβιων όντων. Και η πολύπλοκη σκέψη, αν ήταν σύμφυρμα πληροφορίας και υπολογισμού, μόνον, θα μπορούσε να αυτό-οργανώνεται ως να είχε φορέα ένα απλό άτομο-υποκείμενο. Αλλά το νευρικό μας σύστημα, που είναι αισθητηριακό-κινητικό, σχηματίζεται όχι μόνον οντο-γενετικά, αλλά και φυλογενετικά, στη βάση αλληλεπιδράσεων με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις τού επιτρέπουν να εξασφαλίζει πρωτεΐνες, μιας και τα ζώα δεν απορροφούν την ηλιακή ενέργεια όπως τα φυτά.

Όσον αφορά, λοιπόν, τα βιοψυχικά όντα που είναι οι άνθρωποι, κάθε πρόοδος της ζωής τους είναι πρόοδος και της θεωρητικής, πολιτισμικής και πολιτικής δράσης που αναπτύσσει το περιβάλλον τους, και αντιστρόφως. Κι αυτό, γιατί η ανάπτυξη του νευρο-εγκεφάλου επιτρέπει την ανάπτυξη της επικοινωνίας, μέσω της μορφογέννεσης του γλωσσικού κώδικα, και των συλλογικών δράσεων της μετάδοσης πληροφοριών, της μάθησης, της επιβεβαίωσης. Υπάρχει μια διαλεκτική οργάνωσης-γνώσης-επικοινωνίας που κάνει να προκύψει το πλέγμα γνώσης-επικοινωνίας-αισθητικότητας-συναισθήματος. Γενικότερα υπάρχει μια διαλεκτική του μέσα και του έξω, καθώς η σκέψη διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την αλληλεπίδρασή της με το φυσικό-κοινωνικό-πολιτιστικό περιβάλλον. Ενώ είναι έμφυτη η ικανότητα της μάθησης που συνδέει το άγνωστο με το γνωστό και ο νευροεγκέφαλος, για να γνωρίσει, απλοποιεί με την ανάλυση και πολυπλοκοποιεί με τη σύνθεση.

Αυτό κάνει τον Μορέν να θεωρεί τη νοημοσύνη μια στρατηγική τέχνη που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της ανάλυσης και της σύνθεσης, αρκεί να αναπτύσσεται στο επίπεδο της γλώσσας-σκέψης-συνείδησης, και αρκεί να ευνοείται από την διανοητική περιέργεια, δηλ. την εξερευνητική παρόρμηση, και το γνώναι ορέγεσθαι (το πάθος της γνώσης). Έτσι, αυτό που διαφοροποιεί τη γνωστική μηχανή του χιμπατζή από την ανθρώπινη δεν είναι ο αριθμός των νευρώνων, αυτός είναι ίδιος, αλλά η ριζική αναδιοργάνωσή του εγκεφάλου τους. Αυτή κάνει να αναδυθούν η συνείδηση και το πνεύμα, που δεν ανάγονται στα 30 δισεκατομμύρια νευρώνες και στις 10 στη 15η συνάψεις τους. Ανάγονται στην εξαιρετικά πολύπλοκη οργάνωση του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Χάρη σ’ αυτήν, η σκέψη περνά από τον υπολογισμό στον συλλογισμό, στηριζόμενη σε παρατηρήσεις, πληροφορίες και κρίσεις, προσδιοριστικές και στοχαστικές, για δεδομένα της ψυχο-κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας που έχουν την έρεισή τους στο φαντασιακό. Αυτά τροφοδοτούν τη διάνοια και την έλλογη κρίση με το υλικό λιβιδικών ενορμήσεων, ψυχικών παραστάσεων επιθυμίας και μνήμης τραυμάτων και επιτυχιών που θέτουν σε κίνηση τη δημιουργία έργων ή την καταστροφή. Με τον συλλογισμό, η σκέψη μπορεί να καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με το προσωπικό και το κοινό συμφέρον.

