15 Φεβρουαρίου, 2023

Βεργίνα : « … Σήμερα, ύστερα από 131 χρόνια, τα μνημεία μίλησαν μόνα τους…

 

Του Μανόλη Ανδρόνικου

 

Όταν ο Léon Heuzey , o Γάλλος αρχαιολόγος που άρχισε τις ανασκαφές του ανακτόρου της Βεργίνας στα 1861, κλείνοντας τη δημοσίευση των ευρημάτων του, ευχόταν τη συνέχιση της έρευνας, ήταν αδύνατο να φαντασθεί πόσο γόνιμη θα ήταν η έρευνα αυτή. Ο ίδιος φρόντισε να μην αφήσει ανώνυμη την περιοχή που απλώνεται ανάμεσα στα χωριά Παλατίτσια και Βεργίνα: της απέδωσε το όνομα της Βάλλας, μιας πόλης άγνωστης και ασήμαντης, που το όνομά της έσωσε μονάχα κάποιο αρχαίο λεξικό.Οι αρχαιολογικές έρευνες που ξανάρχισαν το 1937-38 από τον Κ.Α. Ρωμαίο και συνεχίζονται ως σήμερα, προχώρησαν χωρίς τη βοήθεια οποιασδήποτε γραπτής πηγής που θα μπορούσε να οδηγήσει τα βήματα των αρχαιολόγων.




Σήμερα, ύστερα από 131 χρόνια, τα μνημεία μίλησαν μόνα τους. Οι «φθεγγόμενοι λίθοι», όπως τόσο εύστοχα τους χαρακτήρισε ένας πρωτοπόρος μελετητής της μακεδονικής αρχαιολογίας, ο Μ.Δήμιτσας στον τίτλο του πολύτιμου έργου του « Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις», μας επιτρέπουν να αναστήσουμε όχι απλά και μόνον μιαν αρχαία μακεδονική πολιτεία,αλλά την ίδια την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου των Μακεδόνων, τις Αιγές ή Αιγεές.

Γραπτή επιτύμβια στήλη από το νεκροταφείο της Βεργίνας. Πάνω από 50 τέτοιες στήλες από τάφους απλών Μακεδόνων πολιτών έχουν βρεθεί. Τα ελληνικά ονόματα των νεκρών γύρω στο 400-350 π.Χ. ενισχύουν αποφασιστικά την άποψη ότι οι Μακεδόνες ήταν φύλο Ελληνικό χωρίς Ιλλυρικά ή Θρακικά στοιχεία.

Γνωστή κι αυτή μονάχα ως όνομα, είχε μια παράξενη ιστορική μοίρα. Κάπου κοντά στα τέλη του 5ου προχριστιανικού αιώνα παύει να είναι πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους, ο βασιλιάς Αρχέλαος χτίζει τη νέα πρωτεύουσα, την Πέλλα, κάτω στον κάμπο, κοντά στη θάλασσα. Λιγοστές γίνονται πια οι μνείες των Αιγών στους αρχαίους συγγραφείς, η πιο αξιοσημείωτη συνδέεται με τη δολοφονία του Φιλίππου στο θέατρο της αρχαίας πρωτεύουσας στα 336 π.Χ. Μια δεύτερη αναφέρεται στην κατάληψή τους το 274/3 π.Χ., από τον Πύρρο, την εγκατάλειψη φρουράς μισθοφόρων Γαλατών και τη σύληση των βασιλικών τάφων.

 Ύστερα λησμονιέται σιγά σιγά, καθώς άλλες πόλεις, όπως η Βέροια, προβάλλουν στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και στους επόμενους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το πιο περίεργο όμως, είναι ότι κάποτε ερημώνεται ολότελα και ξεχνιέται ακόμα και η θέση της. Όταν, ύστερα από αιώνες, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για το ιστορικό παρελθόν και αναζητούν να εντοπίσουν τις αρχαίες κοιτίδες τους, από μιαν απροσδόκητη σύγχυση, στηριγμένη σε κάποιον Ρωμαίο ιστοριοδίφη-συμπιλητή, πιστεύουν πως οι Αιγές ταυτίζονται με την Έδεσσα της Δυτικής Μακεδονίας. Η πίστη αυτή τους κάνει να παραβλέπουν μερικά πρόδηλα πράγματα, πρώτα πρώτα πως είναι παράλογο και χωρίς χωρίς προηγούμενο μια πόλη με δυο ονόματα, ύστερα τη ρητή μαρτυρία του αρχαίου γεωγράφου Πτολεμαίου που μας δίνει διαφορετικά γεωγραφικά στίγματα για τις δύο πόλεις.

                                     Η χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου

Χρειάστηκε η καθαρή και επιστημονική τόλμη του N.G.L.Hammond για να ξαναβρούν οι Αιγές την πραγματική τους θέση. Για πρώτη φορά το 1968 σε μιαν ανακοίνωσή του στη Θεσσαλονίκη υποστήριξε πως οι Αιγές πρέπει να τοποθετηθούν στη Βεργίνα, όπου είχε αποκαλυφθεί το λαμπρό ανάκτορο και ο μακεδονικός τάφος με τον επιβλητικό μαρμάρινο θρόνο. Την άποψή του στήριξε σε μια σειρά θεωρητικές σκέψεις και ιστορικές πληροφορίες. Η συνέχεια των ανασκαφών επιβεβαίωσε πέρα από κάθε προσδοκία την ορθότητα της ταύτισης αυτής. Σήμερα έχει γίνει δεκτή από όλους σχεδόν τους ιστορικούς και αρχαιολόγους. Έτσι τα ευρήματα των ανασκαφών αποχτούν ιδιαίτερη σημασία, γιατί έρχονται να φωτίσουν την ιστορία της ίδιας της κοιτίδας των αρχαίων Μακεδόνων.

Στη σημερινή φάση των ανασκαφών μπορούμε να συνοψίσουμε με αρκετή ασφάλεια τις γνώσεις μας για την πόλη των Αιγών.

Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής φαίνεται ότι έρχονται σ’αυτή τη θέση στα τέλη της εποχής του χαλκού, δηλαδή μέσα στον 11ο ,ή το αργότερο, στις αρχές του 10ου π.Χ. αιώνα. Τούτο προκύπτει από τις παλιότερες ταφές του νεκροταφείου των τύμβων, που ανάγονται σ’ αυτή την περίοδο.

Το χρυσό στεφάνι που βρισκόταν στον ώμο της Οστεοδόχου υδρίας

 

Η άποψη πως πρόκειται για φρυγικά φύλα, Φρύγες ή Βρύγους, βρίσκει ενίσχυση από ρητές μαρτυρίες αρχαίων πηγών ότι κάποτε οι Φρύγες έζησαν σ’αυτή την περιοχή της Μακεδονίας. Πότε οι Φρύγες μετακινήθηκαν, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε, όταν όμως σκεφτούμε ότι μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το φρυγικό κράτος της Μικράς Ασίας έχει κιόλας εντυπωσιακή ακμή, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως η μετακίνηση των Φρυγών από την Ευρώπη προς την Ασία δεν μπορεί να έγινε ύστερα από τον 9ο π.Χ. αιώνα. Εκείνο που θεωρώ βέβαιο είναι ότι οι πρώτοι Μακεδόνες φτάνουν στην περιοχή της Βεργίνας όχι αργότερα από τις αρχές του 7ου π.Χ.αιώνα, κατώτατο όριο που δεν αποκλείει αρκετά προγενέστερη εγκατάστασή τους.

Στην περιοχή αυτή ιδρύεται από τη δυναστεία των Αργειαδών η πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου Αιγαί ή Αιγεαί. Αν και δεν έχουμε αρχαιολογικά ευρήματα από την πόλη αυτής της εποχής μπορούμε να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στα υψώματα νότια από το ανάκτορο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα, οι Αιγές έπαψαν να είναι το διοικητικό κέντρο, αλλά διατήρησαν φαίνεται την αίγλη της παλαιάς πρωτεύουσας. Τα στοιχεία που διαθέτουμε μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε ως βέβαιο ότι μέσα στον 4ο π.Χ. αιώνα οι Αιγές γνώρισαν μια περίοδο ακμής , η οποία οφείλεται πιθανότατα στον Φίλιππο. Μέσα στον 4ο αι. οικοδομείται το λαμπρό ανάκτορο, κατασκευάζεται το θέατρο, χτίζονται ναοί και στολίζονται με λατρευτικά και αναθηματικά αγάλματα. Η πόλη απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση και χαμηλότερα από το ανάκτορο. Είναι πολύ πιθανόν ότι τα τείχη που περιβάλλουν όλη σχεδόν την πόλη χτίζονται σ’ αυτήν την περίοδο, ενώ κατασκευάζεται αξιόλογο υδροδοτικό σύστημα. Τα επιτύμβια μνημεία και οι τάφοι, τόσο του 4ου αι. όσο και των επόμενων, δείχνουν όχι μονάχα πλούτο, αλλά και υψηλή πολιτιστική στάθμη των κατοίκων.

Ο σιδερένιος θώρακας του Φιλίππου που βρέθηκε στη Βεργίνα. Κοσμείται με χρυσές ταινίες και δισκάρια με λεοντοκεφαλές.
 
 

Εκτός από τους βασιλικούς τάφους, μια σειρά μακεδονικοί τάφοι βεβαιώνουν πως πλούσιοι ευγενείς εξακολουθούσαν να ζουν στην παλαιά πρωτεύουσα. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση παρουσιάζεται μια κάμψη, όμως η πόλη εξακολουθεί να υπάρχει, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από λείψανα οικιών και από τάφους. Φαίνεται όμως πως κάποια μετατόπιση προς την πεδιάδα, που άρχισε ίσως παλιότερα, συνεχίζεται σ’αυτή τη φάση, όπως μαρτυρούν ερείπια κτισμάτων, αλλά προπάντων τα θεμέλια μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής που αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Για τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν γνωρίζουμε τίποτα. Όμως από γραπτή μαρτυρία του 14ου αιώνα μαθαίνουμε την ύπαρξη του χωριού Παλατίτσια, όπου τον 16ο αιώνα χτίζεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που σώζει ως σήμερα την πλουσιότερη τοιχογράφησή της.

 

 

 Είναι βέβαιο πως η συνέχισή της και η συστηματική μελέτη των ευρημάτων, θα μας επιτρέψουν να σχηματίσουμε μια πολύ πιο καθαρή και προπάντων πιο ασφαλή εικόνα για το τμήμα αυτό του ελληνισμού, που από τον 4ο αι. και ύστερα πρωταγωνίστησε στην ιστορική πορεία του και κατόρθωσε να απλώσει την ελληνική παιδεία και την ελληνική γλώσσα σε όρια σχεδόν οικουμενικά.

 

Η αρχαιολογική έρευνα της περιοχής έχει δώσει ως τώρα άφθονο υλικό τόσο για τη γνώση του πολιτισμού των Μακεδόνων όσο και για την κατανόηση της ιστορικής τους φυσιογνωμίας. Είναι βέβαιο πως η συνέχισή της και η συστηματική μελέτη των ευρημάτων, θα μας επιτρέψουν να σχηματίσουμε μια πολύ πιο καθαρή και προπάντων πιο ασφαλή εικόνα για το τμήμα αυτό του ελληνισμού, που από τον 4ο αι. και ύστερα πρωταγωνίστησε στην ιστορική πορεία του και κατόρθωσε να απλώσει την ελληνική παιδεία και την ελληνική γλώσσα σε όρια σχεδόν οικουμενικά. Και θ’αποτελούσε αληθινά ιστορικό παράδοξο, που δεν έχει το όμοιό του, αν δεχόμασταν πως οι συντελεστές αυτού του παγκόσμιου εξελληνισμού ήταν ένας λαός «βάρβαρος» που υποχρεώθηκε από τους ηγεμόνες του να αποβάλει τον εθνικό του χαρακτήρα, ν’αλλάξει τα ονόματά του, να δεχτεί μια ξένη θρησκεία, να ξεχάσει τη γλώσσα του για να μεταμορφωθεί σε φορέα ενός ξένου ανώτερου πολιτισμού. Πέρα από τις όποιες επιστημονικές λεπτομέρειες των σοφών, υπάρχει, πιστεύω, η ουσιαστική αντιμετώπιση της ιστορίας που δεν είναι εύκολο να εγκλωβισθεί ούτε στην προφορά ενός γράμματος ούτε στον σχολαστικισμό των γραμματικών.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘’ Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός Νεότητος’’ , Μάρτιος 1992



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Hans-Georg Gadamer erzählt die Geschichte der Philosophie

      Wie es anfing - Thales, Heraklit, Platon, Aristoteles     Hellenismus und Weltbürgertum - Epikur, die Stoa und Plotin         Moral u...