Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Για όσα κάνουμε χάριν του ωραίου, ο Θουκυδίδης μάς υπέδειξε τον απλό τρόπο, ενώ για όσα κάνουμε χάριν της αλήθειας ή του δικαίου, συνέστησε την αποφυγή της φυγοπονίας. Ανατρέχω στην πασίγνωστη φράση του από τον Επιτάφιο του Περικλή και την παραφράζω, καθώς αναλογίζομαι την τύχη της φιλοσοφικής σκέψης στον μεταμοντέρνο κόσμο.
Στον ασφυκτικά αγοραίο κόσμο της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας η φιλοσοφία είναι σχεδόν φυσικό να απορρυθμίζεται. Και στην προσπάθειά της να επιβιώσει στο πλαίσιο μιας υπερκαταναλωτικής κουλτούρας ήταν αναμενόμενο ότι θα δοκίμαζε να αλλάξει σκοπό, ήθη και τρόπους κίνησης.
Δυσφορώντας με τις ηρωικές, όπως τις χαρακτηρίζει, αφηγήσεις του φιλοσοφικού μοντερνισμού, συνεκτιμώντας την αδιαφορία του παραλήπτη της, η μεταμοντέρνα σκέψη περιορίζει τις απαιτήσεις και τις βλέψεις της, καταφεύγοντας στη λύση της εξοικονόμησης της στοχαστικής ενέργειας.
Φαίνεται έτσι να εγκαταλείπει τον ορίζοντα της κριτικής και της ουτοπίας, που από τους σοφιστές και τον Πλάτωνα ως την εποχή μας υπήρξε ο φυσικός της ορίζοντας. Γιατί σε αυτή τη μακραίωνη διάρκεια όποιος δεν κοβόταν για την αλήθεια και το δίκαιο (που επιβάλλουν και τα δύο την κριτική τού δεδομένου και την αναζήτηση του δυνατού) και όποιος δεν αδιαφορούσε για τον κόπο και τη φθορά που απαιτούσε ένα τέτοιο μέλημα δεν γινόταν φιλόσοφος.
Αλλά η αποστροφή για τη μεγαλεπήβολη διάθεση του φιλοσοφικού στοχασμού να άρει τα λάθη της Ιστορίας αποστροφή που επιβάλλει στους μεταμοντέρνους διανοητές να εγκαταλείψουν την ευθεία και να αναζητήσουν παρακαμπτήριες δεν είναι καινούργιο ούτε ανησυχητικό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβηκε και με τους σκεπτικούς ή τους παραμυθητικούς φιλοσόφους κατά καιρούς, από τα τέλη της ελληνιστικής περιόδου και τις εναλλασσόμενες φάσεις της ρωμαϊκής παρακμής και μετά.
Αυτό το παθαίνει η δυτική σκέψη σε εποχές αντιδραστικές ή σε εποχές μηδενιστικές και υπερσχετικιστικές όπως η δική μας. Κάθε φορά δηλαδή που οι τρέχουσες αξίες ευνοούν τη ραθυμία του συναισθήματος και την απαξία ή κάθε φορά που οι ισχύοντες κανόνες είναι τόσο τυφλοί ώστε να αποδυναμώνουν τη δύναμη της εξαίρεσης να θεσμίζει καινούργιους.
Η ζωή ως ύψιστη αξία
Σε αυτές τις περιπτώσεις όσοι στοχαστές δεν φυγοπονούν, ξαναγυρίζουν τη δυτική σκέψη στην αρχαιοελληνική απαρχή της, για να της θυμίσουν γιατί υγιείς λαοί, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, αναγνωρίζοντας ως ύψιστη αξία τη ζωή, προσέτρεχαν στον τόπο επιμέλειας της κοινωνίας και του εαυτού μας, που είναι η φιλοσοφία.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, για παράδειγμα, όταν οι ψίθυροι και στη συνέχεια οι φωνές αγανάκτησης για τα προγράμματα στυγνού εξορθολογισμού που κατέστρωσε ο Διαφωτισμός πύκνωσαν στις τάξεις των υγιώς σκεπτομένων, κάποιοι από αυτούς, διανοούμενοι, ποιητές ή στοχαστές, θέλησαν να τραβήξουν το κλαδί του δένδρου από την άλλη μεριά, αντιπροτάσσοντας στο άκρως μηχανιστικό σύστημα σκέψης τη ριζικότητα του αισθήματος, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ο ρομαντισμός. Ο ρομαντισμός είναι η υπόρρητη καταγγελία της απώλειας του μέτρου. Μιας απώλειας τόσο τρομερής και επικίνδυνης ώστε μόνο η θεοποίηση του απολύτου να κριθεί από τους ρομαντικούς ικανή να την αντισταθμίσει.
Από αυτή τη διελκυστίνδα που έθετε τον ρομαντισμό αντιμέτωπο με τον ορθολογισμό, ανοίγοντας τον πόλεμο ποίησης-επιστήμης, προσπάθησαν να βγουν και ο Καντ και ο Χέγκελ, θυμίζοντας προς όφελος και της επιστήμης και της ποίησης την αρχαιοελληνική καταγωγή της δυτικής σκέψης. Αποτέλεσμα ήταν ο ορθός λόγος τουλάχιστον στα χαρτιά να ξαναβρεί τη στοχαστική και την ποιητική διάστασή του, που είχε ενταφιασθεί κάτω από τις επιχωματώσεις που προκαλούσαν τα γκρέιντερ της εργαλειακότητας.