*

Ο συλλογισμός, λοιπόν, είναι μια βαθμίδα πάνω από τον υπολογισμό, και μας μεταφέρει στην περιοχή των διαδράσεων συνειδητού και ασυνείδητου που διαμορφώνουν το πνεύμα. Το πνεύμα είναι μια πτυχή της πολύπλοκης οργάνωσης του νευρο-εγκεφάλου, που υπερβαίνει την εμπειρική παρατήρηση, τη διάνοια, και το computing, και ενεργοποιείται συνδυάζοντας την ελεύθερη συμβολική φαντασία, την διάνοια, τον αναστοχαστικό λόγο και την κριτική δύναμή του. Με τη μεσολάβηση της συνείδησης και της γλώσσας, δημιουργεί ιδέες, αξίες, κριτήρια, νοήματα, νόμους, θεσμούς, καλές τέχνες και καινοτόμες τεχνικές

• έναν πνευματικό πολιτισμό, δηλαδή, τον οποίο, στην εποχή μας, αντιστρατεύεται ο τεχνικός πολιτισμός, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε τεχνική και κουλτούρα να μην αποκλείουν η μια την άλλη. Αυτό επιχείρησε η πειραματική ζωγραφική, στα χρόνια του ’70, χωρίς, ωστόσο, σπουδαία αποτελέσματα, γιατί ο καλλιτέχνης, με τις κατασκευές του, έδωσε το βάρος στην τεχνική παρά στην τέχνη.

Η συνείδηση και το πνεύμα (mens, mind) είναι οι πιο πολύπλοκες και μαζί οι πιο λεπτές δραστηριότητες. Με τη γλώσσα, τη μεσολάβηση του ψυχισμού και τη διάδραση με το περιβάλλον, δημιουργούν έργα ακατανόητα για την εργαλειακή διάνοια και τον μαθηματικό υπολογισμό. Προς το παρόν, όμως, ούτε η νευρο-φυσιολογία ούτε η βιοχημεία μπορούν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν με ποιο τρόπο παράγεται η μνήμη λχ. ή η τέχνη ή η φιλοσοφία. Ούτε έχουν βρεθεί μαθηματικές εξισώσεις που θα επέτρεπαν στους βιο-χημικούς και τους νευρο-φυσιολόγους να προσδιορίσουν την απαρχή τους.

Έτσι, μέχρι στιγμής, μαθαίνουμε πως λειτουργεί το πνεύμα από τις γνωσιοθεωρίες και τις επιστημολογίες, όπως ήταν η καντιανή Κριτική της δογματικής Μεταφυσικής, η χεγκελιανή Κριτική της μηχανιστικής επιστήμης, ή η μαρξιανή Κριτική της Πολιτικής οικονομίας των μέσων του 19ου αι. Όπως, στον 20ό αιώνα, μάθαμε αρκετά για την απαρχή και τον τρόπο με τον οποίο έγιναν δυνατές συγκεκριμένες επιστήμες και φιλοσοφίες από τις ψυχολογίες του βάθους, την ψυχανάλυση, την κριτική ή τη θεωρία διαφόρων γνωστικών και καλλιτεχνικών αντικειμένων. Πρόκειται για προσεγγίσεις έργων που φωτίζουν την αναστοχαστική κριτική ικανότητα με την οποία δημιουργήθηκαν. Γιατί, με τον κριτικό αναστοχασμό, κρίνουμε, διακρίνουμε, συγκρίνουμε αξιοθετούμε, αποτιμούμε, νοηματοδοτούμε.

Όλα αυτά είναι πράξεις, πέρα από το computo, λόγω της συνθετότητάς τους και της εγγενούς αντινομικότητάς τους, με τις οποίες γράφτηκε η Ιλιάδα του Ομήρου, το αθηναϊκό δράμα ή ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι κ.ά.

Τέτοιες στοχαστικές προσεγγίσεις των έργων που έχουν ήδη δημιουργηθεί εξακολουθούν να είναι αναγκαίες γιατί, ενώ όταν προσθέτουμε η όταν διαιρούμε προκύπτει πάντα το ίδιο βέβαιο άθροισμα ή πηλίκο, οι αισθητικές ή πολιτικές ή ηθικές κρίσεις μας, ή οι πολιτικές εκτιμήσεις μας μας διαφέρουν ή είναι αντίθετες από ομάδα σε ομάδα, επειδή και οι βλέψεις και τα συμφέροντα που καθορίζουν τις κρίσεις μας έχουν διαφορετικό βάρος για την καθεμιά από αυτές. Για να αποφύγουμε τον σκεπτικισμό που προκαλεί αυτή η υπέρμετρη σχετικότητα, διαμορφώνουμε αρχές και επεξεργαζόμαστε δεσμευτικά κριτήρια, με βάση τα οποία κρίνουμε και αξιολογούμε.

*

Μέχρι τον 20ό αιώνα, το πνεύμα αναγόταν στην ύλη. Παλιότερα, στον 17ο και 18ο αιώνα, η δογματική μεταφυσική θεωρούσε το πνεύμα ως μια ανώτερη καθοδηγητική ουσία, δημιούργημα του θεού. Προέκυψε, έτσι, ο δυισμός[11]πνεύματος και ύλης, υπό μορφήν σχίσματος υλισμού-ιδεαλισμού• δύο κατ’ εξοχήν ηγεμονικών αντιλήψεων που λειτούργησαν και ως διχαστικές ιδεολογίες, έως ότου το σχίσμα αυτό μετατραπεί σε ταμπού.

Και σωστά ο Μορέν θεωρεί το ψέμα, αποκύημα ταμπού και δογμάτων. Γιατί οι διαχωρισμοί, τους οποίους καθιέρωσε ο θετικισμός, μας εμποδίζουν να κατανοήσουμε τη διάδραση εγκεφάλου-πνεύματος. Έτσι, ο αυστηρά νομοτελειακός θετικισμός του 19ου δεν μπορεί να κατανοήσει την ελευθερία ως σύλληψη της ανθρώπινης συνείδησης-πνεύματος που υλοποιήθηκε και αντικειμενοποιήθηκε σε διαφορετικό βαθμό, με διαφορετική σημασία, σε διάφορες εποχές έως ότου αντικειμενοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό, μέσα σε δημοκρατικά, μη αμιγώς ατομικιστικά καθεστώτα.

Με τον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο, ξεκινώντας από την αμοιβάδα, μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε όλη τη φυσική και βιοχημική εξέλιξη που ύστατος καρπός της μπορεί να θεωρηθεί το πνεύμα, το οποίο όμως δεν είναι καρπός ενός εξελικτισμού αλλά της τομής που συνεπιφέρει η αναδιοργάνωση του ανθρώπινου νευρο-εγκεφάλου, αφού θα ήταν όντως ανύπαρκτο, χωρίς την πολύπλοκη οργάνωση των δισεκατομμυρίων νευρωνικών δικτύων που ενεργοποιούνται με ηλεκτρικές και χημικές διεργασίες που προκαλούν τα ίδια τα πεπραγμένα του νου.

Προς το παρόν, τον νευρο-εγκέφαλο τον μελετούν η νευροφυσιολογία και οι βιολογικές επιστήμες, ενώ το πνεύμα οι επιστήμες του ανθρώπου.

Παρά τη σύνδεσή τους, όμως, αυτά τα δυο είδη επιστημών εξακολουθούν να εργάζονται ξεκομμένα το ένα από το άλλο. Πρώτος ο J. Piaget , μετά τον Β΄ Π.Π., μελέτησε διεπιστημονικά το νοείν στα πεδία της ψυχολογίας, της βιολογίας και της λογικής.

Σήμερα πάντως, οι νευροεπιστήμες αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει νοητική δραστηριότητα, ψυχική συγκίνηση, συναίσθημα, πνοή πνεύματος που να μην αντιστοιχεί σε μοριακές αντιδράσεις και να μην εξαρτάται από τη χημεία του εγκεφάλου, και δέχονται ότι η αναδιοργάνωση του εγκεφάλου παράγει πνεύμα, το οποίο, ο εγκέφαλος μπορεί και εντοπίζει, στη συνέχεια, καθώς οι πληροφορίες που δέχεται από αυτό υλοποιούνται σε χημικές ουσίες και νευρωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτοί οι νευρωνικοί μετασχηματισμοί αποδεικνύουν τη συμβολή των αισθητικο-κινητικών-λογισμικών και συνειδησιακών αντιλήψεων, και τη σημασία τους.

Αλλά η γνώση του τρόπου αναδιοργάνωσης της πληροφορίας, της συμβολοποίησης, της μνήμης, της λογισμικής ή της τυπολογικής δράσης και της σχέσης τους με το πνεύμα είναι σε νηπιακό ακόμη στάδιο. Αλλά, ενώ δεν ξέρουμε ακόμη πού έχει την απαρχή της λχ. η μνήμη, έχουν βρεθεί χημικές ουσίες που, ως εκχύματα στον εγκέφαλο, σβήνουν τραυματικές αναμνήσεις ή μειώνουν την έντασή τους.

Βέβαιο είναι ότι με την αλληλεξάρτηση φυσικο-βιολογικών-ψυχικών φαινομένων, εγκέφαλος και πνεύμα είναι δυο αδιαχώριστες πραγματικότητες. Γιατί μπορούμε να επηρεάσουμε τη λειτουργία της συνείδησης, επιφέροντας τομές ή φθορές στον εγκέφαλο, ή να εκμηδενίσουμε τις πνευματικές διεργασίες με ηλεκτροσόκ ή με χημικές ή ανατομικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο με λέιζερ, όπως και να διαταράξουμε τη συνείδηση με ναρκωτικά. Το ίδιο, γνωρίζουμε ότι η κατάθλιψη αντιστοιχεί στην έλλειψη σεροτονίνης στον εγκέφαλο και φυσικής κίνησης του σώματος, και ότι το πένθος αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό, ενώ η πίστη σε κάτι μπορεί και τονώνει ή αλλάζει τη διάθεσή μας, κλπ. Το θέμα είναι ότι, σήμερα, αντικείμενα πίστης, είτε είναι η θρησκεία είτε το ποδόσφαιρο, δεν φορτίζουν ούτε ενεργοποιούν το πνεύμα των πιστών που εφησυχάζουν ή διεγείρουν άλογες και βίαιες αντιδράσεις φανατισμού.

Συνείδηση-πνεύμα-εγκέφαλος συνδέονται με μια κυκλική αιτιότητα: το ένα είναι αποτέλεσμα του προηγούμενου και αιτία του επόμενου. Το πνεύμα αναδρά στον εγκέφαλο, ο οποίος αναδρά στο πνεύμα. Και ενώ, όπως είπαμε, το πνεύμα προκύπτει από την πολύπλοκη αναδιοργάνωση του εγκεφάλου, μπορεί και αυτονομείται σε σημείο που να μην επηρεάζεται από την εκφυλιστική πορεία των νευρώνων, στη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Έτσι, ενώ ο εγκέφαλος, μετά την ηλικία των είκοσι, χάνει 10 νευρώνες ανά δευτερόλεπτο και γεράζει, το πνεύμα εξακολουθεί και αναπτύσσεται ως τα βαθιά γεράματα, αρκεί να φορτίζεται με εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα. Υπάρχει, λοιπόν, αμοιβαία εξάρτηση οργανισμού, εγκεφάλου, πνεύματος και αντίστοιχα, πληροφοριών, ιδεών, αξιών, όπου ενέχονται και αντιφάσεις, τις οποίες μπορούμε να κατανοήσουμε από τη ρίζα τους παρά να τις κρύβουμε.

Η αμοιβαία εξάρτηση νευρο-εγκεφάλου - πνεύματος παραπέμπει στην αμοιβαία εξάρτηση σώματος και ψυχισμού. Η εγκεφαλική δραστηριότητα ως σώμα και η ψυχική δράση ως πνεύμα ταυτίζονται και μαζί διαφέρουν. Συστήνουν ένωση ταυτότητας και διαφοράς, για την οποία μίλησε ο Πλάτων στον Πολιτικό, όπως άλλωστε και ο Αριστοτέλης στο Περί ψυχής, όπου η ψυχή είναι η εντελέχεια του σώματος, η καλύτερη δυνατή μορφοποίησή του. Γι’ αυτό και τον ευδαίμονα βίο ο Αριστοτέλης τον θεώρησε συνάρτηση των πνευματικών μάλλον παρά των φυσικών ηδονών. Τα μάγματα για τα οποία έκανε λόγο ο Κ. Καστοριάδης υπονοούν ανάλογες ενώσεις, στις οποίες ρίχνει φως η καλλιτεχνική δημιουργία (η τέχνη του λόγου, η ζωγραφική, η μουσική κλπ.), στον αγώνα της να φτάσει ως το ανέκφραστο και να το εκφράσει.

Αυτή η αμοιβαία εξάρτηση είναι ακατάλυτη. Εγκέφαλος και πνεύμα είναι αδύνατο να απομονωθούν. Θα ήταν σαν να ήταν δυνατό να κάνουμε δύσκολους φιλοσοφικούς συλλογισμούς, χωρίς να ξέρουμε να μετράμε. Ή σαν να απομονώναμε τον εγκέφαλο από το πολιτιστικό του υπόβαθρο, όπου διασυνδέεται με τη γλώσσα, τις πρακτικές γνώσεις, την κουλτούρα. Γιατί το πνεύμα που εξασφαλίζει την πλήρη ανάπτυξη του εγκεφάλου, είναι αδιαχώριστο και από την κουλτούρα (ιδέες, μύθους, πίστη, παιδεία, θεωρίες, τέχνες) την οποία δημιούργησε και μέσω της οποίας αναπτύσσεται παραπέρα καθώς, καλλιεργώντας την, καλλιεργείται και το ίδιο.

Για το μοντέλο της πολύπλοκης σκέψης, λοιπόν, δεν υπάρχουν απόλυτες και αγεφύρωτες αντιθέσεις, μιας και η θεωρία και η πολιτική μπορούν να τις υπερβούν, με αποτέλεσμα την εξισορρόπησή τους.

 

III

 Η σκέψη, όπως και η ζωή μας, είναι όμηρος διπλών δεσμών με επιθυμίες και βλέψεις, ενδιαφέροντα ή συμφέροντα οι οποίοι, για τη λογική του κοσμοσυστήματος που μας περιβάλλει και που εντός του ζούμε, φαίνεται να αλληλο-αποκλείονται. Και φαίνεται έτσι γιατί η λογική αυτή, υπακούοντας στην αξιωματική, αλλά όχι ουσιαστική αρχή του αποκλεισμού του τρίτου (του είτε- είτε, τρίτο δεν χωρεί) αδυνατεί να διαχειριστεί αντινομίες και αντιφάσεις.

Περιορίζει, έτσι, τη δυνατότητα της σκέψης να ζυγίζει τα συν και τα πλην, τα υπέρ και τα κατά αυτού του βίαιου αποκλεισμού.

Ενεργοποιεί, έτσι, έναν μηχανισμό απώθησης της μιας ή της άλλης επιθυμίας του ψυχισμού, ενώ οι διπλές επιθυμίες ανοίγουν δρόμους πέραν της απληστίας, της φιλαρχίας ή της εγωπάθειας. Ευνουχίζοντας ή απωθώντας στη λήθη επιθυμίες και βλέψεις εξίσου ουσιαστικές με το χρήμα ή την εξουσία, το δεδομένο κοσμοσύστημα χρησιμοποιεί τη σκέψη σαν όργανο κυριαρχίας και ηγεμόνευσης, ικανό να μας απαλλάξει από τα double binds και από τα διλήμματα, τις συγκρούσεις, αλλά και τις δυνάμει εξισορροπήσεις τους.

Στις τραγωδίες, οι αγεφύρωτες αντιθέσεις κατατροπώνουν η μια την άλλη, και ο μόνος τρόπος απάλειψης της ύβρεως που οδηγεί στο έγκλημα είναι η κάθαρση. Στη σύγχρονη ζωή, το δράμα είναι συνεχώς εν εξελίξει, καθώς η φιλαρχία μεταλλάσσεται σε κατάχρηση εξουσίας, καταργώντας την κάθαρση ή μεταθέτοντάς την νεφελωδώς και αενάως στο μέλλον.

Το μόνο που θα μπορούσε να δώσει τέλος στο συνεχιζόμενο και διογκούμενο δράμα της επιβαλλόμενης μονομέρειας που αχρηστεύει διαδικασίες εξισορρόπησης και εναρμόνισης διπλών και αντιθέτων επιθυμιών είναι η σύγκλιση αντινομικών τάσεων απληστίας και αυτοσυγκράτησης, κυριαρχίας και διαλόγου, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράγμα που είναι αδύνατο να επιτευχθεί, αν δεν καθρεφτισθούν η μια βλέψη μέσα στην αντίθετή της, και αν δεν αναβαθμισθεί η μια μέσα από την αναγνώριση της άλλης.

Για να μη ξανασυρθούμε, λοιπόν, στη δουλεία, δεν βλέπω τι άλλο μπορούμε να κάνουμε από το να κατανοήσουμε από τη ρίζα της τη βλέψη της ηγεμόνευσης μέσα από τη βλέψη της χειραφέτησης, ατομικής και κοινωνικής, που θα έχει γίνει κι αυτή αντικείμενο ριζικής κατανόησης. Γιατί ποιο πρίσμα μπορεί να αποδώσει την πρόοδο ή την κατάπτωση της σκέψης-ύπαρξης; Η διάνοια που χρησιμοποιείται ως μέσο χειρισμού και ελέγχου δεν μπορεί. Γι’ αυτό, προσφέρεται η συνείδηση-πνεύμα που κινητοποιεί διεργασίες διαύγασης ικανές να οδηγήσουν τις ανθρώπινες υποθέσεις από τη σύγχυση στην αναγνώριση όσων κάνουν και των συνεπειών τους.

Οι τρεις αρχές της πολυπλοκότητας, η διαλεκτική, η αναδραστική και η ολογραφική, επιτρέπουν τη σύγκλιση αντίθετων βλέψεων και την κατά το δυνατόν ενοποίησή τους. Και είναι γνωστό ότι κάθε φορά που ενοποιούνται διαφορετικές, αντίθετες ή άνισες βλέψεις ή δομές, οι κατώτερες, καθώς αναβαπτίζονται μέσα στο όλον, όπου ενσωματώνονται, παύουν να είναι και να αντιμετωπίζονται ως κατώτερες. Στη βάση τους, ο δυισμός εργαλειακής διάνοιας και αναστοχαστικού λόγου μπορεί και ξεπερνιέται, όταν τα δύο αντίπαλα, προς το παρόν, μέρη —η αυτογνωσία και τεχνογνωσία— λειτουργούν συντονισμένα και μέσω της αλληλεπίδρασής τους, η μια μπορεί να διακριβώσει τον ρόλο και την πραγματική σημασία της άλλης.

Αυτό κάνει και η επιστημολογία της πολυπλοκότητας. Εξετάζει τις γνωστικές διαδικασίες, διορθώνει τις μεθοδεύσεις, εμπλουτίζει τα πρίσματα, ενώ και ή ίδια εμπλουτίζεται από αυτά. Γιατί ο αναστοχασμός δεν γίνεται στο κενό, αφού και αυτός στηρίζεται σε όλα όσα διασαφηνίζονται στα πορίσματα της βιολογίας, της ανθρωπολογίας ή της ψυχολογίας της γνώσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ένστικτα ή τα πάθη που επηρεάζονται από την ανάπτυξη της αναστοχαστικής σκέψης ώστε να μη μένουν εμμονικά και τυφλά. Μέσω της συνείδησης η σεξουαλική ευχαρίστηση γίνεται έρωτας, και ο έρωτας σεξουαλική ηδονή. Έχουμε δηλαδή διεργασίες μετουσίωσης ενός συνόλου μερών, οι οποίες είναι αδύνατο να ενεργοποιηθούν, χωρίς τη μεσολάβηση της παιδείας και των δασκάλων.

Αυτές οι μετουσιωτικές διεργασίες έκαναν τον Μερλώ-Ποντύ και τον Καστοριάδη να υποστηρίξουν ότι οι φυσικές, βιο-ψυχικές-νοητικές δομές δεν είναι ξεκομμένες οι μεν από τις δε ούτε η μια είναι απλώς αιτία της άλλης και ότι αντίθετα, ενσωματώνονται η μια στην άλλη, και δομούν διαφορετικά η καθεμιά την προηγούμενη ή την επόμενη. Αν όμως η σκέψη δεν κινηθεί διαλεκτικά, ώστε να άρει τους αυθαίρετους διαχωρισμούς στοιχείων που στην πραγματικότητα είναι αδιαχώριστα, τέτοιες διεργασίες είναι αδύνατες.

Κι εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Τι και ποιος θα επιτρέψει τη σύγκλιση αντίθετων ενδιαφερόντων και, συγκεκριμένα, τη σύγκλιση τεχνογνωσίας-αυτογνωσίας; Η βιοπολιτική εξουσία;

Αυτή, ελλείψει παιδείας, γίνεται ρυθμιστής ζωής και θανάτου, καταργώντας βαθμιαία την κοινωνική πολιτική; Ή μήπως η περιστολή και η υποβάθμιση της παιδείας, με όλα τα σημάδια που αφήνει στη σύγχρονη ζωή (παρατημένους στην τύχη εφήβους, γέρους, άστεγους, ανασφάλιστους, ανέστιους κλπ.);

Όσο όμως υποβαθμίζεται η παιδεία στον πλανήτη, τόσο θα καταναλώνονται τα όπλα και υπερόπλα που είναι δύσκολο να αχρηστευθούν.

Υπάρχουν, λοιπόν, σοβαρά εμπόδια, αφού χωρίς παιδεία που να συμπληρώνει την επαγγελματική κατάρτιση και χωρίς το αγωνίζεσθαι που καλλιεργεί, μαθαίνοντας μας πώς να ξεπερνούμε τα εμπόδια, δεν μπορεί να υπάρξει μια συνεχώς εν προόδω ουσιαστική και όχι άπαξ διαμορφωμένη, αναγκαστικά τυπική δημοκρατία.

Κι εδώ προκύπτει ένα συναφές και εξίσου κρίσιμο ζήτημα: Τι σχέση έχει η δημοκρατία με την πολύπλοκη σκέψη; Με όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, φαίνεται να έχουν σχέση στενής συνεπαγωγής. Το τρίπτυχο εγκέφαλος/συνείδηση/πνεύμα δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να αποδώσει σε συνθήκες αυταρχικές ή ολοκληρωτικές. Η ίδια η συγκρότησή του έχει δημοκρατικό χαρακτήρα. Η δημοκρατία που έφτιαξε η κλασική Αθήνα αντανακλά τη δημοκρατική διάρθρωση εγκεφάλου/συνείδησης/πνεύματος.

Οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι ο νευρο-εγκέφαλος-πνεύμα λειτουργεί ως ένα δημοκρατικό κοινοβούλιο, και η αναδιοργάνωσή του το κάνει να απαρτίζεται από πνευματικά όργανα που κινητοποιούνται και αυτά, μόλις λάβουν την εντολή από τα συμβούλια των νευρώνων που διαβουλεύονται για το σκεπτέο και το πρακτέο.

Γιατί ο εγκέφαλος/ψυχισμός/γλώσσα/συνείδηση/πνεύμα δεν είναι ούτε άκεντρος ούτε έχει ένα και μόνο κέντρο. Είναι ένα πολύκεντρο όργανο που συντονίζει τις πολλαπλές και ποικίλες εργασίες της σκέψης. Ο φλοιός του, καθώς πτυχώνεται, σχηματίζει ημισφαίρια που συνδέονται με το μεσολόβιο και διαιρούνται σε λοβούς, που κι αυτοί διαιρούνται σε έλικες και αυλακώσεις.[12]

Συμπερασματικά, η κατανόηση και η ενεργοποίηση των ανενεργών δυνατοτήτων μας να σκεφτούμε αλλιώς τις σχέσεις μας με τους άλλους, τα πράγματα και τον εαυτό μας, είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να υπερβούμε τον σχηματικό και αυθαίρετο διαχωρισμό αναγκαιότητας και ελευθερίας, αλληλεγγύης και απουσίας συναισθήματος, πολέμου και συνεργασίας που μαστίζει τον κόσμο σήμερα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1.Η Κυβερνητική δεν έχει σχέση με την πλατωνική Κυβερνητική, τέχνη της διακυβέρνησης πλοίων, βλ.Πλάτων, Γοργίας 511D.

2. Βλ. Αλ. Δεληγιώργη, Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών θετικιστικού ερμηνευτικού και διαλεκτικού τύπου, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2011.

3.Jean Piaget, Psychologie de la connaissance, 1947• Introduction à l épistémologie génétique, tom. Ι, 1949• Sagesse et illusions de la philosophie, 1970• Logique et connaissance scientifique, 1967• Etudes sociologiques, 1967• Epistémologie des sciences de l’ homme, 1970• Psychologie et épistémologie, 1970.

4. G. Gurvitch, La vocation actuelle de la sociologie, tom. I, II, 1963• Dialectique et sociologie, 1962• G.Gurvitch, Traité de sociologie, tom. 1, 2• L’ hyper-empirisme dialectique, στο Gurvitch par Jean Duvignaud, éd. Seghers, 1969, σσ.60-75• Déterminismes sociaux et liberté humaine, 1968• Les cadres sociaux de la connaissance, 1966• Gurvitch, éd. SUP, 1972.

5. Il. Prigozine, To τέλος της βεβαιότητας, 2003• Les lois du chaos, éd. Flammarion, 1993• Τάξη μέσα στο χάος, Το βέλος του χρόνου.

6. Im. Wallerstein, Ευρωπαϊκός οικουμενισμός, εκδ. Θύραθεν 2010• Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, εκδ. Θύραθεν 2009• Μετά τον φιλελευθερισμό, εκδ. Σύγχρονη σκέψη, 2004• Unthinking Social Sciences, ed. Temple University Press, Philadelphia, 2001.

7. C.Castoriadis, Les carrefours du labyrinthe, éd. du Seuil 1978• Domaines de l ’ homme, Les carrefours du labyrinthe II, ed. du Seuil, 1986• Le monde morcelé, Les carrefours du labyrinthe III, éd. du Seuil, 1990• Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου (Ι), εκδ. Υψιλον/βιβλία, 1991• Ο θρυμματισμένος κόσμος, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 2000• Παράθυρο στο χάος, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 2007.

8. Εντ.Μορέν, Η μέθοδος, τόμοι 1-6, εκδ. του Εικοστού πρώτου, 2013• Τα δαιμόνιά μου, εκδ. του Εικοστού πρώτου, 1994• Γη-Πατρίδα, εκδ. Οδυσσέας, 1993• Οι εφτά γνώσεις κλειδιά για την παιδεία του μέλλοντος, εκδ. του Εικοστού πρώτου, 2000.

9. Εντ. Μορέν, Η Μέθοδος, τόμ. 3, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2001, σς. 146-153.

10. Επιστήμονες της Πληροφορικής, όπως ο πολυβραβευμένος Έλληνας Κωνσταντίνος Δασκαλάκης, υποστηρίζουν ότι το θεώρημα της ισορροπίας του Νας δεν ευσταθεί πλέον. Ίσως γιατί στις δεκαετίες που πέρασαν από τότε, υπερπολλαπλασιάστηκαν τα επιχειρησιακά δίκτυα της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και έγινε σκληρότερος ο ανταγωνισμός τους. Μπορούμε, έτσι, να πούμε ότι η ισορροπία είναι στην ουσία ένα αίτημα, με βάση το οποίο τείνουμε, αλλά ποτέ δεν φτάνουμε στην ισορροπία. Το ίδιο ισχύει και με τα αιτήματα λχ. της αντικειμενικότητας (δικαιοσύνης) ή της ειρήνευσης, με τα οποία προχωρεί η γνωστική διαδικασία και συνακόλουθα και η ιστορικο-κοινωνική διαδικασία.

11. Για τους βλαβερούς δυισμούς βλ. Haridimos Tsoukas, Complex Knowledge, Studies in Organizational Epistemology, Oxford University Press, 2005.

12. Εντ. Μορέν Η μέθοδος, ό.π., τόμ. 3• Η γνώση της γνώσης, ό.π., σσ. 128-135.

 

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ,13 Μαρτίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...