Από τον Μαρξ ως τον Νίτσε
Ελάχιστες δεκαετίες αργότερα ο Μαρξ θα ασχοληθεί με τον Επίκουρο και τον Δημόκριτο, ο Κίρκεργκορ με τον Σωκράτη, ο Νίτσε με το αρχαίο δράμα και τους προσωκρατικούς.
Αλλά στο τέλος του δικού μας αιώνα είναι αδύνατο να ξαναϋπάρξει ένας Χέγκελ, πολύ περισσότερο ένας Καντ, που θα αναλάβει να ανοίξει παραπέρα τον δρόμο προκειμένου η τεχνοκρατούμενη σκέψη να ξαναβρεί την αναγκαία κριτική και στοχαστική διάστασή της.
Εγκαταλείποντας ένα τέτοιο σχέδιο με τη δικαιολογία ότι το πρόδωσε ή το παραποίησε η μαρξιστική εσχατολογία, οι μεταμοντέρνοι διανοητές προβάλλουν τη φιλοσοφία του Νίτσε ως υπόδειγμα μιας σωτήριας αγνωστικιστικής διάθεσης η οποία παραιτείται από την αναζήτηση της αλήθειας, αποποιούμενη έτσι τις εξουσιαστικές βλέψεις που δηλητηριάζουν τη σύγχρονη ζωή.
Αυτό όμως το αγνωστικιστικό μοντέλο που τροφοδοτεί κάθε είδους σκεπτική ή παραμυθητική τάση είναι το ίδιο προϊόν μιας φυγόπονης επιλεκτικής ερμηνείας της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, εφόσον την αντιμετωπίζει ως κριτική του δογματισμού, χωρίς όμως να προβληματίζεται για την πολεμική κατά του μηδενισμού που με ακόμη περισσότερη ζέση άσκησε ο Νίτσε.
Ερμηνεύοντας επιλεκτικά τον Νίτσε οι μεταμοντέρνοι φιλόσοφοι καταφέρονται εναντίον της φιλοσοφικής αναζήτησης της αλήθειας, ταυτίζοντας τη θέληση για δύναμη και ζωή που εκφράζει η αναζήτηση αυτή με τη θέληση για ισχύ που τρέφει κάθε λογής δογματισμούς ή φανατισμούς. Βέβαια την ίδια στιγμή αναγνωρίζουν τη δυνατότητα της επιστήμης να παράγει γνώση ικανή να ελέγξει την παραγωγή, την κατανάλωση και το κέρδος, έστω και ελεγχόμενη η ίδια από τους σχετικούς μηχανισμούς.
Αυτό που έμπρακτα αρνούνται είναι η δυνατότητα της φιλοσοφίας να κρίνει και να αποτιμά την επιστημονική πρακτική κάθε φορά που η τελευταία, ασκώντας τα νομιμοποιημένα χάρη σε φλύαρες καθοσιώσεις δικαιώματά της, παραβιάζει τις υποχρεώσεις της.
Υποχρεώσεις που η φιλοσοφία όρισε στην επιστήμη, ελέγχοντας και αξιολογώντας τις συνέπειες των επιδόσεών της.
Φυγοπονία των μεταμοντέρνων
Σε δύο σημεία οι μεταμοντέρνοι διανοητές ματαίως φυγοπονούν: όταν αποκόβουν τη φιλοσοφία από τα γνωστικά ενδιαφέροντά της και από τη δυνατότητά της να κρίνει, να αποσαφηνίζει και να αξιολογεί τους τρόπους σύνδεσης των απόψεων για το πραγματικό (factum) με τις αυτοστοχαστικές απόψεις για το ισχύον (jus). Όταν δηλαδή την αποκόβουν από το κύριο έργο της να διαμορφώνει κριτήρια εγκυρότητας και νομιμότητας σε όλα τα πεδία παραγωγής, διαχείρισης και δημιουργίας.
Με τον κριτικό ρόλο της ματαιωμένο, η φιλοσοφία διατηρεί το επισφαλές πλέον δικαίωμά της σε μια σοφία που χωρίς κανόνα και έρμα, η ίδια, προσπαθεί να διαπλάσει ήθη, χαρακτήρες και συνειδήσεις.
Και φυγοπονούν όταν, χωρίς να παραβλέπουν την προσπάθεια του Νίτσε να απαλλάξει τον φιλοσοφικό λόγο από τον συχνά ξύλινο τρόπο εκφοράς του αλλά και από την όχι σπάνια τυφλότητα των συλλήψεών του, χρησιμοποιούν τη σκέψη του ως άλλοθι που τους επιτρέπει να σπεύσουν να καταγγείλουν την αναφορά της δυτικής σκέψης στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση ως έναν πλατωνισμό υπεύθυνο για τις δογματικές τάσεις που ανέπτυξε στην πορεία της.
Και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούν τη γραμμή του πραγματισμού που υπέσκαψε τη σχέση του μοντέρνου μεταρομαντικού ανθρώπου με τους απόηχους της κλασικής παιδείας. Υπονομεύοντας τον διάλογο με την αρχαιοελληνική παράδοση, ο Τζέιμς και ο Ντιούι απογύμνωναν το παρόν από το παρελθόν και το άφηναν χωρίς μέτρο να προεξοφλεί το μέλλον.
Αυτός ο προκαθορισμός του μέλλοντος από ένα ισοπεδωμένο παρόν θα γίνει σαφές τι σημαίνει και ποιες συνέπειες είχε πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, η στρατηγική ενός γενικευμένου εκσυγχρονισμού μάς εξωθεί, εκτός των άλλων, να φιλοσοφούμε μετ' ευτελείας και να φιλοκαλούμε άνευ μαλακίας, πενόμενοι σε κάθε περίπτωση.
BHMA 10.01.1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου